ΘΕΜΑΤΑ ΠΑΙΔΕΙΑΣ : Περί της Ελληνικής γλώσσας ο λόγος
Του ΓΙΩΡΓΟΥ ΣΠΥΡΟΠΟΥΛΟΥ *
Έτσι θα’ λεγα, παραφράζοντας τον Μακρυγιάννη. Δεν ξέρω πόσο θα βαστάξει ακόμη αυτό. Εκείνο, που ξέρω είναι ότι η μαγιά λιγοστεύει και δεν μένει πια καιρός για να μένουμε αμέριμνοι. Δεν είναι καινούργια τα σημεία, που δείχνουν πως, αν συνεχίσουμε τον ίδιο δρόμο, αν αφεθούμε μοιρολατρικά στη δύναμη των πραγμάτων, θα βρεθούμε στο τέλος μπροστά σε μια γλώσσα εξευτελισμένη, φτωχική και συνάμα πολύσπερμη και ασπόνδυλη».
Ο καθηγητής Παντείου Πανεπιστημίου, φιλόσοφος και λόγιος, Χρίστος Γιανναράς γράφει για το γλωσσικό πρόβλημα το 1977: «Εκατόν πενήντα τα χρόνια τώρα οι Νεοέλληνες μοιάζουμε να μην είμαστε τίποτα: ούτε απευθείας απόγονοι των αρχαίων, ούτε και σύγχρονοι Ευρωπαίοι, αλλά ένας λαός, που πιθηκίζει άλλοτε προς τη μια και άλλοτε προς την άλλη κατεύθυνση. Από αυτή τη σχιζοφρένεια οδηγηθήκαμε στην πόλωση αρχαϊζουσας και δημοτικής. Αντί η πρώτη να τρέφει τη δεύτερη η δεύτερη να πλουτίζει από την πρώτη, πολώθηκαν σε δύο αντίπαλες γλώσσες, σε μια σχιζοφρενική διγλωσσία, που δεν είναι τίποτε άλλο από το τραύλισμα ενός λαού με χαμένη την πολιτιστική του ταυτότητα…»
Ο Ζήσιμος Λορεντζάτος, κριτικός της λογοτεχνίας, δοκιμιογράφος και ποιητής σε μελέτη του για το Σολωμό γράφει: «οι δικοί μας χύνουν το αίμα τους αποκάτου από το Σταυρό για να μας κάνουν ελεύθερους», τόνιζε ο σολωμικός διάλογος. Στο κάτω- κάτω δεν ελευθέρωσαν οι λόγιοι, οι φωτισμένοι ή αφώτιστοι τους σκλαβωμένους. Οι σκλαβωμένοι ελευθέρωσαν κάποτε και του λόγιους. Χρειαζόταν «γι΄ανταμοιβή» - πάντα στη διάλεχτο του Σολωμού – «οι δικοί μας» (δηλαδή ο λαός) να κινδυνεύουν σήμερα να χάσουν και την πίστη και την λαλιά τους; Αν είναι να προκόψουμε σα λαός, δεν θα μπορέσουμε να το κατορθώσουμε μακριά από την πίστη και τη γλώσσα μας. Μοναχά μέσα από αυτά τα δύο μπορεί να φυτρώσει κάτι αληθινό. Μονάχα μέσα από αυτά τα δύο σωθήκαμε, ως σήμερα και μέσα από αυτά τα δύο θα σωθούμε αύριο. Δε σωθήκαμε από τους λόγιους. Όσο τα ψευτίζουμε τα δύο αυτά, τόσο απομακραίνουμε τη μέρα του λυτρωμού… Γιατί επιτέλους ποιοι είμαστε; Και που πηγαίνει στις περιπτώσεις αυτές η περίφημη αυτογνωσία μας; Υπάρχουμε; Και τη γλώσσα; Και τη δική μας πίστη; Εμάς του σημερινού ελληνικού λαού; Τι την κάναμε;».
Σε ένα άλλο πόνημα του ο Γιώργος Σεφέρης το 1946 γράφει: «Στα χρόνια μας, πρέπει να μην το ξεχνάμε, το ζήτημα δεν είναι πια, αν γράφουμε καθαρεύουσα ή δημοτική. Το ζήτημα είναι θα γράφουμε ή όχι ελληνικά, αν θα γράφουμε ελληνικά ή ένα οποιοδήποτε ελληνόμορφο εσπεράντο. Δυστυχώς όλα γίνονται σα να προτιμούμε το εσπεράντο, σα να θέλουμε να ξεκάνουμε με όλα τα μέσα τη γλώσσα μας».
Επίσης ο Οδυσσέας Ελύτης στο πόνημά του «ο κήπος με τις αυταπάτες» γράφει : «Στο μακρό διάστημα, που μεσολάβησε στην «Απελευθερωμένη Ιερουσαλήμ» και «Ερωφίλη» οι απόφοιτοι του Καίμπριτζ, της Ecole Normale και της Σορβόννης κατάφερε με τον ένα ή τον άλλο τρόπο να περπατήσουν πάνω στ’ αχνάρια των μύθων, που βρήκαν δοσμένους: τις Αντιγόνες και τους Οιδίποδες, τους Ορέστηδες και τις Ηλέκτρες. Λησμονώντας ότι μες στο λεξιλόγιό τους υπάρχουν συν τοις άλλοις και δεκάδες χιλιάδες λέξεις της Ελληνικής. Και το πιο διασκεδαστικό καταντά να είναι ότι μήτε πήγε ποτέ ο νους τους πως μετά 3.000 χρόνια ο ίδιος λαός στην ίδια γη εξακολουθεί να ομιλεί την ίδια γλώσσα, με την έννοιαν ότι και λιγότερο εγγράμματος, κυρίως αυτός, ο οπωροπώλης και ο αρτοποιός, εξακολουθεί να λέει τον ουρανό ουρανό και την θάλασσα θάλασσα. Αυτά λέγεται στην γλώσσα την δική μας και είναι τα μικρά πένθη της ούπω έτι γεννηθείσης Ενωμένης Ευρώπης».
Κλείνω με τον συγγραφέα και λόγιο Γιώργο Θεοτοκά, που γράφει για τη γλώσσα μας: «Είναι καιρός να νοιώσουμε καλά ένα πράγμα: ότι η νέα γλώσσα μας δεν είναι μία γλώσσα πρωτόγονη, αδέσποτη και ακαταλόγιστη, όπου μπορεί ο καθένας να κάνει μαζί της ό, τι του σφυρίζει και να λέει ό,τι βρεί και να τη μεταχειρίζεται σαν σκυλί χωρίς αφέντη. Είναι γλώσσα ελληνική. Δεν είναι γλώσσα των αρχαίων Ελλήνων, που μιλούσαν, άλλωστε, διάφορες γλώσσες. Είναι μια άλλη γλώσσα αλλά εξίσου ελληνική όσο και οι γλώσσες εκείνες. Είναι κόρη από μεγάλη γενιά, είναι η θυγατέρα της γλώσσας των αρχαίων Αθηναίων συγγραφέων, το σόι της βαστά από τους τραγικούς, του Πλάτωνα, του Θουκυδίδη, και από την Καινή Διαθήκη. Δεν μπορεί λοιπόν να τις φέρεσαι με τρόπο άκοσμο και βάναυσο, γιατί θα σε περιφρονήσει και δεν θα σου δώσει το χέρι της, θα σου γυρίσει τις πλάτες και θα σ’ αφήσει να πλέεις στην ασυναρτησία και την ασκήμια και να νομίζεις ότι γράφεις ελληνικά, μα δεν θα είναι ελληνικά αληθινά…»
* Ο κ. Γιώργος Σπυρόπουλος, είναι Πολ. Μηχ/κος από την Κόρινθο, διαμένων στην Αθήνα.
Αφήστε ένα σχόλιο