Βουλευτής ΣΥΡΙΖΑ, Μαρία Θελερίτη : Αποσπάσματα από την τοποθέτησή της στην Επιτροπή για την Συνταγματική Αναθεώρηση
Στην Ελλάδα, σε αντίθεση με ό,τι συμβαίνει στην υπόλοιπη Ευρώπη, η ορθόδοξη εκκλησία είναι ένας κρατικός θεσμός και ο χαρακτήρας της αυτός τυποποιείται στο άρθρο 3 του Συντάγματος που ορίζει ότι «επικρατούσα θρησκεία στην Ελλάδα είναι η θρησκεία της Ανατολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας του Χριστού».
Η πρόσδεση της εκκλησίας στο κράτος την έφερε κοντά στην πολιτική, την εκκοσμίκευσε, ενώ παράλληλα η ελληνική πολιτεία διαθέτει χαρακτηριστικά κράτους θρησκευόμενου, με επίσημο δόγμα, που με δυσκολία εξασφαλίζει το σεβασμό των δικαιωμάτων ορισμένων κοινωνικών ομάδων, ενώ παλεύει ακόμη για να διαμορφώσει αυτόνομα τις πολιτικές του, τη φυσιογνωμία του, ακόμη και τους όρους συγκρότησης της πολιτικής του κοινότητας.
Τούτο επειδή η εκκλησία της Ελλάδας, στηριγμένη στο άρθρο 3 του Συντάγματος υποστηρίζει ότι η χώρα διαθέτει επίσημη, κρατική θρησκεία και γι’ αυτό το λόγο αυτή ως θεσμικός εκφραστής της οφείλει να συμπράττει στην άσκηση πλήθους κρατικών αρμοδιοτήτων.
Πρόκειται για μια έωλη ερμηνεία, που όχι μόνον προσδίδει αυθαίρετα νόημα στην προαναφερόμενη συνταγματική διάταξη, αλλά την αποκόπτει από τις συνταγματικούς κανόνες που εγγυώνται την προστασία της θρησκευτικής ελευθερίας και εξασφαλίζουν την ίση προστασία όλων των θρησκευτικών κοινοτήτων.
Η πρόταση του ΣΥΡΙΖΑ για τις σχέσεις Κράτους-Εκκλησίας περιλαμβάνει τρία σκέλη.
Πρώτον την ρητή κατοχύρωση της θρησκευτικής ουδετερότητας του κράτους, δεύτερον την προσθήκη μιας ερμηνευτικής δήλωσης στο άρθρο 3, που θα αποκλείει την ερμηνευτική αξιοποίηση του άρθρου αυτού για τον περιορισμό ατομικών δικαιωμάτων και τρίτον τον θρησκευτικό αποχρωματισμό του όρκου του Προέδρου της Δημοκρατίας και των Βουλευτών.
Με την πρότασή μας το άρθρο 3 συμπτύσσεται σε μία παράγραφο. Προτάσσεται η διακήρυξη ότι, η Ελληνική Πολιτεία είναι θρησκευτικά ουδέτερη και ακολουθεί η αναγνώριση της Ορθόδοξης Εκκλησίας ως επικρατούσας θρησκείας, για την οποία διευκρινίζεται περιγραφικά, για ιστορικούς λόγους, ότι είναι δογματικά ενωμένη με το Οικουμενικό Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως και τις άλλες ορθόδοξες εκκλησίες, τηρεί τους αποστολικούς και συνοδικούς κανόνες και την εκκλησιαστική παράδοση, είναι αυτοκέφαλη και διοικείται σύμφωνα με τον Καταστατικό Χάρτη της, τον Πατριαρχικό Τόμο του 1850 και τη Συνοδική Πράξη του 1928.
Διευκρινίζεται επίσης ότι, δεν θίγεται το εκκλησιαστικό καθεστώς της Κρήτης και των Δωδεκανήσων.
Κατά τα λοιπά, από τη διάταξη απαλείφονται οι θεολογικού χαρακτήρα αναφορές, όπως και η αναφορά στα όργανα διοίκησης της Εκκλησίας, ως ασύμβατες με την καθιέρωση της θρησκευτικής ουδετερότητας, και καταργείται η σημερινή παράγραφος 3, σχετικά με το κείμενο της Αγίας Γραφής.
Το άρθρο συμπληρώνεται από ερμηνευτική δήλωση, με την οποία διευκρινίζεται ότι, ο όρος «επικρατούσα θρησκεία» δεν αποτελεί αναγνώριση επίσημης κρατικής θρησκείας και, κυρίως, δεν συνεπάγεται δυσμενείς συνέπειες σε βάρος άλλων θρησκευμάτων και γενικότερα στην απόλαυση του δικαιώματος της θρησκευτικής ελευθερίας.
«Από τα πρώτα Συντάγματα (1822-1823) της περιόδου της Εθνικής Επανάστασης του 1821 η Ορθόδοξη Εκκλησία χαρακτηρίζεται «επικρατούσα» στην Ελλάδα («θρησκεία της Επικρατείας» κατά το Σύνταγμα του 1827, της Τροιζήνας) και στη συνέχεια η διατύπωση αυτή επαναλαμβάνεται σε όλα τα ισχύσαντα ως σήμερα Συντάγματα. Αν και ο όρος «επικρατούσα» δεν είναι σαφής, γεγονός πάντως είναι ότι υποδηλώνει την ύπαρξη σχέσεων αλληλεξάρτησης μεταξύ Κράτους και Εκκλησίας, καθώς και τη δυνατότητα αμοιβαίων εκατέρωθεν επεμβάσεων στη λειτουργία τους. Ηταν ιστορικά και ιδεολογικά εύλογη η σύνδεση αυτή στον βαθμό που αναγνωρίζουμε τον θετικό ρόλο της Εκκλησίας για τη διατήρηση της εθνικής συνείδησης και της γλώσσας κατά την Τουρκοκρατία.
Τα μόνα ελληνικά Συντάγματα που δεν είχαν ως επικεφαλίδα την εν λόγω επίκληση ήταν τα δύο Συντάγματα της Β’ Ελληνικής Δημοκρατίας, του 1925 και του 1927. Και κάτι ακόμη περισσότερο αξιοσημείωτο: η επίκληση της Αγίας Τριάδας δεν υπήρχε στο «Κυβερνητικό Σχέδιο Συντάγματος» που υπέβαλε η κυβέρνηση Κωνσταντίνου Καραμανλή στην Ε’ Αναθεωρητική Βουλή του 1975.
Αφήστε ένα σχόλιο