Στον τόπο της Γαλήνης Φ.1778
ΨΥΧΟΣΑΒΒΑΤΟ
Πριν λίγες ημέρες πήγαμε στο νεκροταφείο. Είναι Ψυχοσάββατο, ημέρα αφιερωμένη στους νεκρούς. Πάμε με τα κόλλυβα, τα λουλούδια μας και τα δάκρυά μας. Δεν είναι μακάβριο θέμα το κοιμητήριο. Πιο πένθιμους βρίσκω τους ζωντανούς και πιο αδιάφορους. Πεθαμένοι που σας χαμογελούν γιατί δεν ξέρουν ότι έχουν ταφεί και λιώσει προ πολλού.. Απ’ αυτούς πόσο προτιμότεροι μου φαίνονται οι ειλικρινώς πεθαμένοι. Αυτοί που κείτονται κάτω απ’ τα παραλληλόγραμμα των επιταφίων μαρμάρων τους. Πόσο πιο ζωντανοί απ’ όλους αφού μας συγκινούν απ’ όλους περισσότερο ο,τιδήποτε που βρίσκεται στη ζωή... Η σιωπή τους τριγυρίζει όσο κανενός ζωντανού, υπέροχοι περιφρονητές όλων των πραγμάτων που εμείς ατενίζουμε με λαχτάρα, των μεγάρων και των ανένεων τρωγλοδύτες οριστικοί κάτοικοι δύο μέτρων χώρου.
¬ Στη δική μας αδηφαγία έχουν ν’ αντιτάξουν την απόλυτη αφιλοκέρδεια, στους μάταιους θορύβους μας, τη σιωπή τους που γίνεται δραματική και απόκοσμη κάτω απ’ τον γαλάζιο ουρανό της χειμωνιάτικης καλοσύνης. Αλλά δεν είναι γι’ αυτό που πρέπει ν’ ακολουθούμε την παράδοση και να επισκεπτόμαστε τους νεκρούς.
Είναι τόσοι φίλοι εκεί μέσα. Φίλοι σπουδαίοι από τους ζωντανούς πολύ ανώτεροι όχι γιατί δεν μας γυρεύουν ούτε ρουσφέτια, ούτε δανεικά, μα γιατί κάθε τόσο μας κάνουν να τους θυμόμαστε, να σκεφτόμαστε ότι ένα μέρος της ζωής μας έχει ταφεί μαζί τους και πως πρέπει να ζήσουμε μ’ όλη μας τη δύναμη ότι μας μένει ακόμα. Πρέπει να σκύβουμε κάπου¬κάπου πάνω απ’ τα κάγκελα τα ξεβαμμένα, τα ξεθωριασμένα, τα δαρμένα απ’ την βροχή, ν’ αγγίξουμε τα μαραμένα λουλούδια που ξεφυλλίζονται στο μάρμαρο τους βαλμένα εκεί από κάποιο αγαπητό χέρι που σφίγγανε κάποτε με φιλία ή με πόθο, με λαχταρά ή με στοργή, να περνούμε με τη συντροφιά της αινιγματικής και τόσο διδακτικής σιωπής τους. ¬ Είναι φίλοι που σταδιοδρομήσαμε μαζί, που παλέψαμε για ιδέες ή για γυναίκες που χαρήκαμε κάποιες νύχτες τρελές, σε γλέντια και χορούς, που τσουγκρίσαμε και ήπιαμε σε κέφι ανεμπόδιστο, που ο χρόνος και ο θάνατος είχε σβηστεί από τον χάρτη μας. Μα πρέπει να τους επισκεπτόμαστε για να πλουτίζουμε αυτή τη λιτή κατάσταση με τις αναμνήσεις μας. Είναι κάποια ονόματα και κάποιες ημερομηνίες χαραγμένες στα μάρμαρα που ξυπνούν μέσα μας ολάκερους κόσμους ημέρες, χαρές, συγκινήσεις, αγώνες που τώρα κείτονται κατά το ήμισυ σε ληθαργική ανυπαρξία στον ίσκιο ενός Κυπαρισσιού. Είναι κάποια ονόματα και κάποιες ημερομηνίες χαραγμένες στα μάρμαρα που ξυπνούν μέσα μας ολάκερους κόσμους, ημέρες, στιγμές, χαρές, συγκινήσεις, αγώνες, που τώρα κείτονται κατά το ήμισυ σε ληθαργική ανυπαρξία. Ανάμεσα σ’ αυτά τα μάρμαρα υπάρχει και κάποιο που σκεπάζει ένα κορμί αγαπημένο. Έχει λιώσει από κάτω κι έχει γίνει λουλούδια, ανεμώνες, χαμομήλι και κρίνα. Αυτό κάποτε το κορμί ήταν δικό σας, το σφίγγατε παράφορα μέσα στην αγκαλιά σας. Αυτό το κορμί τώρα κάτω από την πλάκα έχει εξαφανιστεί έχει γίνει μηδέν. Και όμως αυτό το μηδέν ζει μέσα σας με την ένταση των πιο υπαρκτών των πιο ζωντανών πραγμάτων.
*Ο κ. Θεόδωρος Σαρέλας, είναι κειμενογράφος
Στον τόπο της Γαλήνης
Άρθρο Σαρέλα Θεοδώρου
Πριν λίγες ημέρες πήγαμε στο νεκροταφείο. Είναι Ψυχοσάββατο, ημέρα αφιερωμένη στους νεκρούς. Πάμε με τα κόλλυβα, τα λουλούδια μας και τα δάκρυά μας. Δεν είναι μακάβριο θέμα το κοιμητήριο. Πιο πένθιμους βρίσκω τους ζωντανούς και πιο αδιάφορους. Πεθαμένοι που σας χαμογελούν γιατί δεν ξέρουν ότι έχουν ταφεί και λιώσει προ πολλού.. Απ’ αυτούς πόσο προτιμότεροι μου φαίνονται οι ειλικρινώς πεθαμένοι. Αυτοί που κείτονται κάτω απ’ τα παραλληλόγραμμα των επιταφίων μαρμάρων τους. Πόσο πιο ζωντανοί απ’ όλους αφού μας συγκινούν απ’ όλους περισσότερο ο,τιδήποτε που βρίσκεται στη ζωή... Η σιωπή τους τριγυρίζει όσο κανενός ζωντανού, υπέροχοι περιφρονητές όλων των πραγμάτων που εμείς ατενίζουμε με λαχτάρα, των μεγάρων και των ανένεων τρωγλοδύτες οριστικοί κάτοικοι δύο μέτρων χώρου.
¬ Στη δική μας αδηφαγία έχουν ν’ αντιτάξουν την απόλυτη αφιλοκέρδεια, στους μάταιους θορύβους μας, τη σιωπή τους που γίνεται δραματική και απόκοσμη κάτω απ’ τον γαλάζιο ουρανό της χειμωνιάτικης καλοσύνης. Αλλά δεν είναι γι’ αυτό που πρέπει ν’ ακολουθούμε την παράδοση και να επισκεπτόμαστε τους νεκρούς.
Είναι τόσοι φίλοι εκεί μέσα. Φίλοι σπουδαίοι από τους ζωντανούς πολύ ανώτεροι όχι γιατί δεν μας γυρεύουν ούτε ρουσφέτια, ούτε δανεικά, μα γιατί κάθε τόσο μας κάνουν να τους θυμόμαστε, να σκεφτόμαστε ότι ένα μέρος της ζωής μας έχει ταφεί μαζί τους και πως πρέπει να ζήσουμε μ’ όλη μας τη δύναμη ότι μας μένει ακόμα. Πρέπει να σκύβουμε κάπου¬κάπου πάνω απ’ τα κάγκελα τα ξεβαμμένα, τα ξεθωριασμένα, τα δαρμένα απ’ την βροχή, ν’ αγγίξουμε τα μαραμένα λουλούδια που ξεφυλλίζονται στο μάρμαρο τους βαλμένα εκεί από κάποιο αγαπητό χέρι που σφίγγανε κάποτε με φιλία ή με πόθο, με λαχταρά ή με στοργή, να περνούμε με τη συντροφιά της αινιγματικής και τόσο διδακτικής σιωπής τους. ¬ Είναι φίλοι που σταδιοδρομήσαμε μαζί, που παλέψαμε για ιδέες ή για γυναίκες που χαρήκαμε κάποιες νύχτες τρελές, σε γλέντια και χορούς, που τσουγκρίσαμε και ήπιαμε σε κέφι ανεμπόδιστο, που ο χρόνος και ο θάνατος είχε σβηστεί από τον χάρτη μας. Μα πρέπει να τους επισκεπτόμαστε για να πλουτίζουμε αυτή τη λιτή κατάσταση με τις αναμνήσεις μας. Είναι κάποια ονόματα και κάποιες ημερομηνίες χαραγμένες στα μάρμαρα που ξυπνούν μέσα μας ολάκερους κόσμους ημέρες, χαρές, συγκινήσεις, αγώνες που τώρα κείτονται κατά το ήμισυ σε ληθαργική ανυπαρξία στον ίσκιο ενός Κυπαρισσιού. Είναι κάποια ονόματα και κάποιες ημερομηνίες χαραγμένες στα μάρμαρα που ξυπνούν μέσα μας ολάκερους κόσμους, ημέρες, στιγμές, χαρές, συγκινήσεις, αγώνες, που τώρα κείτονται κατά το ήμισυ σε ληθαργική ανυπαρξία. Ανάμεσα σ’ αυτά τα μάρμαρα υπάρχει και κάποιο που σκεπάζει ένα κορμί αγαπημένο. Έχει λιώσει από κάτω κι έχει γίνει λουλούδια, ανεμώνες, χαμομήλι και κρίνα. Αυτό κάποτε το κορμί ήταν δικό σας, το σφίγγατε παράφορα μέσα στην αγκαλιά σας. Αυτό το κορμί τώρα κάτω από την πλάκα έχει εξαφανιστεί έχει γίνει μηδέν. Και όμως αυτό το μηδέν ζει μέσα σας με την ένταση των πιο υπαρκτών των πιο ζωντανών πραγμάτων.
*Ο κ. Θεόδωρος Σαρέλας, είναι κειμενογράφος
Αφήστε ένα σχόλιο