23 Δεκεμβρίου 2018 : ΚΥΡΙΑΚΗ ΠΡΟ ΤΗΣ ΧΡΙΣΤΟΥ ΓΕΝΝΗΣΕΩΣ
«ΜΕΘ’ ΗΜΩΝ Ο ΘΕΟΣ»
«Δόξα τη συγκαταβάσει σου»
Γενεαλογεΐται ό δίκαιος Ιωσήφ καί όχι ή θεοτόκος Μαρία, διότι «ούκ ην νόμος παρά Ίουδαίοΐς γενεαλογεΐσθαι γυναϊκας» (ίερός Χρυσόστομοϊ), άν καί -κατά τή μαρτυρία τοϋ ευαγγελιστή Λουκά- έπίσης «έξ οϊκου καί πατριάς Δαυίδ» καταγόταν ή Παρθένος. Ό Χρυσορρήμων θεωρεί αναγκαίο νά αναφέρει καί μιά άλλη «μυστικωτέραν αίτίαν», γιά τήν οποία γενεαλογεΐται ό Ιωσήφ, έστω κι άν αύτός δέν συντελεί «ουδέν πρός γέννησιν»: «Οπως ό Χριστός έξ άρχής συνεσκίασε τήν ισότητα του πρός τόν Πατέρα όνομάζοντας τόν Εαυτό του «υιόν άνθρωπου», έτσι καί ό Ιωσήφ παρουσιάζεται ώς «άνήρ» τής Μαρίας, ώστε ή Παναγία νά απαλλαγεί «πάσης ύποψίας πονηράς» καί νά μήν κινδυνεύσει νά λιθοβοληθεί. Διότι, άν μετά άπό τόσα θαύματα συνέχιζαν νά ονομάζουν τόν Χριστό «υϊό τοϋ Ιωσήφ», πώς, πρίν άπό αυτά, θά μπορούσαν νά πιστέψουν ότι γεννήθηκε άπό Παρθένο; Μπορεί άραγε άνθρώπινος νοϋς νά συλλάβει τό μέγεθος τής φιλανθρωπίας καί τής ταπείνωσης τοϋ Υϊοΰ τοΰ θεού πού γιά μάς καιαδέχεται νά άντιμετωπίσει κίνδυνο άτιμωτικοϋ θανάτου, ένώ ακόμη έκυοφορεΐτο.
Ή αναφορά στούς προπάτορες τοϋ Χριστού μαρτυρεΐ με τόν πιό σαφή τρόπο, τό πόσο ταπεινά ό θεός εισήλθε στήν ανθρώπινη ιστορία προσλαμβάνοντας «ανθρώπινη σάρκα» άπό ένα λαό, κατά τό πλείστον «άπειθοϋντα καί άντιλέγοντα, οϊ ούκ έπορεύθησαν όδω αληθινή άλλ’ οπίσω τών άμαρτιών αύτών» (Ήσ. 65,2). Γι΄ αύτό, ένας κουραστικός κατάλογος όνομάτων άναδεικνύεται σε μιά τρανή απόδειξη τής άγάπης τοϋ θεού πρός τόν άνθρωπο.
Απαράδεκτες προφάσεις ή άφορμές αγώνων;
Ή συγκατάβαση αύτή τοϋ θεού γίνεται ακόμα πιό φανερή, άν προσέξουμε ότι μέσα σ΄αύτόν τόν κατάλογο περιλαμβάνονται προπάτορες τοΰ Χριστοϋ, πού γεννήθηκαν άπό άθέμιτες σχέσεις, όπως: (α) ό Φαρές, πού προήλθε άπό τή σχέση τοΰ Ιούδα μέ τή νύφη του, έστω κι άν έκεΐνος δέν τήν κατάλαβε γιατί είχε μεταμφιεσχεί σέ πόρνη (β) ό Βοόζ, πού γεννήθηκε άπό τήν πόρνη Ραχάβ καί (γ) ό Σολομώντας, πού γεννήθηκε άπό τή μοιχεία πού διέπραξε ό Δαβίδ μέ τή Βηρσαβεέ. «Τέτοιους συγγενεΐς καταδέχθηκε νά έχει ό Χριστός», λέει θαυμάζοντας ό αγιος Ίωάννης ό Χρυσόστομος. «Δέν ντράπηκε τά αϊσχη μας. Ήρθε όχι γιά νά τά αποφύγει, άλλα γιά νά τά καταργήσει».
Καί συμπληρώνει κάτι πολύ σημαντικό: «Μέ αύτό μάς δίδαξε όχι δέν πρέπει νά δικαιολογούμε τίς άμαρτίες μας επικαλούμενοι κακούς προγόνους, άλλα μόνο ένα νά ζητάμε, τήν άρετή. Όποιος άγωνίζεται γιά τήν άρετή, δέν πρόκειται καθόλου νά τόν βλάψει ότι έτυχε νά έχει άμαρτωλούς προπάτορες». «Αρα είναι τουλάχιστον φαιδρό, μερικές φορές μέχρι τά γεράματά μας νά επικαλούμαστε κληρονομικότητες καί παιδικά τραύματα γιά νά δικαιολογήσουμε τήν απροθυμία μας νά αγωνιστούμε γιά τήν απελευθέρωση μας άπό πάθη. Είναι τόσο μεγάλο τό δώρο τής προσωπικής έλευθερίας, δηλ. «ή γνώμη καί ό τής ψυχής τρόπος», ώστε -σέ συνεργασία μέ τήν παντοδύναμη Χάρη τοϋ θεού- μπορεί νά ανατρέψει καί νά θεραπεύσει καί τίς χειρότερες κληρονομημένες τάσεΐς, τίς πιό βαθιά ριζωμένες συνήθειες καί τά πιό μακροχρόνια πάθη. Μάλιστα ό άγιος θεοφύλακτος προσθέτει ότι τούς κακούς προπάτορες πρέπει νά τούς «αξιοποιούμε» όχι ώς αφορμή αίσχύνης, άλλα ώς αφορμή μεγαλύτερου αγώνα ώστε «διά τής οϊκείας άρετής λαμπρύνειν κάκείνους».
Οικειοποίηση θείων δωρεών
Ή τριμερής διαίρεση τής γενεαλογίας τοϋ Χριστού σέ περιόδους πού οι Ιουδαίοι -μετά τόν Ίησοΰ τοϋ Ναυή- ηγεμονεύονταν διαδοχικά άπό Κριτές, βασιλεΐς καί άρχιερεϊς, αίρει καί μιά άλλη, όχι σπάνια, δικαιολογία άβελτηρίας καί νωθρότητας: τό ότι γιά όλα φταίνε οι κυβερνώντες. Ό χρυσορρόας Ίωάννης άποστομώνει όσους έπικαλούνται τέτοιες δικαιολογίες έπισημαίνοντας: «Οΰτε τών πολιτειών μεταβληθεισών» έγιναν καλύτεροι οι Ιουδαίοι. Στά ίδια κακά έμειναν σε όλα τά πολιτεύματα. Αλλά καί όταν ήρθε ό άληθινός Κριτής, Βασιλεύς καί Ίερεύς, ό Χριστός, ό μόνος πού «ευαγγελίζεται, ού πολεμίων αισθητών, άλλα -τό ασύγκριτα μεγαλύτερο- αμαρτημάτων άπαλλαγήν», ακόμη καί τότε ό πλεΐστος όχλος «ούκ ήβουλήθη συνιέναι».
Ή απαλλαγή άπό τίς άμαρτίες, τό ύψιστο δώρο τοΰ Ένανθρωπήσαντος Χριστού, δεν χαρίζεται χωρίς τή δική μας επίμονη αίτηση καί ελεύθερη συνεργασία. Συνομολογώντας με τή σταθερή μετάνοια μας ότι «μεθ’ ημών ό θεός», άς αναζητούμε όχι δικαιολογίες άκηδίας, άλλα συνεχεΐς άφορμές δοξολογίας τοΰ Εμμανουήλ, τοΰ Υιού τού θεού καί τής Θεοτόκου.
Άρχιμ. Β. Λ.
Αφήστε ένα σχόλιο