Header Ads

ΕΝΑ ΕΛΛΗΝΟΠΟΥΛΟ ΣΤΗΝ ΤΟΥΡΚΟΚΡΑΤΙΑ φ.1719

 

Η ζωή του ραγιά χωρίς ελευθερία
 Ένα ελληνόπουλο στην Τουρκοκρατία …

  


Το κείμενο που ακολουθεί αποτελεί αυθεντική μαρτυρία νια τα βάσανα που απέμεναν οι ραγιάδες ( ενήλικες και παιδιά) στην τουρκοκρατία. Έίναι απόσπασμα από τα Απομνημονεύματα του Αθηναίου Πανταζή Σκουζέ, που περιγράφει τη ζωή του στην Αθήνα του 1799. Την εποχή αυτή διοικούσε την περιοχή ένας τυραννικός Τούρκος, ο Χατζή Αλής που καταπίεζε τους Έλληνες με αβάσταχτη φορολογία και τρομοκρατία.Διηγείται,λοιπόν, οΣκουζές: 

Η σερμαγιά ( τα χρήματα) του πατέρα μου είχε τελειώσει. Το εισόδημα του λαδιού μας το πήρε ο Χατζή Αλής . Ό πατέρας μου πούλησε τα κτήματα του , επειδή όμως δεν είχε να πληρώσει το φόρο τυραννίας τον εφιλάκισαν. Βγήκε αυτός από τη φυλακή, για να οικονομήσει τα χρήματα και έβαλε εμένα στη θέση του ως αμανετί (εγγύηση). Έγώ του έμεινα στη φυλακή ολόκληρη εβδομάδα. Ό πατέρας μου ερχόταν κάθε αυγή και μου έφερνε λίγο ψωμί και ελιές. Έγώ του έλεγα: -Πατέρα πότε θα με βγάλεις από τη φυλακή; Αυτός μου έλεγε: Παιδίμου, δεν ημπορώ να οικονομήσω τα χρήματα. Τι να κάμω;

Έγώ τότες μόλις ένδεκα χρονών. Τελικά πούλησε ο πατέρας κάτι ελαιόδεντρα της συχωρεμένης της μητέρας μου στη Χρυσαγιώτισσα προς τρία γρόσια το ένα , πλήρωσε το δόσιμο (φόρο) και μ’ έβγαλε. Έως τότε με έστελνε στο Έλληνικόν Σχολείον, στο δάσκαλο Σαμουήλ Κουβελάνο . και είχα προχωρήσει έως την λεγόμενη Χρηστοήθεια . Αλλά , εξαιτίας της δυστυχίας , μ’ έβγαλε από το σχολείο και μ* έβαλε σε δουλειά , για να παίρνει κατιτίς να πληρώνει το χαράτζι μου.

Με συμφώνησε σε τρείς συντρόφους (συνεταίρους) για πέντε γρόσια τον χρόνο.

Ηταν ο Ανδρέας Πεφάνης , ο Ιωάννης Ζωγράφος, και ο Σπύρος Λυμπέριος Παναγιωτάκης , αδελφός της μητέρας μου.

Ως το μεσημέρι υπηρετούσα τις μαΐστρες μου: κουβαλούσα το νερό από τη βρύση, σκούπιζα , έκανα διάφορες δουλειές. Μόλις γύριζα στο εργαστήριο μ’ έβαζαν να πλέκω γαϊτάνια , σιρίτια, και λοιπά. Με την αράδα μ’έστελναν να μαζεύω ελιές από τα ελαιόδεντρα και κάθε Κυριακή, μόλις τελείωνε το παζάρι, έπαιρνα μαντήλια κι άλλα τέτοια από το εργαστήριο και γύριζα και τα πουλούσα στις γειτονιές.

Και με έτρεφε ο πατέρας μου. Μόλις καμιά φορά με φίλευαν οι μαΐστρες μου ολίγα τζίτζιφα ή ξυλοκέρατα (χαρούπια). Το βράδυ γύριζα στο πατρικό μου για φαγητό. Το πρωί έπαιρνα το καλάθι μου με το ψωμί μου. Τ αφεντικά μου δεν μου έδιναν τίποτε, μόνο τα πέντε γρόσια τον χρόνο και όσα παπούτσια καταλούσα (έλιωνα) και. ξύλο όταν αυθαδίαζα ή όταν δεν έκαμνα το χρέος μου, φορές μ’έβαζαν στον φάλαγγα... 
Πηγή: Πυρσούς Μάρτιος- Απρίλιος

Έλένη Κ. Αρμπή

Δεν υπάρχουν σχόλια