Header Ads

Ιδιωτική αίτηση ακύρωσης της Συμφωνίας των Πρεσπών Φ.1772

ΠΟΛΙΤΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ

Ιδιωτική αίτηση ακύρωσης της Συμφωνίας των Πρεσπών
  


Ο δικηγόρος Φώτης Κανελλόπουλος υπέβαλε στο Συμβούλιο της Επικρατείας αίτηση ακύρωσης της Συμφωνίας των Πρεσπών Στο πλαίσιο των αντιδράσεων που προκλήθηκαν από την υπογραφή της Συμφωνίας των Πρεσπών, τον περασμένο Ιούλιο, ο δικηγόρος Φώτης Κανελλόπουλος υπέβαλε στο Συμβούλιο της Επικρατείας αίτηση ακύρωσής της Η Συμφωνία των Πρεσπών, που υπογράφηκε τον Ιούνιο του 2018 προς διευθέτηση των σχέσεων της Ελλάδας με τη (μέσω της συνθήκης αναγνωρισμένη ως) Βόρεια Μακεδονία, προκάλεσε ποικίλες αντιδράσεις.

Την περίοδο πριν από την υπογραφή της παρατηρήθηκαν οι μεγαλύτερες κινητοποιήσεις πολιτών από τη δεκαετία του 1990, με την οργάνω-ση μαζικών συλλαλητηρίων σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη.

Η Συμφωνία εγκρίθηκε οριακά από την ελληνική Βουλή, ωστόσο η κοινωνική της νομιμοποίηση και η αποδοχή της σε συλλογικό συνειδησιακό επίπεδο δεν πρέπει να θεωρούνται δεδομένες.

Πέραν των κοινωνικών αντιδράσεων, διατυπώθηκαν αιτήματα για προσφυγή στη Δικαιοσύνη, προκειμένου να χαρακτηριστεί η σύναψη της συμφωνίας ως άκυρη ενέργεια στη βάση των διατάξεων του Συντάγματος.

Στο πλαίσιο των αντιδράσεων, ο δικηγόρος Φώτης Κανελλόπουλος, μέλος του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών, κατέθεσε αίτηση ακύρωσης της Συμφωνίας στο Συμβούλιο της Επικρατείας (16 Ιουλίου 2021).

Στην αίτησή του, η Συμφωνία χαρακτηρίζεται ως «ανθελληνική, επονείδιστη, ετεροβαρής και μειοδοτική».

Η επιχειρηματολογία του Φ. Κανελλόπουλου στηρίζεται κατ’ αρχάς στην εκ μέρους των συμβαλλομένων μερών αναγνώριση της «ενδιάμεσης συμφωνίας» του 1995, την οποία κρίνει ως άκυρη βάσει σχετικής πρόνοιας του Συντάγματος (36.2 «οι συνθήκες […] οι οποίες επιβαρύνουν ατομικά τους Έλληνες, δεν ισχύουν χωρίς τυπικό Νόμο, που τις κυρώνει».

Εξηγεί, λοιπόν, ότι εφόσον η «ενδιάμεση συμφωνία» δεν επικυρώθηκε με σχετικό νόμο από τη Βουλή, δεν θεωρείται έγκυρη και δεν μπορεί να νομιμοποιήσει κάθε νέα συμφωνία που στηρίζεται επ’ αυτής.

Περαιτέρω στην προσφυγή υποστηρίζεται ότι πριν υπογράψει τη σχετική Συμφωνία ο τότε Πρόεδρος της Δημοκρατίας, Προκόπης Παυλόπουλος, όφειλε να διαλύσει τη Βουλή και να επιδιωχθεί ανανέωση της λαϊκής εντολής, όπως ορίζεται από το Σύνταγμα σε περιπτώσεις αντιμετώπισης εθνικού προβλήματος «εξαιρετικής σημασίας» (41.2).

Επιπλέον προβάλλεται το επιχείρημα ότι η υπογραφή της Συνθήκης έγινε από αναρμόδια όργανα.

Ο ίδιος υπογραμμίζει ότι έχει «έννομο συμφέρον ηθικό, πολιτικό και κοινωνικό, σαν Έλληνας πολίτης και Δικηγόρος […], καθώς επίσης ως Μακεδόνας από την πλευρά της μητέρας», να παρέμβει στο ζήτημα και να επιχειρήσει την αποκατάστασή τους στις ορθές παραμέτρους.

Επιπλέον υποστηρίζει ότι «οι πολιτικοί που υπέγραψαν τη Συμφωνία των Πρεσπών και παρέδωσαν όνομα, εθνότητα και γλώσσα στο σλαβικό κρατίδιο των Σκοπίων, διέπραξαν ένα μεγάλο εθνικό ολίσθημα σε βάρος της πατρίδας μας».

Στη βάση των πιο πάνω ζήτησε την ακύρωση της Συμφωνίας από το Συμβούλιο της Επικρατείας.

Σημερινή της Κυριακής




Δεν υπάρχουν σχόλια