Ελληνική Επανάσταση του 1821! φ.1731
ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΗ ΚΑΙ ΣΩΜΑΤΕΙΑΚΗ ΕΠΙΦΥΛΛΙΔΑ |
Ελληνική Επανάσταση του 1821!
Γράφει - Επιμελείται Εύη Κοκκίνου - Κελλάρη* |
Ο Μακρυγιάννης πολεμά
και δημιουργεί Ιστορία, Μουσική, Τέχνη!
Ο Ιωάννης Τριανταφύλλου , γνωστός ως Ιωάννης Μακρυγιάννης (Κροκύλειο Φωκίδας, 1797 - Αθήνα, 27 Απριλίου 1864), είναι γνωστός ως οπλαρχηγός της Ελληνικής Επανάστασης, στρατιωτικός, συγγραφέας και πολιτικός, από τα απομνημονεύματα του οποίου μαθαίνουμε πολλά για τον αγώνα. Ανατρέχοντας στις πηγές μαθαίνει κανείς πολλά για τον άνθρωπο, ο οποίος, φοβούμενος ότι οι αγράμματοι τότε Έλληνες δεν θα μπορέσουν να διαβάσουν τα κείμενά του, βρήκε κι άλλους τρόπους για να απαθανατίσει τους αγώνες και τις θυσίες των Ελλήνων: την Μουσική και τις Εικαστικές τέχνες!
Μετά από λίγες ώρες έφτασε στο νησί της Σαλαμίνας. Με χαρές τον υποδέχτηκε ο Νικηταράς ή Τουρκοφάγος, όπως είχαν αρχίσει να τον φωνάζουν οι συμπολεμιστές του μετά την τελευταία μάχη. Αφού κατευθύνθηκαν σε ένα κρησφύγετο απομονωμένο, οι δυο άντρες άρχισαν να συζητάνε για την επόμενη κίνηση των Ελλήνων αγωνιστών. Μέσα στον έντονο διάλογο μπορούσε να διακρίνει κανείς στα μάτια των δυο ηρώων τον πόθο για τη σωτηρία, για την απελευθέρωση της αγαπημένης τους Ελλάδας.
Η συζήτηση τελείωσε αισιόδοξα. Νέες μάχες τους περίμεναν. Αποφασίστηκε ο Μακρυγιάννης να γυρίσει στη Ρούμελη. Όμως η νύχτα είχε πέσει από ώρα. Με το ξημέρωμα θα ξεκινούσε. Και τότε ο στρατηγός μέσα στο κρησφύγετο άκουσε μια μελωδία. Ένα κλεφτόπουλο που βρισκόταν εκεί, έπαιζε με μεγάλη δεξιοτεχνία ένα έγχορδο μουσικό όργανο, τον ταμπουρά. Το ήξερε αυτό το παραδοσιακό όργανο με το μακρύ χέρι ο Μακρυγιάννης. Μάλιστα κι ο ίδιος έπαιζε λίγο. Θυμήθηκε το τραγούδι: «Το πλάγι, πλάγι πήγαινε, τον ταμπουρά λαλούσε, εγώ ραγιάς δεν γίνομαι, Τούρκους δεν προσκυνάω.». Όμως δεν ήταν ώρα για τραγούδια. Σε λίγο θα ξημέρωνε. Ο στρατηγός αποχαιρέτισε τον Νικηταρά και, με την υπόσχεση να ξανανταμώσουνε, κίνησε για τη Ρούμελη.
Τέσσερα χρόνια πέρασαν. Μάχες πολλές δόθηκαν. Όμως οι Έλληνες δεν το έβαζαν κάτω. Ούτε τώρα που οι Τούρκοι πολιορκούσαν την Αθήνα, εκείνο τον Σεπτέμβριο του 1826. Ο Μακρυγιάννης, ο Γκούρας και οι άλλοι οπλαρχηγοί αντιστέκονταν με σθένος. Η μέρα είχε περάσει και ο εχθρός δεν είχε καταφέρει να μπει στην πόλη. Έπεσε η νύχτα. Τότε ο Γκούρας είπε: «Παίξε μας Μακρυγιάννη με τον ταμπουρά σου, τραγούδησέ μας, έχουμε καιρό να τραγουδήσουμε» . Ο Μακρυγιάννης πήρε με προθυμία τον ταμπουρά του και άρχισε να χαϊδεύει με τα δάχτυλά του τις τρεις διπλές χορδές του οργάνου. Εκείνη ήταν η νύχτα που ο Μακρυγιάννης αυτοσχεδίασε και τραγούδησε το θρυλικό μοιρολόι:
«Ο ήλιος εβασίλεψε, Έλληνά μου, βασίλεψε και το φεγγάρι εχάθη κι ο καθαρός Αυγερινός που πάει κοντά την Πούλια, τα τέσσερα κουβέντιαζαν και κρυφοκουβεντιάζουν.
Γυρίζει ο ήλιος και τους λέει, γυρίζει και τους κρένει•
Εψές όπου βασίλεψα πίσου από μια ραχούλα, άκ’σα γυναίκεια κλάματα κι αντρών τα μοιρολόγια γι’ αυτά τα ’ρωικά κορμιά στον κάμπο ξαπλωμένα, και μέσ’ το αίμα το πολύ είν’ όλα βουτημένα. Για την πατρίδα πήγανε στον Άδη, τα καημένα.».
Σήμερα, ο ταμπουράς που φέρεται ότι ανήκει στον Μακρυγιάννη φυλάσσεται στο Εθνικό Ιστορικό Μουσείο. Την ιστορία για το παραπάνω μοιρολόι τη γνωρίζουμε από τα απομνημονεύματα του Ιωάννη Μακρυγιάννη. Ο ταμπουράς, αυτό το ελληνικό παραδοσιακό όργανο, συντρόφευε πολλούς Έλληνες αγωνιστές της επανάστασης του 1821, σύμφωνα με μαρτυρίες. Οι μελωδίες του τους έδιναν κουράγιο και δύναμη.
Από το γεγονός αυτό εμπνεύστηκαν και σύγχρονοι συνθέτες και στιχουργοί, όπως το «Τσάμικο» σε μουσική του Μάνου Χατζιδάκι και στίχους του Νίκου Γκάτσου. Το τραγούδι περιλαμβάνει τον εξής χαρακτηριστικό στίχο: «Δες πώς χορεύει ο Νικηταράς κι αηδόνι γίνεται ο ταμπουράς.» (Πηγή: Σαββόπουλος, Α. https://www.pemptousia.gr/2020/03/i-mousiki-sintrofia-ton-agoniston-tou-1821/).
Δεν είναι, όμως, μόνον τα απομνημονεύματα και οι στίχοι που άφησε στους Έλληνες ο Μακρυγιάννης. Προκάλεσε τη δημιουργία 25 πινάκων ζωγραφικής, που απεικόνιζαν μεγάλες στιγμές της ελληνικής επανάστασης, δίνοντας παραγγελία στον Παναγιώτη Ζωγράφο, αγωνιστή επίσης του 1821 και ζωγράφο .
Ας δούμε το ιστορικό, όπως το καταγράφει ο άλλος μεγάλος Έλληνας, Γιώργος Σεφέρης στο «Ένας Έλληνας-ο Μακρυγιάννης», Δοκιμές, τ. Α΄ (1936-1947), Ίκαρος, Αθήνα 1984, σ. 237-240]:
«Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένας φτωχός φουστανελάς που είχε τη μανία να ζωγραφίζει. Τον έλεγαν Θεόφιλο. Τα πινέλα του τα κουβαλούσε στο σελάχι του, εκεί που οι πρόγονοί του βάζαν τις πιστόλες και τα μαχαίρια τους. Τριγύριζε στα χωριά της Μυτιλήνης, τριγύριζε στα χωριά του Πηλίου και ζωγράφιζε. Ζωγράφιζε ό,τι του παράγγελναν, για να βγάλει το ψωμί του. Υπάρχουν στον Άνω Βόλο κάμαρες ολόκληρες ζωγραφισμένες από το χέρι του Θεόφιλου, καφενέδες στη Λέσβο, μπακάλικα και μαγαζιά σε διάφορα μέρη που δείχνουν το πέρασμά του — αν σώζουνται ακόμη. Ο κόσμος τον περιγελούσε. Του έκαναν μάλιστα και αστεία τόσο χοντρά, που κάποτε τον έριξαν κάτω από μιαν ανεμόσκαλα και του 'σπασαν ένα δυο κόκαλα. Ο Θεόφιλος, ωστόσο, δεν έπαυε να ζωγραφίζει σε ό,τι έβρισκε . Είδα πίνακές του φτιαγμένους πάνω σε κάμποτο, πάνω σε πρόστυχο χαρτόνι. Τους θαύμαζαν κάτι νέοι που τους έλεγαν ανισόρροπους oι ακαδημαϊκοί. Έτσι κυλούσε η ζωή του και πέθανε ο Θεόφιλος, δεν είναι πολλά χρόνια, και μια μέρα ήρθε ένας ταξιδιώτης από τα Παρίσια. Είδε αυτή τη ζωγραφική, μάζεψε καμιά πενηνταριά κομμάτια, τα τύλιξε και πήγε να τα δείξει στους φωτισμένους κριτικούς που κάθονται κοντά στο Σηκουάνα. Και οι φωτισμένοι κριτικοί βγήκαν κι έγραψαν πως ο Θεόφιλος ήταν σπουδαίος ζωγράφος. Και μείναμε με ανοιχτό το στόμα στην Αθήνα. Το επιμύθιο αυτής της ιστορίας είναι ότι λαϊκή παιδεία δε σημαίνει μόνο να διδάξουμε το λαό αλλά και να διδαχτούμε από το λαό.
Θυμούμαι πάντα το Θεόφιλο όταν συλλογίζομαι τον Μακρυγιάννη . Σας έλεγα πως ο Μακρυγιάννης είναι από τις πιο μορφωμένες ψυχές του νέου ελληνισμού, το ίδιο πιστεύω και για το Θεόφιλο, αν η λέξη μόρφωση σημαίνει πνευματική μορφή . Κι αυτή η μόρφωσή τους είναι εξαιρετικά έντονη και δραστήρια. Είναι καταπληκτική η έμφυτη ανάγκη που έχουν να εκφραστούν. Εκμηδενίζει όλες τις δυσκολίες. Θυμάται κανείς κάτι πεισματάρικα φυτά, που όταν πιάσει η ρίζα τους, προχωρούν γκρεμίζοντας φράχτες, σπάζοντας ταφόπετρες. Ο Μακρυγιάννης δημιουργεί έκφραση σε κάθε του ώρα. Και με πετραδάκια της θάλασσας (Β΄ 351) ακόμη κάθεται και γράφει την ιδέα του στο χώμα του περιβολιού του, και συμπληρώνει τη σκέψη της μέρας με τα όνειρα που βλέπει στον ύπνο του.
Κάποτε κάνει ένα ταξίδι στην Ακαρνανία. Ξαναβλέπει και «σημαδεύει» τις θέσεις όπου έγιναν μάχες της επανάστασης. Γυρίζοντας στην Αθήνα αποφασίζει να φτιάξει τις ζωγραφιές των πολέμων του αγώνα.
«Πήρα ένα ζωγράφο Φράγκο» σημειώνει «και τον είχα να μου φκιάσει σε εικονογραφίες αυτούς τους πολέμους. Δε γνώριζα τη γλώσσα του. Έφκιασε δυο τρεις, δεν ήταν καλές• τον πλέρωσα κι έφυγε. Αφού έδιωξα αυτόν το ζωγράφο, έστειλα κι έφεραν από τη Σπάρτη έναν αγωνιστή, Παναγιώτη Ζωγράφο τον έλεγαν ... ήφερε και δυο του παιδιά• και τους είχα στο σπίτι μου όταν εργάζονταν. Κι αυτό άρχισε από τα 1836 και τέλειωσε τα 1839 . Έπαιρνα το ζωγράφο και βγαίναμε στους λόφους και τόλεγα: "Έτσι είναι εκείνη η θέση, έτσι εκείνη• αυτός ο πόλεμος έτσι έγινε• αρχηγός ήταν των Ελλήνων εκείνος, των Τούρκων εκείνος..."» (Β΄ 349).
Μ' αυτό τον τρόπο τέλειωσαν οι είκοσι πέντε πίνακες, που θα είχανε χαθεί τελειωτικά, αν δεν τους ξανάβρισκε κατά σύμπτωση ο Ιωάννης Γεννάδιος . Οι εικόνες αυτές, που έγιναν με το χέρι του Παναγιώτη Ζωγράφου, και με το «στοχασμό» του Μακρυγιάννη, είναι από τα πιο πολύτιμα κι από τα πιο ζωντανά μνημεία που έχομε της λαϊκής μας ζωγραφικής — θέλω να πω από τα μνημεία εκείνα που ξεσκεπάζουν ξαφνικά εκθαμβωτικές περιοχές της ψυχής του λαού μας.
Οι ζωγραφιές αυτές που παρασταίνουν μ' εξαιρετική ακρίβεια τις μάχες που θέλουν ν' αποδώσουν —πολλές φορές σαν ένα στρατιωτικό ντοκουμέντο— είναι συνάμα μια χαρά των ματιών . Είδα άνθρωπο να δακρύζει την πρώτη φορά που τις αντίκρυσε. Κάποτε σου θυμίζουν λαϊκά κεντήματα, όπως λ.χ. η έξοχη πολιορκία του κάστρου της Αθήνας• κάποτε σε ξαναφέρνουν σε περιβόλια που έμειναν χλωρά από την ώρα που τα πρωτοείδε ο τεχνίτης• κάποτε σε κάνουν ν' ανασαίνεις την ατμόσφαιρα μαγείας και φόβου του παραμυθιού των παιδικών χρόνων• είναι μια πρωτάκουστη και συνάμα μια πολύ παλιά ραψωδία».
Να πώς η Τέχνη απεικονίζει την Ιστορία θυμίζοντας, εκπαιδεύοντας, μορφώνοντας και συγκινώντας! Αρκεί να υπάρχουν σκεπτόμενοι Άνθρωποι με ήθος, πάθος και αγάπη για ό,τι κάνουν!
*Η Εύη Κοκκίνου – Κελλάρη είναι Δικηγόρος
Διαπιστευμένη Διαμεσολαβήτρια
Υπεύθυνη Προστασίας Προσωπικών Δεδομένων (DPO)
Δ/νση Γραφείου: Απ. Παύλου 40 – Κόρινθος
Τηλ. 2741084568 & 6944964225
Αφήστε ένα σχόλιο