Η ΦΙΛΟΠΑΤΡΙΑ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΔΙΑ ΜΕΣΟΥ ΤΩΝ ΑΙΩΝΩΝ φ.1745
ΕΘΝΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ
ΜΕΡΟΣ Α΄ Η φιλοπατρία των Ελλήνων, δηλαδή η αγάπη με την οποία περιβάλλουν την Πατρίδα τους, είναι γνήσιο, αιώνιο και σταθερό χαρακτηριστικό γνώρισμα, που αναγνωρίζεται παγκοσμίως, διότι κατά τον κορυφαίο Αθηναίο φιλόσοφοΠλάτωνα (427–347 π.Χ.) «πατρός τε καί μητρός καίτῶν ἄλλων προγόνων τιμιώτερον ἐστίν ἡ Πατρίς καί σεμνότερον καί ἁγιώτερον καί ἐν μεῖζονι μοίρα καί παρά θεοῖς καί παρ’ ἀνθρώποις τοῖς νοῦν ἔχουσιν».
Και εδικαιούτο ο Πλάτων να ψάλλει τον υπέροχο αυτόν ύμνον, διά του Σωκράτους (470–399 π.Χ.) στον διάλογό του «Κρίτων», διότι η αγάπη προς την πατρίδα θεωρείται ισχυροτέρα της στοργής που νοιώθουμε για τους γονείς μας, υπό την προϋπόθεση, βέβαια, να έχουμε «νουν», δηλαδή να είμεθα λογικοί και σώφρονες άνθρωποι.
Πατρίς, εξάλλου, είναι η γη των προγόνων και των πατέρων μας, ο τόπος της γεννήσεώς μας και καταγωγής μας, αναφέρεται δε στο τρίπτυχο των αξιών «ΠΑΤΡΙΣ – ΘΡΗΣΚΕΙΑ – ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ» που συγκροτούν και στηρίζουν μία κοινωνία.
Η αγάπη αυτή προς την πατρίδα συνέδεε πάντοτε τους Έλληνες, ώστε να αντιμετωπίζουν ενωμένοι τον εχθρό και να αποκρούουν τις εναντίον τους επιθέσεις. Αλλά και οσάκις υπέκυπταν αναγκαστικώς, αντιμετωπίζοντες υπερτέρας δυνάμεις, παρέμεναν πάντοτε αδούλωτοι και ελεύθεροι στην ψυχή, διότι είχαν μέσα τους άσβεστη τη φλόγα και την αγάπη προς της πατρίδα και την ελευθερία. Αυτή η αγάπη έγινε από αρχαιοτάτων χρόνων βίωμα παντός Έλληνος, διότι κατά τον εκ Χαιρωνείας ιστορικόν και βιογράφον Πλούταρχον (50–120 μ.Χ.) «φιλούμε τέκνα, αλλά την ημετέραν πατρίδα μάλλον φιλούμεν!», αλλά και διότι «η αγάπη προς την πατρίδα είναι ισχυροτέρα της λογικής», κατά τον Λατίνο ποιητή Οβίδιον (43 π.Χ.– 17 μ.Χ.).
Το πάθος αυτό προς τη γενέτειρα χώρα, την οποία θαυμάζουμε και εξυμνούμε, ανατρέπει και εξουδετερώνει, ακόμη και τη θλίψη που μας δημιουργείται, όταν αυτή μας αδικεί και μας στενοχωρεί.
Προς επίρρωση των ανωτέρω διαπιστώσεων, αναφέρουμε ορισμένα αξιοσημείωτα ιστορικά παραδείγματα, τα οποία προσδίδουν ιδιαιτέραν σημασία στην προς την πατρίδα αγάπη, παραμείναντα αθάνατα στις ψυχές των Ελλήνων, καθόσον αποτελούν ορόσημα όχι μόνον δια την ελληνική, αλλά και δια την παγκόσμια ιστορία.
Και κατά πρώτον ανατρέχομεν στην Ιλιάδα του θείου Ομήρου (8ος π.Χ. αιών), όπου θέλων ο ποιητής να επισημάνει την αγάπη προς την πατρίδα, αναφέρει τη στιχομυθία του ήρωος και μάντιδος Πολυδάμαντος με τον Έκτορα, όταν ο πρώτος τον συμβούλευε να αποφύγει την μάχη, διότι οι οιωνοί δεν ήταν ευνοϊκοί.Θίγεται όμως η φιλοτιμία και η φιλοπατρία του Έκτορος, ο οποίος επιπλήττει τον μάντιν, περιφρονών τον χρησμόν και ενθαρρύνει τους πτοηθέντες Τρώες να πολεμήσουν με την αθάνατη φράση «εἷς οἱωνός ἄριστος ἀμύνεσθαι περί πάτρης!». Η φράση αυτή κοσμεί την μετώπη του κεντρικού κτηρίου της Στρατιωτικής Σχολής Ευελπίδων από της ιδρύσεώς της (1828) και αποτελεί τον τηλαυγή φάρον διά την εκπλήρωση του καθήκοντος των αποφοίτων αξιωματικών μας προς την φιλτάτη πατρίδα.
Την ίδια γνώμη του Έκτορος διεκήρυξε και ο μέγας στρατηγός των Θηβαίων Επαμεινώνδας (420–366 π.Χ.) την προτεραία της μάχης των Λεύκτρων (371 π.Χ.), όταν οι οιωνοσκόποι του επεσήμαναν, ότι οι οιωνοί δεν ήσαν ευνοϊκοί διά τον Θηβαϊκό στρατό. Τότε ο δημιουργός της λοξής φάλαγγος εξήλθε της Καδμείας πόλεως μετά του Ιερού Λόχου του και κατετρόπωσε το θεωρούμενον αήττητον στράτευμα των Σπαρτιατών.
Από το δεύτερο έπος του Ομήρου, την Οδύσσεια, βλέπουμε τον περιπλανώμενον Οδυσσέα να εγκαταλείπει την νήσον της Καλυψούς, η οποία προσπάθησε με την ωραιότητα και τα θέλγητρά της να τον κρατήσει δίπλα της και να συνεχίζει αναζητών το πάτριον έδαφος, την Ιθάκη, παρά τους κινδύνους που αντιμετώπιζε, λόγω της οργής του Ποσειδώνοςεναντίον του. Ήταν ευχαριστημένος να ατενίσει εκ του μακρόθεν την γενέθλια γη «Ἱέμενος καί καπνόν ἀποθρώσκοντα νοῆσαι, ἧς γαίης θανέειν ἱμείρεται», δηλαδή επιδιώκων να ίδει και καπνόν ανυψούμενον από την γη, στην οποία επιποθούσε να αποθάνει (ἱμείρω = επιποθώ, επιδιώκω).
Αλλά και οι μεγάλοι τραγικοί ποιητές της αρχαιότητος εκφράζουν την ίδια γνώμη περί πατρίδος. Ο Αισχύλος (525–456 π.Χ.) με τον γνωστό του παιάνα «ἴτε παῖδες Ἑλλήνων, ἐλευθεροῦτε Πατρίδα, ἐλευθεροῦτε δέ παῖδας, γυναίκας, θεῶν τε πατρώων ἔδη … νῦν ὑπέρ πάντων ὁ ἀγών» συνθέτει μέγιστον ύμνον προς την πατρίδα και την ελευθερία. Ο Σοφοκλής (494–406 π.Χ.) εξάλλου στην «Αντιγόνη» τονίζει, ότι είναι άξιος περιφρονήσεως, όποιος θέτει ο,τιδήποτε άλλο υπεράνω της πατρίδος.
Ο Ευριπίδης (480–406 π.Χ.) στην τραγωδία «Φόνισσαι» αποφαίνεται: «ἀναγκαίως ἔχει πατρίδα ἑρᾶν ἅπαντας» (δηλ. επιβάλλεται άπαντες να αγαπούν την πατρίδα τους).
Μήπως, όμως, ο όρκος των εφήβων Αθηναίων της αρχαιότητος δεν μαρτυρεί την φιλοπατρίαν των; «οὐ καταισχυνῶ ὅπλα τά ἱερά … τήν πατρίδα οὐκ ἐλάττω παραδώσω, πλείω δέ καί ἀρείω ὅσην ἄν παραδέξωμαι!». Είναι σχεδόν ο ίδιος ο σημερινός στρατιωτικός όρκος: «ορκίζομαι να φυλάττω πίστιν εις την πατρίδα … και να υπερασπίζομαι τας σημαίας μέχρι τας τελευταίας ρανίδος του αίματός μου …».
(συνεχίζεται)
Η Φιλοπατρία των Ελλήνων δια μέσου των Αιώνων
του Χρίστου Φαραντάτου*
|
ΜΕΡΟΣ Α΄ Η φιλοπατρία των Ελλήνων, δηλαδή η αγάπη με την οποία περιβάλλουν την Πατρίδα τους, είναι γνήσιο, αιώνιο και σταθερό χαρακτηριστικό γνώρισμα, που αναγνωρίζεται παγκοσμίως, διότι κατά τον κορυφαίο Αθηναίο φιλόσοφοΠλάτωνα (427–347 π.Χ.) «πατρός τε καί μητρός καίτῶν ἄλλων προγόνων τιμιώτερον ἐστίν ἡ Πατρίς καί σεμνότερον καί ἁγιώτερον καί ἐν μεῖζονι μοίρα καί παρά θεοῖς καί παρ’ ἀνθρώποις τοῖς νοῦν ἔχουσιν».
Και εδικαιούτο ο Πλάτων να ψάλλει τον υπέροχο αυτόν ύμνον, διά του Σωκράτους (470–399 π.Χ.) στον διάλογό του «Κρίτων», διότι η αγάπη προς την πατρίδα θεωρείται ισχυροτέρα της στοργής που νοιώθουμε για τους γονείς μας, υπό την προϋπόθεση, βέβαια, να έχουμε «νουν», δηλαδή να είμεθα λογικοί και σώφρονες άνθρωποι.
Πατρίς, εξάλλου, είναι η γη των προγόνων και των πατέρων μας, ο τόπος της γεννήσεώς μας και καταγωγής μας, αναφέρεται δε στο τρίπτυχο των αξιών «ΠΑΤΡΙΣ – ΘΡΗΣΚΕΙΑ – ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ» που συγκροτούν και στηρίζουν μία κοινωνία.
Η αγάπη αυτή προς την πατρίδα συνέδεε πάντοτε τους Έλληνες, ώστε να αντιμετωπίζουν ενωμένοι τον εχθρό και να αποκρούουν τις εναντίον τους επιθέσεις. Αλλά και οσάκις υπέκυπταν αναγκαστικώς, αντιμετωπίζοντες υπερτέρας δυνάμεις, παρέμεναν πάντοτε αδούλωτοι και ελεύθεροι στην ψυχή, διότι είχαν μέσα τους άσβεστη τη φλόγα και την αγάπη προς της πατρίδα και την ελευθερία. Αυτή η αγάπη έγινε από αρχαιοτάτων χρόνων βίωμα παντός Έλληνος, διότι κατά τον εκ Χαιρωνείας ιστορικόν και βιογράφον Πλούταρχον (50–120 μ.Χ.) «φιλούμε τέκνα, αλλά την ημετέραν πατρίδα μάλλον φιλούμεν!», αλλά και διότι «η αγάπη προς την πατρίδα είναι ισχυροτέρα της λογικής», κατά τον Λατίνο ποιητή Οβίδιον (43 π.Χ.– 17 μ.Χ.).
Το πάθος αυτό προς τη γενέτειρα χώρα, την οποία θαυμάζουμε και εξυμνούμε, ανατρέπει και εξουδετερώνει, ακόμη και τη θλίψη που μας δημιουργείται, όταν αυτή μας αδικεί και μας στενοχωρεί.
Προς επίρρωση των ανωτέρω διαπιστώσεων, αναφέρουμε ορισμένα αξιοσημείωτα ιστορικά παραδείγματα, τα οποία προσδίδουν ιδιαιτέραν σημασία στην προς την πατρίδα αγάπη, παραμείναντα αθάνατα στις ψυχές των Ελλήνων, καθόσον αποτελούν ορόσημα όχι μόνον δια την ελληνική, αλλά και δια την παγκόσμια ιστορία.
Και κατά πρώτον ανατρέχομεν στην Ιλιάδα του θείου Ομήρου (8ος π.Χ. αιών), όπου θέλων ο ποιητής να επισημάνει την αγάπη προς την πατρίδα, αναφέρει τη στιχομυθία του ήρωος και μάντιδος Πολυδάμαντος με τον Έκτορα, όταν ο πρώτος τον συμβούλευε να αποφύγει την μάχη, διότι οι οιωνοί δεν ήταν ευνοϊκοί.Θίγεται όμως η φιλοτιμία και η φιλοπατρία του Έκτορος, ο οποίος επιπλήττει τον μάντιν, περιφρονών τον χρησμόν και ενθαρρύνει τους πτοηθέντες Τρώες να πολεμήσουν με την αθάνατη φράση «εἷς οἱωνός ἄριστος ἀμύνεσθαι περί πάτρης!». Η φράση αυτή κοσμεί την μετώπη του κεντρικού κτηρίου της Στρατιωτικής Σχολής Ευελπίδων από της ιδρύσεώς της (1828) και αποτελεί τον τηλαυγή φάρον διά την εκπλήρωση του καθήκοντος των αποφοίτων αξιωματικών μας προς την φιλτάτη πατρίδα.
Την ίδια γνώμη του Έκτορος διεκήρυξε και ο μέγας στρατηγός των Θηβαίων Επαμεινώνδας (420–366 π.Χ.) την προτεραία της μάχης των Λεύκτρων (371 π.Χ.), όταν οι οιωνοσκόποι του επεσήμαναν, ότι οι οιωνοί δεν ήσαν ευνοϊκοί διά τον Θηβαϊκό στρατό. Τότε ο δημιουργός της λοξής φάλαγγος εξήλθε της Καδμείας πόλεως μετά του Ιερού Λόχου του και κατετρόπωσε το θεωρούμενον αήττητον στράτευμα των Σπαρτιατών.
Από το δεύτερο έπος του Ομήρου, την Οδύσσεια, βλέπουμε τον περιπλανώμενον Οδυσσέα να εγκαταλείπει την νήσον της Καλυψούς, η οποία προσπάθησε με την ωραιότητα και τα θέλγητρά της να τον κρατήσει δίπλα της και να συνεχίζει αναζητών το πάτριον έδαφος, την Ιθάκη, παρά τους κινδύνους που αντιμετώπιζε, λόγω της οργής του Ποσειδώνοςεναντίον του. Ήταν ευχαριστημένος να ατενίσει εκ του μακρόθεν την γενέθλια γη «Ἱέμενος καί καπνόν ἀποθρώσκοντα νοῆσαι, ἧς γαίης θανέειν ἱμείρεται», δηλαδή επιδιώκων να ίδει και καπνόν ανυψούμενον από την γη, στην οποία επιποθούσε να αποθάνει (ἱμείρω = επιποθώ, επιδιώκω).
Αλλά και οι μεγάλοι τραγικοί ποιητές της αρχαιότητος εκφράζουν την ίδια γνώμη περί πατρίδος. Ο Αισχύλος (525–456 π.Χ.) με τον γνωστό του παιάνα «ἴτε παῖδες Ἑλλήνων, ἐλευθεροῦτε Πατρίδα, ἐλευθεροῦτε δέ παῖδας, γυναίκας, θεῶν τε πατρώων ἔδη … νῦν ὑπέρ πάντων ὁ ἀγών» συνθέτει μέγιστον ύμνον προς την πατρίδα και την ελευθερία. Ο Σοφοκλής (494–406 π.Χ.) εξάλλου στην «Αντιγόνη» τονίζει, ότι είναι άξιος περιφρονήσεως, όποιος θέτει ο,τιδήποτε άλλο υπεράνω της πατρίδος.
Ο Ευριπίδης (480–406 π.Χ.) στην τραγωδία «Φόνισσαι» αποφαίνεται: «ἀναγκαίως ἔχει πατρίδα ἑρᾶν ἅπαντας» (δηλ. επιβάλλεται άπαντες να αγαπούν την πατρίδα τους).
Μήπως, όμως, ο όρκος των εφήβων Αθηναίων της αρχαιότητος δεν μαρτυρεί την φιλοπατρίαν των; «οὐ καταισχυνῶ ὅπλα τά ἱερά … τήν πατρίδα οὐκ ἐλάττω παραδώσω, πλείω δέ καί ἀρείω ὅσην ἄν παραδέξωμαι!». Είναι σχεδόν ο ίδιος ο σημερινός στρατιωτικός όρκος: «ορκίζομαι να φυλάττω πίστιν εις την πατρίδα … και να υπερασπίζομαι τας σημαίας μέχρι τας τελευταίας ρανίδος του αίματός μου …».
(συνεχίζεται)
* Ο κ. Χρίστος Φαραντάτος, είναι Υποστράτηγος ε.α. διαμένων στην Αθήνα.
Αφήστε ένα σχόλιο