ΤΗΣ ΚΑΡΥΑΤΙΔOΣ O ΚΑΗΜΟΣ φ.1768
ΕΠΙΚΑΙΡΑ ΘΕΜΑΤΑ
Με αφορμή: 1ον το πρόσφατο αίτημα του Πρωθυπουργού της χώρας μας προς τον Βρετανό Πρωθυπουργό για επιστροφή των μαρμάρων του Παρθενώνα, θέμα που είχε θέσει λίγο πριν στην αρμόδια επιτροπή της UNESCO και 2ον την ομόφωνη απόφαση της Διακυβερνητικής Επιτροπής της UNESCO (decision 22 com 17) που είχε παρθεί τον φετινό Σεπτέμβρη κατά την 22η σύνοδό της και είναι αποκλειστικά στοχευμένη στην επιστροφή των Γλυπτών του Παρθενώνα από το Βρετανικό Μουσείο, θα παραθέσω ένα αδημοσίευτο κείμενό μου που γράφτηκε στις 14.11.2020 και εκφράζει τις προσωπικές μου ανησυχίες και δίνει κάποιες πληροφορίες σχετικά με το θέμα.
Ήταν ένα κλάμα βουβό κι αγωνιώδες, με αναφιλητά και τρέμουλο που σου σπάραζε την καρδιά. Κι όσο έκλαιγε, τόσο πιο όμορφη γινόταν μ’ απλωμένα τα χέρια προς το μέρος μας καλώντας σε βοήθεια. Οι πτυχές του φορέματός της φανέρωναν υψηλή τέχνη και προσεγμένη επιλογή, τα μαλλιά της πλεγμένα σ’ ένα υπέροχο άψογα μελετημένο χτένισμα, έκαναν το φωτεινό πρόσωπό της να φαίνεται πιο λαμπερό και την αγωνία της ν’ αποτυπώνεται ακόμα πιο έντονη στα διάφανα χαρακτηριστικά της.
Και καθώς η απόσταση μεταξύ μας μεγάλωνε σιγά – σιγά, μια απελπισμένη κραυγή βγαλμένη θαρρείς από τα σωθικά της εκλιπαρούσε: « πάρτε με μαζί σας, πηγαίνετέ με στις πέντε αδελφές μου, τι Έλληνες είστε εσείς και τόσοι άλλοι που ήρθαν εδώ και μ’ αφήνετε στη μοναξιά τούτου του τόπου;
Το ξέρετε πως μ’ έκλεψαν, με χώρισαν από τις αγαπημένες μου αδελφές και δεν συγκινείται κανείς, δεν υπάρχει πουθενά δικαιοσύνη, γιατί μ’ εγκαταλείψατε όλοι, γιατί; » Πετάχτηκα αλαφιασμένος και κάθιδρος από τον ολοζώντανο εφιάλτη, που έζησα στο δωμάτιο ξενοδοχείου του Λονδίνου. Ευτυχώς το δωμάτιο διέθετε καφετιέρα και κάθισα να πιώ ένα ζεστό καφέ και να βάλω σε τάξη τις σκέψεις μου. Κοίταξα το ρολόι κι ήταν 4.00π.μ αλλά θ’ αργούσε να ξημερώσει και δεν ήθελα να διακόψω τον ύπνο της γυναίκας μου που κοιμόταν βαθιά και του 14χρονου γιού μου στο μέσα δωμάτιο. Είχαμε όλοι κουραστεί από την πολύωρη περιπλάνηση στο Βρετανικό μουσείο κ.ά αξιοθέατα του Λονδίνου κι είχαμε πέσει εξουθενωμένοι για ύπνο από νωρίς.
Και τότε θυμήθηκα δύο ξεχωριστά γεγονότα και τα συνέδεσα με τον εφιάλτη μου, δύο γεγονότα που είχαν σημαδέψει τη μέρα μου και θα θυμόμουν για πάντα.
Το πρώτο είχε να κάνει με το σοκ που έπαθα αντικρίζοντας τα περίφημα γλυπτά του Παρθενώνα (γνωστά ως Ελγίνεια) να στολίζουν μια μεγάλη αίθουσα του μουσείου και να σου προκαλούν ανάμεικτα συναισθήματα θαυμασμού, ντροπής και θυμού ταυτόχρονα, σαν σκεφτόσουν την προέλευση, την διαδρομή τους και την τωρινή θέση τους.
Το δεύτερο συνέβη λίγο μετά την έξοδό μας, όταν ο μόλις 14 ετών γιός μου με ρώτησε με την ευθύτητα, την ειλικρίνεια και την αθωότητα ενός παιδιού: « δεν μπορώ να καταλάβω (μεταφέρω ακριβώς τα λόγια του), γιατί αυτό το μουσείο ονομάζεται Βρετανικό, όταν σχεδόν τίποτα δεν φιλοξενείται σ’ αυτό, που να είναι κομμάτι της ιστορίας και του πολιτισμού αυτής της χώρας ».
Είναι ένα ερώτημα που δεν θα ξεχάσω ποτέ, τόσο για τον αιφνιδιασμό που μου προκάλεσε, όσο και για την βιαστική και λίγο αιχμηρή απάντησή μου, μέσω της ερώτησης: «φαντάζεσαι ότι ένας διεθνής κλεπταποδόχος, που δεν νοιάζεται για την έκθεση σε δημόσια θέα και μάλιστα επί πληρωμή των κλεμμένων θησαυρών, θα δυσκολευόταν στην ονομασία του χώρου έκθεσης ονομάζοντάς το βρετανικό;» Εκείνος με κοίταξε, κούνησε το κεφάλι του επιδοκιμαστικά και μου είπε αποφασιστικά και θυμωμένα: « Ποτέ δεν θα ξαναπατήσω εδώ μέσα».
Επανέρχομαι τώρα στον εφιάλτη που με αναστάτωσε νυχτιάτικα, προκειμένου να τον συνδέσω με την επίσκεψη στο μουσείο. Είναι γεγονός ότι παρατηρώντας προσεκτικά τα υπέροχα εκθέματα στην αίθουσα των Ελληνικών γλυπτών το προηγούμενο πρωί, το μάτι μου είχε σταθεί ιδιαίτερα στην μοναχική Καρυάτιδα, που όντως ήταν στην άκρη της αίθουσας σχεδόν απομονωμένη αλλά πραγματικά ξεχωριστή, μια γυναικεία παρουσία που σε προκαλούσε με την ομορφιά της, το περίτεχνο χτένισμα και το πλέξιμο των μαλλιών της (απαραίτητο τόσο για την αισθητική της, όσο και για την χρησιμότητά του στην ενίσχυση στήριξης της κεφαλής), τις άψογες σαν φρεσκοσιδερωμένες πτυχές της ενδυμασίας της. Κι εκείνο το βλέμμα της, το γεμάτο θλίψη και προσμονή, θαρρείς και σου απηύθηνε (τουλάχιστον στα δικά μου μάτια) μια βουβή πρόσκληση και παράκληση ταυτόχρονα, λες και σού ‘λεγε «πάρτε με από δω, δεν αντέχω άλλο». Ίσως το γλυκό θλιμμένο βλέμμα της να μην μαρτυρούσε πολυετές ειδύλλιον με τον ηδυπαθή Διόνυσο, που δυό βήματα απέχει απ’ αυτήν αλλά νοσταλγίας στεναγμούς και δάκρυα για το Ερεχθείο που στερήθηκε , όπως σημειώνει στο τέλος του ποιήματός της ‘’ Το Βρετανικό μουσείο (Ελγίνου μάρμαρα)’’ η Κική Δημουλά.
Έτσι κάπως αποτυπώθηκε στα δικά μου μάτια η υπέροχη κόρη του βασιλιά των Καρυών, η κλεμμένη Καρυάτιδα του Ερεχθείου. Ίσως γιατί γνώριζα καλά την ιστορία της, (βλέπετε την πατρίδα τους έχω επισκεφθεί επανειλημμένα αφού εκεί είναι το πατρικό σπίτι ενός πρωτεξαδέλφου μου), κι έγινε αφορμή να ξαναζωντανέψει μπροστά μου μόλις την αντίκρισα. Έτσι εξηγείται ο νυχτερινός μου εφιάλτης που μού ‘δωσε αφορμή για τούτο το κείμενο, καθώς (στις μέρες του εγκλωβισμού λόγω Κορωνοϊού), ξεφύλλιζα το ημερολόγιό μου εκείνης της περιόδου, απ’ όπου άντλησα το θέμα και την ανάγκη να το εξιστορήσω.
Τέλος, στην αγωνία της Καρυάτιδας για γυρισμό, που τόσο εύγλωττα διεμήνυσε στον εφιάλτη μου και τόσο με βασανίζει από τότε, θα ήθελα να προσθέσω σαν στοιχεία παρηγορητικά τα λόγια δύο σημαντικών ανθρώπων, που είπαν:
‘’ Μπορώ να πω ξεκάθαρα ότι τα γλυπτά βρίσκονται σε λάθος χώρο. Έχουν ανάγκη το Αττικό φως του ήλιου να τα φωτίζει με φόντο τον γαλανό ουρανό. Ζητούν να επανενωθούν με το άλλο τους μισό στο Νέο Μουσείο της Ακρόπολης, όπου πάντοτε τα περιμένει μια θέση.
Ντέιμ Τζάνετ Σούζμαν (Πρόεδρος της Βρετανικής Επιτροπής για επανένωση των Γλυπτών του Παρθενώνα) ‘’ Mε το να ζητάς πίσω κάτι που έχει τεράστια σημασία, το οποίο σου αφαίρεσαν ενώ βρισκόσουν υπό κατοχή, ζητάς απλώς ν’ αποδοθεί δικαιοσύνη’’.
Αλέξι Κέι Κάμπελ ( Μέλος της Βρετανικής Επιτροπής για επανένωση των Γλυπτών του Παρθενώνα)
ΤΗΣ ΚΑΡΥΑΤΙΔOΣ O ΚΑΗΜΟΣ
Άρθρο του
Περικλή Καπνιστή* |
Με αφορμή: 1ον το πρόσφατο αίτημα του Πρωθυπουργού της χώρας μας προς τον Βρετανό Πρωθυπουργό για επιστροφή των μαρμάρων του Παρθενώνα, θέμα που είχε θέσει λίγο πριν στην αρμόδια επιτροπή της UNESCO και 2ον την ομόφωνη απόφαση της Διακυβερνητικής Επιτροπής της UNESCO (decision 22 com 17) που είχε παρθεί τον φετινό Σεπτέμβρη κατά την 22η σύνοδό της και είναι αποκλειστικά στοχευμένη στην επιστροφή των Γλυπτών του Παρθενώνα από το Βρετανικό Μουσείο, θα παραθέσω ένα αδημοσίευτο κείμενό μου που γράφτηκε στις 14.11.2020 και εκφράζει τις προσωπικές μου ανησυχίες και δίνει κάποιες πληροφορίες σχετικά με το θέμα.
Ήταν ένα κλάμα βουβό κι αγωνιώδες, με αναφιλητά και τρέμουλο που σου σπάραζε την καρδιά. Κι όσο έκλαιγε, τόσο πιο όμορφη γινόταν μ’ απλωμένα τα χέρια προς το μέρος μας καλώντας σε βοήθεια. Οι πτυχές του φορέματός της φανέρωναν υψηλή τέχνη και προσεγμένη επιλογή, τα μαλλιά της πλεγμένα σ’ ένα υπέροχο άψογα μελετημένο χτένισμα, έκαναν το φωτεινό πρόσωπό της να φαίνεται πιο λαμπερό και την αγωνία της ν’ αποτυπώνεται ακόμα πιο έντονη στα διάφανα χαρακτηριστικά της.
Και καθώς η απόσταση μεταξύ μας μεγάλωνε σιγά – σιγά, μια απελπισμένη κραυγή βγαλμένη θαρρείς από τα σωθικά της εκλιπαρούσε: « πάρτε με μαζί σας, πηγαίνετέ με στις πέντε αδελφές μου, τι Έλληνες είστε εσείς και τόσοι άλλοι που ήρθαν εδώ και μ’ αφήνετε στη μοναξιά τούτου του τόπου;
Το ξέρετε πως μ’ έκλεψαν, με χώρισαν από τις αγαπημένες μου αδελφές και δεν συγκινείται κανείς, δεν υπάρχει πουθενά δικαιοσύνη, γιατί μ’ εγκαταλείψατε όλοι, γιατί; » Πετάχτηκα αλαφιασμένος και κάθιδρος από τον ολοζώντανο εφιάλτη, που έζησα στο δωμάτιο ξενοδοχείου του Λονδίνου. Ευτυχώς το δωμάτιο διέθετε καφετιέρα και κάθισα να πιώ ένα ζεστό καφέ και να βάλω σε τάξη τις σκέψεις μου. Κοίταξα το ρολόι κι ήταν 4.00π.μ αλλά θ’ αργούσε να ξημερώσει και δεν ήθελα να διακόψω τον ύπνο της γυναίκας μου που κοιμόταν βαθιά και του 14χρονου γιού μου στο μέσα δωμάτιο. Είχαμε όλοι κουραστεί από την πολύωρη περιπλάνηση στο Βρετανικό μουσείο κ.ά αξιοθέατα του Λονδίνου κι είχαμε πέσει εξουθενωμένοι για ύπνο από νωρίς.
Και τότε θυμήθηκα δύο ξεχωριστά γεγονότα και τα συνέδεσα με τον εφιάλτη μου, δύο γεγονότα που είχαν σημαδέψει τη μέρα μου και θα θυμόμουν για πάντα.
Το πρώτο είχε να κάνει με το σοκ που έπαθα αντικρίζοντας τα περίφημα γλυπτά του Παρθενώνα (γνωστά ως Ελγίνεια) να στολίζουν μια μεγάλη αίθουσα του μουσείου και να σου προκαλούν ανάμεικτα συναισθήματα θαυμασμού, ντροπής και θυμού ταυτόχρονα, σαν σκεφτόσουν την προέλευση, την διαδρομή τους και την τωρινή θέση τους.
Το δεύτερο συνέβη λίγο μετά την έξοδό μας, όταν ο μόλις 14 ετών γιός μου με ρώτησε με την ευθύτητα, την ειλικρίνεια και την αθωότητα ενός παιδιού: « δεν μπορώ να καταλάβω (μεταφέρω ακριβώς τα λόγια του), γιατί αυτό το μουσείο ονομάζεται Βρετανικό, όταν σχεδόν τίποτα δεν φιλοξενείται σ’ αυτό, που να είναι κομμάτι της ιστορίας και του πολιτισμού αυτής της χώρας ».
Είναι ένα ερώτημα που δεν θα ξεχάσω ποτέ, τόσο για τον αιφνιδιασμό που μου προκάλεσε, όσο και για την βιαστική και λίγο αιχμηρή απάντησή μου, μέσω της ερώτησης: «φαντάζεσαι ότι ένας διεθνής κλεπταποδόχος, που δεν νοιάζεται για την έκθεση σε δημόσια θέα και μάλιστα επί πληρωμή των κλεμμένων θησαυρών, θα δυσκολευόταν στην ονομασία του χώρου έκθεσης ονομάζοντάς το βρετανικό;» Εκείνος με κοίταξε, κούνησε το κεφάλι του επιδοκιμαστικά και μου είπε αποφασιστικά και θυμωμένα: « Ποτέ δεν θα ξαναπατήσω εδώ μέσα».
Επανέρχομαι τώρα στον εφιάλτη που με αναστάτωσε νυχτιάτικα, προκειμένου να τον συνδέσω με την επίσκεψη στο μουσείο. Είναι γεγονός ότι παρατηρώντας προσεκτικά τα υπέροχα εκθέματα στην αίθουσα των Ελληνικών γλυπτών το προηγούμενο πρωί, το μάτι μου είχε σταθεί ιδιαίτερα στην μοναχική Καρυάτιδα, που όντως ήταν στην άκρη της αίθουσας σχεδόν απομονωμένη αλλά πραγματικά ξεχωριστή, μια γυναικεία παρουσία που σε προκαλούσε με την ομορφιά της, το περίτεχνο χτένισμα και το πλέξιμο των μαλλιών της (απαραίτητο τόσο για την αισθητική της, όσο και για την χρησιμότητά του στην ενίσχυση στήριξης της κεφαλής), τις άψογες σαν φρεσκοσιδερωμένες πτυχές της ενδυμασίας της. Κι εκείνο το βλέμμα της, το γεμάτο θλίψη και προσμονή, θαρρείς και σου απηύθηνε (τουλάχιστον στα δικά μου μάτια) μια βουβή πρόσκληση και παράκληση ταυτόχρονα, λες και σού ‘λεγε «πάρτε με από δω, δεν αντέχω άλλο». Ίσως το γλυκό θλιμμένο βλέμμα της να μην μαρτυρούσε πολυετές ειδύλλιον με τον ηδυπαθή Διόνυσο, που δυό βήματα απέχει απ’ αυτήν αλλά νοσταλγίας στεναγμούς και δάκρυα για το Ερεχθείο που στερήθηκε , όπως σημειώνει στο τέλος του ποιήματός της ‘’ Το Βρετανικό μουσείο (Ελγίνου μάρμαρα)’’ η Κική Δημουλά.
Έτσι κάπως αποτυπώθηκε στα δικά μου μάτια η υπέροχη κόρη του βασιλιά των Καρυών, η κλεμμένη Καρυάτιδα του Ερεχθείου. Ίσως γιατί γνώριζα καλά την ιστορία της, (βλέπετε την πατρίδα τους έχω επισκεφθεί επανειλημμένα αφού εκεί είναι το πατρικό σπίτι ενός πρωτεξαδέλφου μου), κι έγινε αφορμή να ξαναζωντανέψει μπροστά μου μόλις την αντίκρισα. Έτσι εξηγείται ο νυχτερινός μου εφιάλτης που μού ‘δωσε αφορμή για τούτο το κείμενο, καθώς (στις μέρες του εγκλωβισμού λόγω Κορωνοϊού), ξεφύλλιζα το ημερολόγιό μου εκείνης της περιόδου, απ’ όπου άντλησα το θέμα και την ανάγκη να το εξιστορήσω.
Τέλος, στην αγωνία της Καρυάτιδας για γυρισμό, που τόσο εύγλωττα διεμήνυσε στον εφιάλτη μου και τόσο με βασανίζει από τότε, θα ήθελα να προσθέσω σαν στοιχεία παρηγορητικά τα λόγια δύο σημαντικών ανθρώπων, που είπαν:
‘’ Μπορώ να πω ξεκάθαρα ότι τα γλυπτά βρίσκονται σε λάθος χώρο. Έχουν ανάγκη το Αττικό φως του ήλιου να τα φωτίζει με φόντο τον γαλανό ουρανό. Ζητούν να επανενωθούν με το άλλο τους μισό στο Νέο Μουσείο της Ακρόπολης, όπου πάντοτε τα περιμένει μια θέση.
Ντέιμ Τζάνετ Σούζμαν (Πρόεδρος της Βρετανικής Επιτροπής για επανένωση των Γλυπτών του Παρθενώνα) ‘’ Mε το να ζητάς πίσω κάτι που έχει τεράστια σημασία, το οποίο σου αφαίρεσαν ενώ βρισκόσουν υπό κατοχή, ζητάς απλώς ν’ αποδοθεί δικαιοσύνη’’.
Αλέξι Κέι Κάμπελ ( Μέλος της Βρετανικής Επιτροπής για επανένωση των Γλυπτών του Παρθενώνα)
Τέλος θα ήθελα να παραπέμψω τον αναγνώστη στην συγκλονιστική ομιλία του Βρετανού συγγραφέα, ηθοποιού, δημοσιογράφου και broadcaster Stephen Fray σε δημόσια εκδήλωση του οργανισμού Intelligence που μεταδόθηκε από το BBC (116-2012) και αφού χαρακτηρίζει ως πράξη πολιτισμού την επιστροφή των κλεμμένων, όπως τόνισε γλυπτών του Παρθενώνα, καταλήγει ως εξής; «δεν θα μπορούσαμε ποτέ μα ποτέ να ξεπληρώσουμε αυτά που χρωστάμε στην Ελλάδα».
( Η συγκλονιστική ομιλία βρίσκεται ολόκληρη στο You Tube)
( Η συγκλονιστική ομιλία βρίσκεται ολόκληρη στο You Tube)
*Ο κ. Περικλής Καπνιστής είναι Εκπαιδευτικός από την Κόρινθο.
Αφήστε ένα σχόλιο