Header Ads

18 Μαρτίου 2018: Κυριακή Δ΄ Νηστειών (Ιωάννου της κλίμακος)

ΠΡΟΣΘΕΣ ΗΜΙΝ ΠΙΣΤΙΝ!

Ό άπόστολος Παϋλος στήν επιστολή του πρός Ρωμαίους κάνει τήν πολύ λογική παρατήρηση όχι δεν είναι δυνατόν νά πιστέψείς σε κάποιον -έν προκειμένω στόν Χριστό- άν πρώτα δέν έχεις ακούσει τί έχει νά σοϋ πει καί νά σοϋ προσφέρει· καί άν όχι τόν Ίδιο, τουλάχιστον νά έχεις ακούσει άλλους νά μιλάνε γι’Αύτόν· νά τόν κηρύσσουν (Ρωμ. 10,13). Μόνο άπό μιά τέτοια εμπειρία προσωπικής έπαφής, ή έστω μαρτυρία αυτόπτη ή αύτήκοου μάρτυρα, μπορεί νά δημιουργηθεί ένα κλίμα έμπιστοσύνης πρός τόν κηρυττόμενο. Καί τότε αρχίζει ό άνθρωπος νά στηρίζεται ψυχικά, αρχίζει νά πιστεύει στον Χριστό. Πίστη σημαίνει εμπιστοσύνη. Ή πίστη αυτή στά πρώτα της στάδια λέγεται εισαγωγική καί απέχει πάρα πολύ άπό τήν τέλεια πίστη, πού περιμένει ό Χριστός νά αποκτήσουμε πρός τό πρόσωπο του.
Ανοχή μέ όρια
Μέ μιά εισαγωγική καί πολύ ασθενική πίστη πήγε κι ένας ταλαίπωρος πατέρας τόν δαιμονισμένο γιό του στον Χριστό καί τοϋ λέει: «Τό παιδί μου υποφέρει. «Αν μπορεϊς, κάνε κάτι». Ό Χριστός, άκούγοντας ότι προηγουμένου εϊχε πάει τό παιδί του στούς μαθητές του καί δέν μπόρεσαν νά τό θεραπεύσουν, εξέφρασε -γιά πρώτη φορά μέ τόσο έντονο τρόπο- τήν αγανάκτηση του μέ τά λόγια: ««Ω, γενεά άπιστη! Μέχρι πότε θά είμαι μαζί σας; Μέχρι πότε θά σάς ανέχομαι;». Ό Χριστός δέν αγανακτεί μόνο μέ τόν πατέρα τοϋ δαιμονισμένου παιδιού καί τούς μαθητές του, άλλα -όπως επισημαίνει ό άγιος θεοφύλακτος- «όλων τών Ιουδαίων όνειδίζει τήν άπιστίαν»· καί προφανώς όλων μας στηλιτεύει τή χλιαρή έως ανύπαρκτη πίστη.
Αυτό τό διπλό «μέχρι πότε;» τοϋ Χριστού δείχνει ξεκάθαρα ότι ή μακροθυμία του έχει ημερομηνία λήξεως. Καί αλίμονο άν αφήνουμε τόν-άγνωστης διάρκειας- χρόνο τής ζωής μας νά περνάει χωρίς καλλιέργεια γνήσιας καί σταθερής πίστης πρός τόν Χριστό. «Ενα τροπάριο άπό τήν Όκτώηχο αντηχεί τό διπλό «μέχρι πότε;» τοϋ Χριστού, καλώντας τήν ψυχή μας νά ξυπνήσει καί νά αφήσει τις όλέθριες άναβολές: «Έως πότε, ψυχή μου, έπιμένεις τοϊς πταίσμα-σιν; Έως τίνος λαμβάνεις μετανοίας ύπέρθεσιν (αναβολή);».
Τί τρέφει τήν πίστη;
Κατ’ εξοχήν έργα μετανοίας, δηλαδή διαρκοϋς στροφής καί έπαναφοράς ψυχής καί σώματος πρός τήν αγάπη τοΰ Χρίστου, είναι ή προσευχή καί ή νηστεία. Χωρίς αύτές τίς άσκήσεις, ή πίστη μας παραμένει -στην καλύτερη περίπτωση- εισαγωγική καί ασθενέστατη, αν δέν σβήσει τελείως. Γιά νά δυναμώσει, χρειάζεται συνεχές πότισμα καί λίπασμα. Χρειάζεται πολλή τροφή καί καλλιέργεια, γιά νά θεριέψει καί νά μάς κάνει «ίσχυρούς έν πολέμω» (Έβρ. 11,34).
Τό είπε καί ό Χριστός στούς μαθητές του, όταν τόν ρώτησαν γιατί δέν μπόρεσαν νά θεραπεύσουν τό παιδί: Γιά νά μπορεί κάποιος νά κάνει τό κορυφαίο έργο πίστης, τό νά άντιπαραταχθεΐ δηλαδή καί νά νικήσει «τούς κοσμοκράτορες τοϋ σκότους, τά πνεύματα τής πονηρίας» (Έφεσ. 6,12), χρειάζεται θερμή προσευχή καί σωστή νηστεία. Κυρίως τά έργα τής προσευχής καί τής νηστείας τρέφουν τήν πίστη μας καί τήν αυξάνουν, άφοϋ φυσικά ένδυναμωθοϋν μέ τή σταθερή καί χορταστική μελέτη τοϋ λόγου τοϋ θεού. Πώς θά τόν επικαλεστούμε μέ δυνατή πίστη, άν δέν τόν αφήσουμε πρώτα Έκεϊνον νά μιλήσει αρκετά στην καρδιά μας;
Παντοδυναμία ή πίστη
Μέ τέτοια τροφοδοσία ή πίστη μας μπορεί τόσο πολύ νά δυναμώσει, ώστε όλα νά εϊναι δυνατά γι αυτή. «Πάντα δυνατά τω πιστεύοντι», απάντησε ό Χριστός στον όλιγόπιστο πατέρα, άνατρέποντας τό δικό του μίζερο αϊτημα. Κατά τόν χρυσορρήμονα Ιωάννη, ό Χριστός ήθελε νά τοϋ πει: «Τόση δύναμη μοΰ περισσεύει, ώστε -αν πιστεύεΐς όπως πρέπει- μπορώ νά σέ κάνω, έσύ ό ϊδιος νά θεραπεύσει, όχι μόνο τό παιδί σου άλλα καί πολλούς άλλους». Ή «τοσαύτη τής δυνάμεως τοϋ θεοϋ περιουσία» φανερώνεται στή ζωή καί στά θαύματα τών Αγίων τής Έκκλησίας μας. Φανερώθηκε καί στόν αιώνα μας στή θαυμαστή περίπτωση, όχι πιστοϋ γονέως πού προσευτήθηκε γιά τή θεραπεία τοϋ άρρωστου παιδιού του, άλλα έτοιμοθάνατου παιδιού, πού θεράπευσε τή μητέρα του άπό τή θανατηφόρα άπιστία. Ή συγκεκριμένη μητέρα, μπολιασμένη άπό τά φοιτητικά της χρόνια με τά κηρύγματα περί «του θανάτου τοϋ θεοϋ», έχασε καί τά λίγα ψίχουλα πίστης της, όταν γέννησε παιδί μέ σοβαρότατο πρόβλημα ύγείας. Φυσική συνέπεια ήταν νά αφήσει τό παιδί της άβάπτιστο μέχρι τά δεκατρία του χρόνια, όταν τό ίδιο τής ζήτησε νά βαπτιστεΐ. Λίγο μετά τή βάπτισή του ή υγεία του χειροχέρεψε ραγδαία. Καί ένώ, τήν τελευταία του μαρτυρική νύχτα, ή μητέρα του φώναζε «πού είναι ό θεός; δέν υπάρχει θεός», τό παιδί -πριν ξεψυχήσει- τής άπάντησε: «Μανούλα, υπάρχει θεός». Μέ αύτή τήν τόσο λιτή αλλά καί τόσο συγκλονιστική ομολογία πίστης ένα δεκατετράχρονο παιδί πεθαίνοντας «ανάστησε» τή μητέρα του άπό τόν τάφο τής άπιστίας. Καί τήν οδήγησε σέ συνειδητή ένταξη στό σώμα τής Έκκλησίας, στή χώρα τών ζώντων. Μεγάλα τά τής πίστεως κατορθώματα!

Αρχιμ. Β.Λ.

Δεν υπάρχουν σχόλια