8 Ιουλίου 2018 : ΚΥΡΙΑΚΗ C΄ ΜΑΤΘΑΙΟΥ
«ΙΣΧΥΣΑΤΕ ΓΟΝΑΤΑ ΠΑΡΑΛΕΛΥΜΕΝΑ»
Λέγεται ότι, όταν κάποτε ο βασιλιάς της Γαλλίας Λουδοβίκος ο ΙΑ’ (1423-1483) αρρώστησε βαριά, κάλεσε έναν ιερέα να κάνει δέηση για την υγεία του. Ο ιερέας, εκτός από τη δέηση «υπέρ υγείας», προσευχήθηκε και «υπέρ συγχωρήσεως και αφέσεως των αμαρτιών» του. Τότε, ο κατά τα άλλα καλόψυχος βασιλιάς, καθώς είχε δεχθεί φιλόξενα πολλούς ρωμιούς πρόσφυγες μετά την άλωση της Πόλης, ενοχλημένος τον διέκοψε λέγοντας: Πάτερ, μην τα ανακατεύεις τα πράγματα·τώρα μόνο για την υγεία μου παρακάλεσε τον Θεό. Για τα άλλα βλέπουμε.
Ιεράρχηση αιτημάτων
Ευτυχώς ο παράλυτος της σημερινής ευαγγελικής περικοπής και οι άνθρωποι που τον έφεραν στον Χριστό, δεν αντέδρασαν παρόμοια, ακούγοντας τον Χριστό να τον υποδέχεται με τα λόγια: «θάρρος, παιδί μου! Σου συγχωρούνται οι αμαρτίες σου». Σίγουρα δεν είχαν το ρηχό μυαλό του Γάλλου βασιλιά, ο οποίος δεν καταλάβαινε ότι η σύγχυση δεν βρισκόταν στα λόγια του ιερέα, αλλά στη δική του επιπόλαιη αντίληψη.
Ο Χριστός διαλύοντας τέτοιες συγχύσεις έχει πει: «Ζητείτε πρώτον την βασιλείαν του Θεού και την δικαιοσύνην αυτού, και ταύτα πάντα προστεθήσεται υμίν» (Ματθ. 6,33). Δικαιοσύνη του Θεού είναι το να μας δικαιώσει και να μας απαλλάξει από την κατάκριση και την καταδίκη για τις αμαρτίες μας. Γι’ αυτό, το κύριο αίτημα της Εκκλησίας μας δεν είναι «υπέρ υγείας», αλλά «υπέρ αφέσεως των αμαρτιών» μας.
Είναι θλιβερό το φαινόμενο να καταφεύγει κανείς στον Θεό μόνο για εγκόσμια πράγματα. Τότε το αίτημά του, όχι μόνο δεν θα ήταν ευάρεστο στον Θεό, αλλά θα καταντούσε και αμαρτωλό, έστω κι άν το ζητούσε γονατιστός! Διότι τον Θεό πρέπει να τον ζητάμε κατά το άγιο θέλημά του. Και το πρώτο, που θέλει ο Θεός, είναι «όλοι οι άνθρωποι να σωθούν και να αποκτήσουν επίγνωση τις αλήθειας» (Α’ Τιμ. 2,4).
Οι ευθείς και οι πλάγιοι
Ο Χριστός θεραπεύοντας τον παράλυτο, αφού πρώτα του συγχώρησε τις αμαρτίες, αφενός δίνει τρανή μαρτυρία για τη θεότητά του και αφετέρου αποκαλύπτει ότι οι γραμματείς πάσχουν από χειρότερη παραλυσία από τον θεραπευθέντα, διότι «ενθυμούνται πονηρά έν ταις καρδίαις αυτών». Η πονηρή διάθεση τους τυφλώνει και τους στερεί τη δυνατότητα να ορθοποδήσουν και να «περπατήσουν» πρός την αληθινή πίστη. Γι’ αυτούς τους πονηρούς το Πνεύμα του Θεού έχει πει: «Εάν πορεύησθε πρός με πλάγιοι, και εγώ πορεύσομαι μεθ’ υμών θυμώ πλαγίω»·δηλαδή, άν εξακολουθείτε να ζείτε με πονηρία και χωρίς ευθύτητα, θα φερθώ κι εγώ σε σας με τρόπο που θα σας φανεί πονηρός (Λευ. 26, 23-24).
Αντίθετα, οι άνθρωποι που έφεραν τον παράλυτο, και προφανώς και ο παράλυτος, ήταν «ευθείς τη καρδία» και με άδολη πίστη, η οποία δεν άφησε ασυγκίνητο τον Χριστό. Το ευαγγελικό κείμενο επισημαίνει ότι ο Κύριος σπλαχνίσθηκε τον παράλυτο «ιδών την πίστιν αυτών». Μιά τέτοια πίστη κάποιων ανθρώπων -γονέων, φίλων, πνευματικών πατέρων και αδελφών-οδήγησε κάποτε κι εμάς στον Χριστό. Τους οφείλουμε βαθιά και ισόβια ευγνωμοσύνη. Και όσο συνειδητοποιούμε ότι συνεχώς μας απειλεί μιά πνευματική παραλυσία, τόσο θα έπρεπε να αναζητούμε «τραυματιοφορείς» και χειραγωγούς, που θα μας οδηγούν σταθερά στον Χριστό· τόσο έχουμε ανάγκη ποιμένες, που θα μας στηρίζουν με τα λόγια του προφήτη Ησαΐα (35,3-5): «Ισχύσατε χείρες ανειμέναι και γόνατα παραλελυμένα· ισχύσατε, μη φοβείσθε ιδού ο Θεός ημών... ήξει και σώσει ημάς» δηλαδή, δυναμώστε χέρια εξαντλημένα και γόνατα παράλυτα δυναμώστε και μή φοβείσθε·να, ο Θεός μας θα έλθει και θα μας σώσει.
Το θαύμα μιάς αφίσας
Κάποτε μας καλεί και μας αξιώνει ο Θεός να διακονήσουμε κι εμείς στο σωτήριο έργο της θεραπείας «παραλύτων», και μάλιστα με τρόπους που ποτέ δεν θα μπορούσαμε να φαντασθούμε. Χαρακτηριστικό είναι το ακόλουθο περιστατικό: Τα παιδιά κάποιου Κέντρου Νεότητας, οργανώνοντας εκδήλωση αφιερωμένη στον μακαριστό παπα-Εφραίμ Κατουνακιώτη, τοιχοκόλλησαν και αφίσες με φωτογραφία του Γέροντα. Μιά εβδομάδα πρίν από την εκδήλωση μιά παρέα από αυτά τα παιδιά είδαν σε κεντρικό δρόμο της πόλης έναν νεαρό, να έχει σταματήσει με τη μηχανή του και να έχει αγκαλιάσει μιά κολόνα. Πλησίασαν και τον είδαν να φιλάει το πρόσωπο του γέροντα στην αφίσα και να του μιλάει κλαίγοντας. Τα παιδιά τον ρώτησαν και αυτός απάντησε πώς το βλέμμα αυτού του άγνωστου γέροντα είχε μιλήσει στην καρδιά του. Μέχρι τότε ζούσε άστατη ζωή και είχε πολύ ταλαιπωρηθεί. Είχε φτάσει στα όρια της απελπισίας. Βλέποντας αυτή την άγνωστη μορφή ένιωσε έναν συγκλονισμό και θέλησε να αλλάξει ζωή. Ρώτησε τα παιδιά που βρίσκεται αυτός ο άνθρωπος, και τα παιδιά του απάντησαν ότι ο γέροντας είχε κοιμηθεί. Σαν το άκουσε αυτό, κάθισε στο πεζοδρόμιο και ξέσπασε σε λυγμούς.
Το μεγάλο θαύμα είχε γίνει. Το παιδί αναζήτησε πνευματικό και σήμερα πλέον ζει συνειδητή πνευματική ζωή. Το ζωντανό βλέμμα μιάς άψυχης αφίσας, που κάποια παιδιά έβαλαν σε μιά κολόνα, έστησε στα πόδια του έναν «παράλυτο» νεαρό και τον έβαλε στον δρόμο της σωτηρίας.
Αρχιμ. Β.Λ.
Αφήστε ένα σχόλιο