Προστατεύεται συνταγματικά ως ελευθερία έκφρασης η βλασφημία; Φ.1776
ΕΠΙΚΑΙΡΑ ΘΕΜΑΤΑ
Αφορμή για την ενασχόληση με το ζήτημα που θέτει ο τίτλος του άρθρου μάς δίνει πάλι το βλάσφημο σκίτσο του κ. Μόσιαλου, το οποίο σχολιάσαμε σε προηγούμενο άρθρο μας, όπου εξηγήσαμε, σε τί ακριβώς συνίσταται η βλασφημία του κ. Μόσιαλου με το συγκεκριμένο σκίτσο του. Θα τελείωνε η ιστορία με τον εν λόγω σκιτσογράφο εκεί, εάν οι υποστηρικτές του δεν συνέχιζαν την διθυραμβική κριτική τους υπέρ του κ. Μόσιαλου, τον οποίο παρουσιάζουν περίπου ως «Θεματοφύλακα του Συντάγματος», σαν τους ακραίους αντιεμβολιαστές, που θεωρούν ότι οι παρανομίες τους καλύπτονται από το άρ. 120 παρ. 4 του Συντάγματος!
Όπως λοιπόν οι αυτόκλητοι «Θεματοφύλακες του Συντάγματος» ερμηνεύουν – εσφαλμένα ασφαλώς – τον Υπέρτατο Νόμο του Κράτους, όπως τους βολεύει, για να δραστηριοποιούνται ελεύθερα στον χώρο της παρανομίας κρατώντας στα χέρια τους την ψεύτικη «ασπίδα» του Συντάγματος, έτσι και οι υπερασπιστές του κ. Μόσιαλου, ερμηνεύουν την ελευθερία της έκφρασης, που κατοχυρώνεται στο άρ. 14 του Συντάγματος, ως εξουσιοδότηση του Συντακτικού Νομοθέτη στον καθένα να λέει και να γράφει ό,τι θέλει. Ακόμη και να χλευάζει τους θεούς των άλλων, εφ’ όσον αυτό του υπαγορεύει η ελευθερία της έκφρασης που αναγνωρίζει το Σύνταγμα! Φρίττω στην ιδέα ότι δια της παρερμηνείας των συνταγματικών διατάξεων θα μπορούσε να εμφανισθεί η ασυδοσία ως άσκηση συνταγματικής ελευθερίας και ο Συντακτικός Νομοθέτης ως απολογητής αυτής της ασυδοσίας. Ας έλθουμε όμως εγγύτερα στο άρ. 14 του Συντάγματος, για να δούμε, τί και υπό ποίες προϋποθέσεις προστατεύεται σε αυτό ως ελευθερία έκφρασης.
«Καθένας μπορεί», λέει το άρ. 14 παρ. 1 Συν, «να εκφράζει και να διαδίδει προφορικά, γραπτά και δια του τύπου τους στοχασμούς του τηρώντας τους νόμους του κράτους». Από την πρώτη κιόλας ματιά στην συνταγματική διάταξη-«πηγή» της ελευθερίας της έκφρασης βλέπουμε ότι το ατομικό αυτό δικαίωμα του άρ. 14 παρ. 1 Συν δεν είναι ανεπιφύλακτο. Δεν μπορεί δηλ. να το ασκεί κάποιος, όπως θέλει, χωρίς κανένα περιορισμό. Η άσκησή του τελεί υπό την επιφύλαξη των νόμων του Κράτους. Αυτό σημαίνει ότι το όριο της ελευθερίας της έκφρασης φτάνει μέχρις εκεί, από όπου ξεκινάει η εμβέλεια άλλων αγαθών, τα οποία προστατεύει ο νόμος. Δεν μπορείς δηλ. στο όνομα της συνταγματικά κατοχυρωμένης ελευθερίας της έκφρασης να υβρίζεις ή να δυσφημείς άλλους, διότι έρχεται ο ποινικός νόμος, ο οποίος τιμωρεί αντιστοίχως την πράξη σου στα άρ. 361 και 362, 363 ΠΚ, και σε στέλνει φυλακή, χωρίς να μπορεί να σε προστατεύσει η «ασπίδα» του άρ.14 παρ. 1 Συν. Τί γίνεται όμως με την βλασφημία, η οποία μετά την κατάργηση των άρ. 198 και 199 του ΠροϊσχΠΚ δεν αποτελεί πλέον αξιόποινη πράξη στον Νέο Ποινικό Κώδικα; Εφ’ όσον ο ποινικός νόμος δεν θέτει πια κανένα φραγμό στην άσκηση της ελευθερίας της έκφρασης στο ζήτημα αυτό, μπορεί κάποιος να βλασφημεί ελεύθερα τους θεούς των άλλων με τις ευλογίες του Συντάγματος;
Κατ’ αρχάς, πριν απαντήσουμε το ερώτημα αυτό, οφείλουμε να διευκρινίσουμε εδώ ότι δεν πρέπει να συγχέει κάποιος την ποινική με την συνταγματική πλευρά της βλασφημίας. Κάθε μια από τις πλευρές αυτές καθορίζεται με τα κριτήρια, τα οποία θέτουν αντιστοίχως ο ποινικός και ο συντακτικός νομοθέτης. Βεβαίως ο ποινικός νομοθέτης τιμωρώντας την βλασφημία περιορίζει ευθέως την άσκηση της ελευθερίας της έκφρασης, σύμφωνα με την παρ. 1 του άρ.14 Συν. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι η ατιμωρησία της βλασφημίας προσδίδει συνταγματική κάλυψη στην πράξη ενός βλασφήμου. Η παρ. 3 του άρ. 14 Συν αίρει την συνταγματική προστασία της ελευθερίας της έκφρασης στους βλασφήμους, αφού επιτρέπει την κατάσχεση των εντύπων (μετά την δημοσίευσή τους ασφαλώς), όταν προσβάλλουν την χριστιανική ή κάθε άλλη γνωστή θρησκεία. Ο συντακτικός νομοθέτης μας δίνει λοιπόν το στίγμα του στο ζήτημα της βλασφημίας: Την αποδοκιμάζει απερίφραστα στην παρ. 3 του άρ. 14 Συν. Δεν πράττει όμως το ίδιο και στην παρ. 1 του άρθρου αυτού δημιουργώντας έτσι την εντύπωση μιας αντίφασης ανάμεσα στις ρυθμίσεις των παρ. 1 και 3 του άρ.14 Συν. Εάν όμως κοιτάξει κάποιος βαθύτερα το πρόβλημα, θα διαπιστώσει ότι στην πραγματικότητα δεν υπάρχει καμία αντίφαση.
Το στοιχείο που δίνει λαβή σε μια τέτοια παραπλανητική εκτίμηση είναι αποτέλεσμα της μεταβολής της αξιολογικής στάσης του ποινικού νομοθέτη απέναντι στην βλασφημία, ο οποίος εντελώς άστοχα, όπως σημείωσα και με άλλη ευκαιρία, την αποποινικοποίησε το 2019 στον Νέο Ποινικό Κώδικα, ενώ μέχρι τότε από την 1η Ιανουαρίου 1951, όταν άρχισε να ισχύει ο καταργηθείς Ποινικός Κώδικας, εθεωρείτο αδιαλλείπτως αξιόποινη πράξη. Έτσι, όταν εψηφίζετο το 1975 το ισχύον Σύνταγμα, ο συντακτικός νομοθέτης διασφαλίζοντας στο άρ. 14 παρ. 1 Συν την ελευθερία της έκφρασης με την επιφύλαξη των νόμων του Κράτους, συνυπολόγιζε σε αυτούς και τα άρθρα 198 και 199 του Ποινικού Κώδικα, που ετιμωρούσαν αντιστοίχως την κακόβουλη βλασφημία και την καθύβριση θρησκευμάτων. Εάν οι πράξεις αυτές δεν ήσαν το 1975 αξιόποινες, ο συντακτικός νομοθέτης θα εμνημόνευε ειδικώς ως όρια άσκησης της ελευθερίας της έκφρασης, εκτός από τους νόμους του Κράτους, και την προσβολή της χριστιανικής και κάθε άλλης γνωστής θρησκείας, ώστε να εναρμονίζεται πλήρως η ρύθμιση της παρ. 3 του άρ. 14 Συν με την παρ.1 αυτού. Η ερμηνεία αυτή για την θεώρηση από τον συντακτικό νομοθέτη του σεβασμού προς την χριστιανική και κάθε άλλη γνωστή θρησκεία ως ορίων άσκησης της ελευθερίας της έκφρασης δεν αλλάζει και υπό το νομοθετικό καθεστώς του Νέου Ποινικού Κώδικα. Κάθε άλλη ερμηνεία θα ενεφάνιζε τον συντακτικό νομοθέτη παραλογιζόμενο, αφού στην παρ. 3 του άρ. 14 Συν θα έπαιρνε πίσω την ελευθερία που αναγνωρίζει στην παρ. 1 αυτού.
Το αληθινό λοιπόν νόημα της συνταγματικά κατοχυρωμένης ελευθερίας της έκφρασης είναι τούτο:
Ο συντακτικός νομοθέτης σου επιτρέπει να λες ή να γράφεις ό,τι θέλεις, αρκεί να μη προσβάλλεις τους άλλους και τα πιστεύματά τους. Αυτά ως απάντηση σε όλους εκείνους, οι οποίοι παρερμηνεύοντας την έννοια της ελευθερίας της έκφρασης δικαιολογούν με επίκληση του Συντάγματος τις «ασέλγειες» του κάθε Μόσιαλου στα σεβάσματα των άλλων. Θα ήταν εξωφρενικό να δεχθεί κάποιος ότι το Σύνταγμά μας αντιλαμβάνεται το άρ. 14 αυτού ως «πηλοφόρι», από το οποίο μπορεί καθένας να παίρνει ελεύθερα την «λάσπη» που του χρειάζεται, για να «χτίσει» με αυτήν το «οικοδόμημα» της βλασφημίας που επιλέγει, το οποίο επιστεγάζει την αναίδειά του απέναντι στις αξίες του πολιτισμού μας.
Όσο για τον σκιτσογράγο κ. Μόσιαλο, που βρίσκει διασκεδαστικό να κάνει χιούμορ βλασφημώντας όσους και όσα ευλαβούνται οι άλλοι, θα του συνιστούσα να ανανεώσει την πηγή του χιούμορ του φτιάχνοντας ένα άλλο σκίτσο με ανάλογους διαλόγους στην αγγλική, μεταξύ του Μωάμεθ και της γυναίκας του Χαντίτζας. Θα γελάσει πολύς κόσμος! Όχι βέβαια με το χιούμορ του σκίτσου, αλλά με τις προσπάθειες του σκιτσογράφου να αποφύγει την καρατόμησή του από τους μουσουλμάνους. Εκτός εάν μιμηθεί τον Ρούντι Σαλμάν, ο οποίος για να γλιτώσει την ζωή του, επειδή τον είχαν προγράψει οι τζιχαντιστές για τους σατανικούς στίχους του σε βάρος του Μωάμεθ, αναγκάστηκε να γίνει μουσουλμάνος!
Εκ του γεγονότος πάντως ότι οι Χριστιανοί δεν καταφεύγουν σε απειλές θανάτωσης ή σε βίαιες ενέργειες εναντίον των βλασφήμων δεν σημαίνει ότι αποδέχονται αδιαμαρτύρητα τις βλασφημίες τους.
Ας το έχει αυτό υπ’ όψη του ο γνωστός «αγιογράφος» απογευματινής εφημερίδας, ο οποίος προσδιορίζει και στο σημείο αυτό εσφαλμένα τις διαφορές που υπάρχουν μεταξύ Χριστιανών και Μουσουλμάνων.
* Ο κ.Αλεξάνδρος Π. Κωστάρας είναι Ομότιμος Καθηγητής Νομικής Σχολής Πανεπιστημίου Θράκη
Προστατεύεται συνταγματικά ως ελευθερία έκφρασης η βλασφημία;
του Αλέξανδρου Κωστάρα*
|
Αφορμή για την ενασχόληση με το ζήτημα που θέτει ο τίτλος του άρθρου μάς δίνει πάλι το βλάσφημο σκίτσο του κ. Μόσιαλου, το οποίο σχολιάσαμε σε προηγούμενο άρθρο μας, όπου εξηγήσαμε, σε τί ακριβώς συνίσταται η βλασφημία του κ. Μόσιαλου με το συγκεκριμένο σκίτσο του. Θα τελείωνε η ιστορία με τον εν λόγω σκιτσογράφο εκεί, εάν οι υποστηρικτές του δεν συνέχιζαν την διθυραμβική κριτική τους υπέρ του κ. Μόσιαλου, τον οποίο παρουσιάζουν περίπου ως «Θεματοφύλακα του Συντάγματος», σαν τους ακραίους αντιεμβολιαστές, που θεωρούν ότι οι παρανομίες τους καλύπτονται από το άρ. 120 παρ. 4 του Συντάγματος!
Όπως λοιπόν οι αυτόκλητοι «Θεματοφύλακες του Συντάγματος» ερμηνεύουν – εσφαλμένα ασφαλώς – τον Υπέρτατο Νόμο του Κράτους, όπως τους βολεύει, για να δραστηριοποιούνται ελεύθερα στον χώρο της παρανομίας κρατώντας στα χέρια τους την ψεύτικη «ασπίδα» του Συντάγματος, έτσι και οι υπερασπιστές του κ. Μόσιαλου, ερμηνεύουν την ελευθερία της έκφρασης, που κατοχυρώνεται στο άρ. 14 του Συντάγματος, ως εξουσιοδότηση του Συντακτικού Νομοθέτη στον καθένα να λέει και να γράφει ό,τι θέλει. Ακόμη και να χλευάζει τους θεούς των άλλων, εφ’ όσον αυτό του υπαγορεύει η ελευθερία της έκφρασης που αναγνωρίζει το Σύνταγμα! Φρίττω στην ιδέα ότι δια της παρερμηνείας των συνταγματικών διατάξεων θα μπορούσε να εμφανισθεί η ασυδοσία ως άσκηση συνταγματικής ελευθερίας και ο Συντακτικός Νομοθέτης ως απολογητής αυτής της ασυδοσίας. Ας έλθουμε όμως εγγύτερα στο άρ. 14 του Συντάγματος, για να δούμε, τί και υπό ποίες προϋποθέσεις προστατεύεται σε αυτό ως ελευθερία έκφρασης.
«Καθένας μπορεί», λέει το άρ. 14 παρ. 1 Συν, «να εκφράζει και να διαδίδει προφορικά, γραπτά και δια του τύπου τους στοχασμούς του τηρώντας τους νόμους του κράτους». Από την πρώτη κιόλας ματιά στην συνταγματική διάταξη-«πηγή» της ελευθερίας της έκφρασης βλέπουμε ότι το ατομικό αυτό δικαίωμα του άρ. 14 παρ. 1 Συν δεν είναι ανεπιφύλακτο. Δεν μπορεί δηλ. να το ασκεί κάποιος, όπως θέλει, χωρίς κανένα περιορισμό. Η άσκησή του τελεί υπό την επιφύλαξη των νόμων του Κράτους. Αυτό σημαίνει ότι το όριο της ελευθερίας της έκφρασης φτάνει μέχρις εκεί, από όπου ξεκινάει η εμβέλεια άλλων αγαθών, τα οποία προστατεύει ο νόμος. Δεν μπορείς δηλ. στο όνομα της συνταγματικά κατοχυρωμένης ελευθερίας της έκφρασης να υβρίζεις ή να δυσφημείς άλλους, διότι έρχεται ο ποινικός νόμος, ο οποίος τιμωρεί αντιστοίχως την πράξη σου στα άρ. 361 και 362, 363 ΠΚ, και σε στέλνει φυλακή, χωρίς να μπορεί να σε προστατεύσει η «ασπίδα» του άρ.14 παρ. 1 Συν. Τί γίνεται όμως με την βλασφημία, η οποία μετά την κατάργηση των άρ. 198 και 199 του ΠροϊσχΠΚ δεν αποτελεί πλέον αξιόποινη πράξη στον Νέο Ποινικό Κώδικα; Εφ’ όσον ο ποινικός νόμος δεν θέτει πια κανένα φραγμό στην άσκηση της ελευθερίας της έκφρασης στο ζήτημα αυτό, μπορεί κάποιος να βλασφημεί ελεύθερα τους θεούς των άλλων με τις ευλογίες του Συντάγματος;
Κατ’ αρχάς, πριν απαντήσουμε το ερώτημα αυτό, οφείλουμε να διευκρινίσουμε εδώ ότι δεν πρέπει να συγχέει κάποιος την ποινική με την συνταγματική πλευρά της βλασφημίας. Κάθε μια από τις πλευρές αυτές καθορίζεται με τα κριτήρια, τα οποία θέτουν αντιστοίχως ο ποινικός και ο συντακτικός νομοθέτης. Βεβαίως ο ποινικός νομοθέτης τιμωρώντας την βλασφημία περιορίζει ευθέως την άσκηση της ελευθερίας της έκφρασης, σύμφωνα με την παρ. 1 του άρ.14 Συν. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι η ατιμωρησία της βλασφημίας προσδίδει συνταγματική κάλυψη στην πράξη ενός βλασφήμου. Η παρ. 3 του άρ. 14 Συν αίρει την συνταγματική προστασία της ελευθερίας της έκφρασης στους βλασφήμους, αφού επιτρέπει την κατάσχεση των εντύπων (μετά την δημοσίευσή τους ασφαλώς), όταν προσβάλλουν την χριστιανική ή κάθε άλλη γνωστή θρησκεία. Ο συντακτικός νομοθέτης μας δίνει λοιπόν το στίγμα του στο ζήτημα της βλασφημίας: Την αποδοκιμάζει απερίφραστα στην παρ. 3 του άρ. 14 Συν. Δεν πράττει όμως το ίδιο και στην παρ. 1 του άρθρου αυτού δημιουργώντας έτσι την εντύπωση μιας αντίφασης ανάμεσα στις ρυθμίσεις των παρ. 1 και 3 του άρ.14 Συν. Εάν όμως κοιτάξει κάποιος βαθύτερα το πρόβλημα, θα διαπιστώσει ότι στην πραγματικότητα δεν υπάρχει καμία αντίφαση.
Το στοιχείο που δίνει λαβή σε μια τέτοια παραπλανητική εκτίμηση είναι αποτέλεσμα της μεταβολής της αξιολογικής στάσης του ποινικού νομοθέτη απέναντι στην βλασφημία, ο οποίος εντελώς άστοχα, όπως σημείωσα και με άλλη ευκαιρία, την αποποινικοποίησε το 2019 στον Νέο Ποινικό Κώδικα, ενώ μέχρι τότε από την 1η Ιανουαρίου 1951, όταν άρχισε να ισχύει ο καταργηθείς Ποινικός Κώδικας, εθεωρείτο αδιαλλείπτως αξιόποινη πράξη. Έτσι, όταν εψηφίζετο το 1975 το ισχύον Σύνταγμα, ο συντακτικός νομοθέτης διασφαλίζοντας στο άρ. 14 παρ. 1 Συν την ελευθερία της έκφρασης με την επιφύλαξη των νόμων του Κράτους, συνυπολόγιζε σε αυτούς και τα άρθρα 198 και 199 του Ποινικού Κώδικα, που ετιμωρούσαν αντιστοίχως την κακόβουλη βλασφημία και την καθύβριση θρησκευμάτων. Εάν οι πράξεις αυτές δεν ήσαν το 1975 αξιόποινες, ο συντακτικός νομοθέτης θα εμνημόνευε ειδικώς ως όρια άσκησης της ελευθερίας της έκφρασης, εκτός από τους νόμους του Κράτους, και την προσβολή της χριστιανικής και κάθε άλλης γνωστής θρησκείας, ώστε να εναρμονίζεται πλήρως η ρύθμιση της παρ. 3 του άρ. 14 Συν με την παρ.1 αυτού. Η ερμηνεία αυτή για την θεώρηση από τον συντακτικό νομοθέτη του σεβασμού προς την χριστιανική και κάθε άλλη γνωστή θρησκεία ως ορίων άσκησης της ελευθερίας της έκφρασης δεν αλλάζει και υπό το νομοθετικό καθεστώς του Νέου Ποινικού Κώδικα. Κάθε άλλη ερμηνεία θα ενεφάνιζε τον συντακτικό νομοθέτη παραλογιζόμενο, αφού στην παρ. 3 του άρ. 14 Συν θα έπαιρνε πίσω την ελευθερία που αναγνωρίζει στην παρ. 1 αυτού.
Το αληθινό λοιπόν νόημα της συνταγματικά κατοχυρωμένης ελευθερίας της έκφρασης είναι τούτο:
Ο συντακτικός νομοθέτης σου επιτρέπει να λες ή να γράφεις ό,τι θέλεις, αρκεί να μη προσβάλλεις τους άλλους και τα πιστεύματά τους. Αυτά ως απάντηση σε όλους εκείνους, οι οποίοι παρερμηνεύοντας την έννοια της ελευθερίας της έκφρασης δικαιολογούν με επίκληση του Συντάγματος τις «ασέλγειες» του κάθε Μόσιαλου στα σεβάσματα των άλλων. Θα ήταν εξωφρενικό να δεχθεί κάποιος ότι το Σύνταγμά μας αντιλαμβάνεται το άρ. 14 αυτού ως «πηλοφόρι», από το οποίο μπορεί καθένας να παίρνει ελεύθερα την «λάσπη» που του χρειάζεται, για να «χτίσει» με αυτήν το «οικοδόμημα» της βλασφημίας που επιλέγει, το οποίο επιστεγάζει την αναίδειά του απέναντι στις αξίες του πολιτισμού μας.
Όσο για τον σκιτσογράγο κ. Μόσιαλο, που βρίσκει διασκεδαστικό να κάνει χιούμορ βλασφημώντας όσους και όσα ευλαβούνται οι άλλοι, θα του συνιστούσα να ανανεώσει την πηγή του χιούμορ του φτιάχνοντας ένα άλλο σκίτσο με ανάλογους διαλόγους στην αγγλική, μεταξύ του Μωάμεθ και της γυναίκας του Χαντίτζας. Θα γελάσει πολύς κόσμος! Όχι βέβαια με το χιούμορ του σκίτσου, αλλά με τις προσπάθειες του σκιτσογράφου να αποφύγει την καρατόμησή του από τους μουσουλμάνους. Εκτός εάν μιμηθεί τον Ρούντι Σαλμάν, ο οποίος για να γλιτώσει την ζωή του, επειδή τον είχαν προγράψει οι τζιχαντιστές για τους σατανικούς στίχους του σε βάρος του Μωάμεθ, αναγκάστηκε να γίνει μουσουλμάνος!
Εκ του γεγονότος πάντως ότι οι Χριστιανοί δεν καταφεύγουν σε απειλές θανάτωσης ή σε βίαιες ενέργειες εναντίον των βλασφήμων δεν σημαίνει ότι αποδέχονται αδιαμαρτύρητα τις βλασφημίες τους.
Ας το έχει αυτό υπ’ όψη του ο γνωστός «αγιογράφος» απογευματινής εφημερίδας, ο οποίος προσδιορίζει και στο σημείο αυτό εσφαλμένα τις διαφορές που υπάρχουν μεταξύ Χριστιανών και Μουσουλμάνων.
* Ο κ.Αλεξάνδρος Π. Κωστάρας είναι Ομότιμος Καθηγητής Νομικής Σχολής Πανεπιστημίου Θράκη
Αφήστε ένα σχόλιο