Header Ads

ΘΕΜΑΤΑ ΠΑΙΔΕΙΑΣ : Περί της Ελληνικής γλώσσας ο λόγος


Του ΓΙΩΡΓΟΥ ΣΠΥΡΟΠΟΥΛΟΥ *

 Η μεγαλύτερη και μακροβι­ότερη (3000 χρόνια και) εθνι­κή κληρονομιά είναι η γλώσ­σα. Για το λόγο αυτό πρέπει να την προσέχουμε ως κόρην οφθαλμού και να τη νοθεία, την σύγχυση και την προστυ­χιά, που την απειλούν σήμε­ρα σε κάθε της βήμα και να την χρησιμοποιούμε με αγά­πη και τον προσήκοντα σεβα­σμό. «Μήγαρις έχω άλλο στο νού μου πάρεξ ελευθερία και γλώσσα;», έγραψε ο εθνικός μας ποιητής Διονύσιος Σολω­μός και ο Νομπελίστας ποι­ητής μας Οδυσσέας Ελύτης γράφει στο «ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ»: τη γλώσσα μου έδωσαν Ελληνι­κή, το σπίτι φτωχικό στις αμ­μουδιές του Ομήρου. Μονά­χη έγνοια η γλώσσα μου στις αμμουδιές του Ομήρου… Ο έ­τερος Νομπελίστας μας Γιώρ­γος Σεφέρης στο ποίημά του «η γλώσσα στην ποίησή μας» γράφει: «ο θεός μας χάρησε μια γλώσσα ζωντανή, εύρω­στη, πεισματάρα και χαριτω­μένη, που αντέχει ακόμη, μο­λονότι έχουμε εξαπολύσει ό­λα τα θεριά για να τη φάνε, έ­φαγαν όσο μπόρεσαν, αλλά απομένει μαγιά. 
Έτσι θα’ λεγα, παραφρά­ζοντας τον Μακρυγιάννη. Δεν ξέρω πόσο θα βαστάξει ακόμη αυτό. Εκείνο, που ξέρω είναι ότι η μαγιά λιγοστεύει και δεν μένει πια καιρός για να μένου­με αμέριμνοι. Δεν είναι και­νούργια τα σημεία, που δεί­χνουν πως, αν συνεχίσουμε τον ίδιο δρόμο, αν αφεθού­με μοιρολατρικά στη δύναμη των πραγμάτων, θα βρεθού­με στο τέλος μπροστά σε μια γλώσσα εξευτελισμένη, φτω­χική και συνάμα πολύσπερμη και ασπόνδυλη». 
Ο καθηγητής Παντείου Πα­νεπιστημίου, φιλόσοφος και λόγιος, Χρίστος Γιανναράς γράφει για το γλωσσικό πρό­βλημα το 1977: «Εκατόν πε­νήντα τα χρόνια τώρα οι Νεο­έλληνες μοιάζουμε να μην εί­μαστε τίποτα: ούτε απευθείας απόγονοι των αρχαίων, ούτε και σύγχρονοι Ευρωπαίοι, αλ­λά ένας λαός, που πιθηκίζει άλλοτε προς τη μια και άλλο­τε προς την άλλη κατεύθυν­ση. Από αυτή τη σχιζοφρένει­α οδηγηθήκαμε στην πόλωση αρχαϊζουσας και δημοτικής. Α­ντί η πρώτη να τρέφει τη δεύ­τερη η δεύτερη να πλουτίζει από την πρώτη, πολώθηκαν σε δύο αντίπαλες γλώσσες, σε μια σχιζοφρενική διγλωσ­σία, που δεν είναι τίποτε άλ­λο από το τραύλισμα ενός λα­ού με χαμένη την πολιτιστική του ταυτότητα…» 
Ο Ζήσιμος Λορεντζάτος, κριτικός της λογοτεχνίας, δο­κιμιογράφος και ποιητής σε μελέτη του για το Σολωμό γράφει: «οι δικοί μας χύνουν το αίμα τους αποκάτου από το Σταυρό για να μας κάνουν ε­λεύθερους», τόνιζε ο σολωμι­κός διάλογος. Στο κάτω- κάτω δεν ελευθέρωσαν οι λόγιοι, οι φωτισμένοι ή αφώτιστοι τους σκλαβωμένους. Οι σκλαβωμέ­νοι ελευθέρωσαν κάποτε και του λόγιους. Χρειαζόταν «γι΄α­νταμοιβή» - πάντα στη διάλε­χτο του Σολωμού – «οι δικοί μας» (δηλαδή ο λαός) να κιν­δυνεύουν σήμερα να χάσουν και την πίστη και την λαλιά τους; Αν είναι να προκόψουμε σα λαός, δεν θα μπορέσουμε να το κατορθώσουμε μακρι­ά από την πίστη και τη γλώσ­σα μας. Μοναχά μέσα από αυ­τά τα δύο μπορεί να φυτρώ­σει κάτι αληθινό. Μονάχα μέ­σα από αυτά τα δύο σωθήκα­με, ως σήμερα και μέσα από αυτά τα δύο θα σωθούμε αύ­ριο. Δε σωθήκαμε από τους λόγιους. Όσο τα ψευτίζουμε τα δύο αυτά, τόσο απομακραί­νουμε τη μέρα του λυτρω­μού… Γιατί επιτέλους ποιοι εί­μαστε; Και που πηγαίνει στις περιπτώσεις αυτές η περίφη­μη αυτογνωσία μας; Υπάρχου­με; Και τη γλώσσα; Και τη δι­κή μας πίστη; Εμάς του σημε­ρινού ελληνικού λαού; Τι την κάναμε;». 
Σε ένα άλλο πόνημα του ο Γιώργος Σεφέρης το 1946 γράφει: «Στα χρόνια μας, πρέ­πει να μην το ξεχνάμε, το ζή­τημα δεν είναι πια, αν γρά­φουμε καθαρεύουσα ή δημο­τική. Το ζήτημα είναι θα γρά­φουμε ή όχι ελληνικά, αν θα γράφουμε ελληνικά ή ένα ο­ποιοδήποτε ελληνόμορφο ε­σπεράντο. Δυστυχώς όλα γί­νονται σα να προτιμούμε το ε­σπεράντο, σα να θέλουμε να ξεκάνουμε με όλα τα μέσα τη γλώσσα μας». 
Επίσης ο Οδυσσέας Ελύτης στο πόνημά του «ο κήπος με τις αυταπάτες» γράφει : «Στο μακρό διάστημα, που μεσο­λάβησε στην «Απελευθερω­μένη Ιερουσαλήμ» και «Ερω­φίλη» οι απόφοιτοι του Καί­μπριτζ, της Ecole Normale και της Σορβόννης κατάφερε με τον ένα ή τον άλλο τρόπο να περπατήσουν πάνω στ’ αχνά­ρια των μύθων, που βρήκαν δοσμένους: τις Αντιγόνες και τους Οιδίποδες, τους Ορέστη­δες και τις Ηλέκτρες. Λησμο­νώντας ότι μες στο λεξιλόγιό τους υπάρχουν συν τοις άλ­λοις και δεκάδες χιλιάδες λέ­ξεις της Ελληνικής. Και το πιο διασκεδαστικό καταντά να εί­ναι ότι μήτε πήγε ποτέ ο νους τους πως μετά 3.000 χρόνια ο ίδιος λαός στην ίδια γη ε­ξακολουθεί να ομιλεί την ί­δια γλώσσα, με την έννοιαν ό­τι και λιγότερο εγγράμματος, κυρίως αυτός, ο οπωροπώλης και ο αρτοποιός, εξακολου­θεί να λέει τον ουρανό ουρα­νό και την θάλασσα θάλασσα. Αυτά λέγεται στην γλώσσα την δική μας και είναι τα μικρά πένθη της ούπω έτι γεννηθεί­σης Ενωμένης Ευρώπης». 
Κλείνω με τον συγγραφέα και λόγιο Γιώργο Θεοτοκά, που γράφει για τη γλώσσα μας: «Εί­ναι καιρός να νοιώσουμε καλά ένα πράγμα: ότι η νέα γλώσ­σα μας δεν είναι μία γλώσσα πρωτόγονη, αδέσποτη και α­καταλόγιστη, όπου μπορεί ο καθένας να κάνει μαζί της ό, τι του σφυρίζει και να λέει ό,τι βρεί και να τη μεταχειρίζεται σαν σκυλί χωρίς αφέντη. Εί­ναι γλώσσα ελληνική. Δεν είναι γλώσσα των αρχαίων Ελ­λήνων, που μιλούσαν, άλλω­στε, διάφορες γλώσσες. Είναι μια άλλη γλώσσα αλλά εξίσου ελληνική όσο και οι γλώσσες εκείνες. Είναι κόρη από με­γάλη γενιά, είναι η θυγατέρα της γλώσσας των αρχαίων Α­θηναίων συγγραφέων, το σό­ι της βαστά από τους τραγι­κούς, του Πλάτωνα, του Θου­κυδίδη, και από την Καινή Δι­αθήκη. Δεν μπορεί λοιπόν να τις φέρεσαι με τρόπο άκοσμο και βάναυσο, γιατί θα σε περι­φρονήσει και δεν θα σου δώ­σει το χέρι της, θα σου γυρίσει τις πλάτες και θα σ’ αφήσει να πλέεις στην ασυναρτησία και την ασκήμια και να νομίζεις ό­τι γράφεις ελληνικά, μα δεν θα είναι ελληνικά αληθινά…» 
* Ο κ. Γιώργος Σπυρόπου­λος, είναι Πολ. Μηχ/κος α­πό την Κόρινθο, διαμένων στην Αθήνα. 

Δεν υπάρχουν σχόλια