ΑΠΕΛΕΥΕΡΩΣΗ ΤΩΝ ΙΩΑΝΝΙΝΩΝ φ.1781
ΙΣΤΟΡΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ
(21.02.2022) .Συμπληρώνονται σήμερα 109 έτη από την απελευθέρωση της μεγαλύτερης και σημαντικότερης πόλης τής Ηπείρου, των Ιωαννίνων, από τον Ελληνικό Στρατό. Για σχεδόν πέντε αιώνες (483 χρόνια για την ακρίβεια) η πρωτεύουσα της Ηπείρου τελούσε υπό Τουρκικό Ζυγό μέχρι το πρωί τής 22ας Φεβρουαρίου του έτους 1913, οπότε ο Ελληνικός Στρατός εισήλθε νικητής και απελευθερωτής στην πόλη των Ιωαννίνων και παρέλασε υπό τις επευφημίες των κατοίκων. Είχαν προηγηθεί η απελευθέρωση της Πρέβεζας και η σημαντική μάχη στο Μπιζάνι, την οποία ο Ελληνικός Στρατός κέρδισε πληρώνοντας βαρύ φόρο αίματος και ανθρωπίνων ζωών.
Το επίτευγμα της Ελλάδας ήταν τεράστιο συγκρινόμενο με το μικρό μέγεθός της, τον πληθυσμό της και λαμβανοντας υπ’ όψη και την καταστροφή τού 1897, που είχε τρώσει βαθύτατα το κύρος και το ηθικό τού Ελληνικού Στρατού και εν γένει τού πληθυσμού τής Χώρας. Για μία ακόμη φορά όμως οι Έλληνες μονιασμένοι μεγαλούργησαν και «χάρισαν» την ελευθερία σ’ ένα μεγάλο κομμάτι του Ελληνισμού που ζούσε υπό Οθωμανική κυριαρχία. Η απελευθέρωση των Ιωαννίνων σήμανε το οριστικό τέλος τής παρουσίας των Οθωμανών στην Ήπειρο και ταυτοχρόνως ανύψωσε στους ουρανούς το γόητρο του λαού μας, η δε Ελληνική Νίκη έγινε αντικείμενο θαυμασμού σε Διεθνές επίπεδο.
Αν και δεν είναι ευρέως γνωστό, οι Ηπειρώτισσες Γυναίκες έδωσαν βροντερό και ουσιαστικό παρόν και σε αυτόν τον αγώνα, πήραν τη σκυτάλη από τις ηρωικές Σουλιώτισσες και την παρέδωσαν στις Γυναίκες τής Πίνδου, αφού βεβαίως στο ενδιάμεσο έπραξαν στο ακέραιο το καθήκον τους με υπερβάλοντα ζήλο και μεγάλη αυταπάρνηση.
Με πρωτοβουλία του Ελληνικού Στρατηγείου τον Οκτώβριο τού έτους 1912 συνεστάθη και οργανώθηκε το εθελοντικής βάσεως «Μικτό Στράτευμα Ηπείρου» (ΜΣΗ) με κύρια αποστολή την αριστερή πλαγιοφυλακή του στρατεύματος, η δε διοίκησή του ανατέθηκε στον έλκοντα την καταγωγή από το Σούλι Υπολοχαγό Μηχανικού Δημήτριο Νότη Μπότσαρη.
Οι Ηπειρώτισσες Γυναίκες εντάχθηκαν αυτοβούλως και αθρόως στο ΜΣΗ και ρίχθηκαν στον αγώνα με απαράμιλλο ηρωισμό ακολουθώντας το προαιώνιο παράδειγμα των γυναικών τού Σουλίου. Σε αναφορά του προς το Αρχηγείο Στρατού (20.12.1912) ο Διοικητής Δημήτριος Μπότρσαρης αναφέρει επί λέξει: «… άλλαι μεν εβοήθουν αυθορμήτως εις την μεταφοράν πολεμοφοδίων και τροφίμων, άλλαι δε συμμετείχαν ουσιαστικώς εις τον αγώνα, δείξασαι σταθερότητα ηθικού σθένους κατά τας μάχας. Τοιαύται υπήρξαν η Λάμπρω η Κοσμηριώτισσα, η Μαρία Ναστούλη, εκ Γεωργάνου, η εκ Γρατσανών Λάμπρω, άλλη τις εκ Ποπόβου κ.λ.π.» Ήταν πολλές οι Ηπειρώτισσες που πολέμησαν και συνέβαλαν στον δίκαιο Απελευθερωτικό Αγώνα. Ανάμεσά τους εξέχουσα θέση κατέχει η Λαμπρινή Λώλη από την Κοσμηρά Ιωαννίνων (Λάμπρω η Κοσμηριώτισσα), η οποία ενδύθηκε στολή Έλληνα Εύζωνα (φουστανέλα) κι έλαβε ενεργό μέρος στην επίθεση της 20ής Φεβρουάριου που είχε ως κατάληξή της την απελευθέρωση της πόλεως των Ιωαννίνων. Εντάχθηκε στην ομάδα τού Οπλαρχηγού Μπράτου, ηγήθηκε μικρής ομάδας αγωνιστών και κατάφερε με την αγωνιστικότητα και το πάθος της να εξολοθρεύσει ολόκληρη, συντεταγμένη μονάδα τού αντιπάλου στρατεύματος.
Και ο εφετινός εορτασμός της απελευθέρωσης των Ιωαννίνων συμπίπτει με τον καθημερινό αγώνα στην οποίο επιδίδεται η Ελληνική Κοινωνία για ν’ αντιμετωπίσει έναν άλλο, αόρατο εχθρό που έχει ενσκήψει με τη μορφή πανδημίας. Η σημερινή επέτειος αποτελεί μία πρώτης τάξεως ευκαιρία να διακηρύξουμε ότι δεν αρκούμαστε στον θαυμασμό των επιτευγμάτων, τής δόξας και της αρετής των ηρωικών προγόνων μας αλλά και εμείς, όπως και οι γενεές που μεσολάβησαν, εμπνεόμεθα από τους αγώνες των προγόνων μας και τηρούμε τον αρχαίο όρκο και φειδόμεθα αγώνων και θυσιών προκειμένου να διαστηρήσουμε την Ελλάδα μας ελεύθερη και ακμάζουσα.
Θα αρχίσω με μια επισήμανση: Κάθε επετειακός χαιρετισμός είναι σίγουρα μια αναγκαιότητα. Ταυτόχρονα όμως είναι και ένας κίνδυνος. Και αναγκαιότητα μεν είναι γιατί, όπως και η προσωπική μας ζωή στηρίζεται στη μνήμη, έτσι και η συλλογική μας ύπαρξη ως έθνος ορίζεται από τα κορυφαία ιστορικά γεγονότα, τη μνήμη των οποίων οφείλουμε να διατηρούμε άγρυπνη. Λαοί που χάνουν την ιστορική τους μνήμη, χάνουν μαζί και τον σωτήριο προσανατολισμό τους. Για τη διατήρηση συνεπώς της μνήμης, μεταξύ άλλων, καταφεύγουμε αναγκαστικά και στο λόγο. Εν γνώσει μας πάντα ότι ο λόγος παραμένει μια επικίνδυνη αναγκαιότητα. Είναι το πιο μεγαλοφυές, αλλά και το πιο θνητό εφεύρημα του ανθρώπου. Μπορεί να συλλάβει τον πυρήνα του ουσιώδους. Μπορεί όμως και να τον κατακρεουργήσει. Γι αυτό το δεύτερο ενδεχόμενο αισθάνομαι ανήμπορος και σχεδόν περισσότερο άναρθρος, ενώ πρέπει μιλήσω. Και αισθάνομαι άναρθρος όχι μόνο από τη δική μου ανεπάρκεια αφού ο λόγος εύκολα μπορεί να εκπέσει σε έναν θνησιγενή ρητορισμό, ή να διολισθήσει σε τυπικούς διθυράμβους από άμβωνος. Αισθάνομαι όμως αμήχανος και για έναν ακόμη λόγο: Γνωρίζουμε ότι ακόμη και ο πιο επιτυχημένος χαιρετισμός, τον οποίο ασφαλώς δεν διεκδικώ, στο πλαίσιο των επετειακών εκδηλώσεων κινδυνεύει να κατασπαραχθεί από την τυποποίηση. Ή να καταλήξει σε μάταιους και νυσταλέους λιβανωτούς.
Θα μπορούσα να ισχυριστώ ότι η σιωπή θα ήταν ίσως ο ακριβέστερος και εμβριθέστερος τρόπος, προκειμένου να τιμηθούν τέτοιου μεγέθους ιστορικά γεγονότα. Θα ήταν, αν, η σιωπή δεν εξέπιπτε τόσο εύκολα σε νάρκη και τελικά σε αδιαφορία. Κι αυτός είναι ο λόγος που σπεύδω να επαναλάβω πως οι επετειακοί λόγοι και χαιρετισμοί, όσο και αν είναι πλημμελείς και βραχύβιοι, ως εργαλείο ανακατασκευής μιας πραγματικότητας, είναι όμως αναγκαίοι.
Αποτελούν, έστω, τον ελάχιστο φόρο μιας οφειλόμενης τιμής. Κάθε κορυφαία ώρα ενός λαού, και τέτοια ήταν η ώρα του 1913, είναι ταυτόχρονα και κορυφαία ώρα Παιδείας. Θα παρακάμψω, λοιπόν, την αφηγηματική μορφή των γεγονότων του 1913.
Και θα επιχειρήσω να προσεγγίσω την α ξ ί α της μνήμης του γεγονότος, ως κορυφαία ώρα παιδείας. Και μάλιστα ύψιστης μορφής παιδείας που δεν εξαγγέλλεται από κάποια έδρα. Αλλά προκύπτει μέσα από μια επίσης εξίσου ύψιστη μορφή πράξης.
Ειδικότερα, μάλιστα, θα επιχειρήσω να προσεγγίσω την ενδεχόμενη συμβολή της μνήμης αυτής στην πρωτόγνωρη κρίση από την οποία δοκιμάζεται εξακολουθητικά η χώρα μας. Με το σκεπτικό ότι ο κώδικας αξιών που υπαγόρευσε τη συστράτευση τότε, είναι ίσως ο ίδιος που απαιτείται και σήμερα, προκείμενου με επιτυχία να βρούμε την έξοδο που θα μας βγάλει από την κρίση. Τι συνέβη τότε είναι γνωστό. Συνοπτικά και γενικεύοντας σημειώνω τα εξής:
Η αδυναμία αντιπαρατάχτηκε με τη δύναμη. Η δικαιοσύνη και η ελευθερία αναμετρήθηκαν με την καταπίεση και την αδικία. Η μετριοπάθεια με την οίηση. Η σχεδόν ανοχύρωτη λιλιπούτεια χώρα μας που μόλις είχε βγει από το ολέθριο 97, αναμετρήθηκε με τη ρομφαία της βαρβαρότητας πεντακοσίων και πλέον χρόνων. Κι έγινε το απίθανο: Ο κομπασμός των δήθεν αήττητων σαρώνεται από τη χλεύη των αδυνάτων. Το ανίσχυρο δίκαιο κατισχύει του πανίσχυρου άδικου. Ότι ίσως, αρχικά φάνταξε ως καθαρή ουτοπία έγινε αδιαμφισβήτητο μέρος της πιο χειροπιαστής πραγματικότητας. Πως έγινε το θαύμα; Τα μεγάλα γεγονότα, καθώς και οι μεγάλοι κίνδυνοι σφυρηλατούν σε καθαρό ατσάλι την έννοια του κ ο ι ν ο ύ και της κ ο ι ν ό τ η τ α ς: Τα άτομα σταματούν για λίγο να είναι οι ατομικές τους ταυτότητες και με τη συμμετοχή τους στην κοινή δράση αναλαμβάνουν το κόστος, αλλά και την προσδοκία του κοινού κέρδους. Είναι την ώρα αυτή που αναδύεται χειροπιαστό το λυκαυγές της έννοια του κοινού καλού και η έννοια του Έθνους. Κι όλα αυτά, μόνον «γιατί έτσι πρέπει» Το τι πρέπει να θυμηθούμε είναι προφανές. Τούτος ο λαός, «ο μικρός κι ο μέγας», αφού παραμέρισε τις όποιες εσωτερικές διαφορές είχε, ανασύνταξε την ιστορική του μνήμη και υπό το ακαταμάχητο ένστικτο της συλλογικής σωτηρίας, ανέλαβε τη συλλογική ευθύνη της αυτοσωτηρίας του. Το «εγώ» τότε υποχωρεί και συναιρείται στη χοάνη ενός ατσάλινου «εμείς». Για να διαμορφώσει έτσι την αναγκαία εκείνη ψυχική ενότητα, που μαζί με την πίστη στο δίκαιο του αγώνα και την παράδοση του έθνους μεταβάλει το αδύνατο σε δυνατό. Το όνειρο σε πραγματικότητα και την ευχή σε πράξη. Γιατί; Απλά , «Γιατί έτσι πρέπει».
Η επέτειος την οποία γιορτάζουμε σήμερα με το διαπρεπές φορτίο της Ιστορίας, που απείραχτο διαπερνά τον καιρό, έρχεται να μας υποδείξει το νεότερο Χρέος μας.
Οι πολιτισμοί δεν δολοφονούνται. Το απέδειξε η σχεδόν μισή χιλιετία σκλαβιάς της πόλης μας. Όταν χάνονται, είναι γιατί αυτοκτονούν οι ίδιοι. Είναι γιατί οι άνθρωποι αυτομολούν οι ίδιοι προς την τραγωδία τους. Το πρόταγμα «όλο και περισσότερα και όλα για μένα», που με τη θέλησή μας κυριάρχησε στους νεότερους καιρούς, αποδείχτηκε ο ασφαλής δρόμος προς την καταστροφή. Το «εσείς» και «εμείς» που, από διαλεκτική διαφορά, διαστροφικά το αφήνουμε να μεταβάλλεται σε εχθρική αντιπαλότητα, οι αγέραστες δηλαδή διχοτόμοι που διαρκώς κατακερματίζουν την έννοια της κοινότητας υποσκάπτουν τη συνύπαρξή μας. Είναι οι πύλες απ όπου ο «εχθρός» διεισδύει μέσα μας. Το πρόταγμα «όλο και περισσότερα και όλα για μένα», που για καιρό και καιρό, σάρωνε τις αδιατίμητες αξίες του αλτρουϊσμού και της αλληλεγγύης, αποθέωνε τον ατομικισμό, κατέστρεφε τη συλλογική συνείδηση, έφτασε σήμερα να μας απειλεί όλους. Το Χρέος μας τώρα είναι να πολεμήσουμε τον ίδιο τον εαυτό μας. Και θα το επιτύχουμε ευκολότερα αν τώρα και όλοι μαζί, σκύψουμε με ευλάβεια στη γενιά του 13 προκειμένου να αντλήσουμε δύναμη από τη δύναμή τους Να υπερβούμε τις διαφορές και τις αδυναμίες μας και να επαναλάβουμε ό, τι έπραξαν εκείνοι την κρίσιμη ώρα του 13. Σήμερα, λοιπόν, είναι και πάλι η ώρα ενός νέου εθνικού συναγερμού. Πρώτα να κοιτάξουμε την αλήθεια κατάματα . Την αλήθεια ποια ήταν πριν, ποια οφείλει να είναι σήμερα. Ο ιστορικός Πολύβιος, σχεδόν δυο χιλιάδες χρόνια πριν, διεμήνυε: «όπως ένα ζώο καταντάει άχρηστο, αν χάσει τα μάτια του, παρόμοια και η Ιστορία , αν της αφαιρέσουν την αλήθεια, απομένει ανώφελη διήγηση»”. Θα πρέπει συνεπώς σήμερα να ανασυντάξουμε και πάλι τη μνήμη μας και να υφάνουμε από την αρχή τις λησμονημένες αξίες της αλληλοκατανόησης και της θυσίας. Προκειμένου να συγκροτήσουμε μια νέα συλλογικότητα, στην οποία ο άλλος δεν θα είναι ξένος, ανταγωνιστής, αλλά συνοδοιπόρος συναγωνιστής και εν τέλει συνάνθρωπος. Και μόνον έτσι θα αντιμετωπίσουμε την κρίση. Διανύουμε ιστορικές στιγμές. Ας ενεργήσουμε έτσι ώστε οι απόγονοί μας να αισθάνονται υπερήφανοι για τις σημερινές επιλογές μας.
Μόνον τότε και το μέλλον μας θα διασώσουμε και τους προγόνους μας επάξια θα τιμήσουμε. Και μόνον έτσι θα τιμήσουμε τους αγώνες για την ελευθερία Και μόνον έτσι θα μας τιμήσει η Ελευθερία. Τελειώνω. Ο Marc Ferro, ένας από τους σημαντικότερους ιστορικούς της εποχής μας, το βιβλίο του «Τύφλωση, ή γιατί αρνούμαστε να δούμε την πραγματικότητα», το τερματίζει με την εξής μελαγχολική προειδοποίηση: «Στον 20ο αι. το κόκκινο της εξέγερσης ήταν το σύμβολο της σημαίας. Ας διασφαλίσουμε ότι στον 21ο αι. το κόκκινο δεν θα είναι το αίμα μας».
Ιωάννα Κασίμη
ΑΠΕΛΕΥΕΡΩΣΗ ΤΩΝ ΙΩΑΝΝΙΝΩΝ
Άρθρο της Ιωάννας Κασίμη*
(21.02.2022) .Συμπληρώνονται σήμερα 109 έτη από την απελευθέρωση της μεγαλύτερης και σημαντικότερης πόλης τής Ηπείρου, των Ιωαννίνων, από τον Ελληνικό Στρατό. Για σχεδόν πέντε αιώνες (483 χρόνια για την ακρίβεια) η πρωτεύουσα της Ηπείρου τελούσε υπό Τουρκικό Ζυγό μέχρι το πρωί τής 22ας Φεβρουαρίου του έτους 1913, οπότε ο Ελληνικός Στρατός εισήλθε νικητής και απελευθερωτής στην πόλη των Ιωαννίνων και παρέλασε υπό τις επευφημίες των κατοίκων. Είχαν προηγηθεί η απελευθέρωση της Πρέβεζας και η σημαντική μάχη στο Μπιζάνι, την οποία ο Ελληνικός Στρατός κέρδισε πληρώνοντας βαρύ φόρο αίματος και ανθρωπίνων ζωών.
Το επίτευγμα της Ελλάδας ήταν τεράστιο συγκρινόμενο με το μικρό μέγεθός της, τον πληθυσμό της και λαμβανοντας υπ’ όψη και την καταστροφή τού 1897, που είχε τρώσει βαθύτατα το κύρος και το ηθικό τού Ελληνικού Στρατού και εν γένει τού πληθυσμού τής Χώρας. Για μία ακόμη φορά όμως οι Έλληνες μονιασμένοι μεγαλούργησαν και «χάρισαν» την ελευθερία σ’ ένα μεγάλο κομμάτι του Ελληνισμού που ζούσε υπό Οθωμανική κυριαρχία. Η απελευθέρωση των Ιωαννίνων σήμανε το οριστικό τέλος τής παρουσίας των Οθωμανών στην Ήπειρο και ταυτοχρόνως ανύψωσε στους ουρανούς το γόητρο του λαού μας, η δε Ελληνική Νίκη έγινε αντικείμενο θαυμασμού σε Διεθνές επίπεδο.
Αν και δεν είναι ευρέως γνωστό, οι Ηπειρώτισσες Γυναίκες έδωσαν βροντερό και ουσιαστικό παρόν και σε αυτόν τον αγώνα, πήραν τη σκυτάλη από τις ηρωικές Σουλιώτισσες και την παρέδωσαν στις Γυναίκες τής Πίνδου, αφού βεβαίως στο ενδιάμεσο έπραξαν στο ακέραιο το καθήκον τους με υπερβάλοντα ζήλο και μεγάλη αυταπάρνηση.
Με πρωτοβουλία του Ελληνικού Στρατηγείου τον Οκτώβριο τού έτους 1912 συνεστάθη και οργανώθηκε το εθελοντικής βάσεως «Μικτό Στράτευμα Ηπείρου» (ΜΣΗ) με κύρια αποστολή την αριστερή πλαγιοφυλακή του στρατεύματος, η δε διοίκησή του ανατέθηκε στον έλκοντα την καταγωγή από το Σούλι Υπολοχαγό Μηχανικού Δημήτριο Νότη Μπότσαρη.
Οι Ηπειρώτισσες Γυναίκες εντάχθηκαν αυτοβούλως και αθρόως στο ΜΣΗ και ρίχθηκαν στον αγώνα με απαράμιλλο ηρωισμό ακολουθώντας το προαιώνιο παράδειγμα των γυναικών τού Σουλίου. Σε αναφορά του προς το Αρχηγείο Στρατού (20.12.1912) ο Διοικητής Δημήτριος Μπότρσαρης αναφέρει επί λέξει: «… άλλαι μεν εβοήθουν αυθορμήτως εις την μεταφοράν πολεμοφοδίων και τροφίμων, άλλαι δε συμμετείχαν ουσιαστικώς εις τον αγώνα, δείξασαι σταθερότητα ηθικού σθένους κατά τας μάχας. Τοιαύται υπήρξαν η Λάμπρω η Κοσμηριώτισσα, η Μαρία Ναστούλη, εκ Γεωργάνου, η εκ Γρατσανών Λάμπρω, άλλη τις εκ Ποπόβου κ.λ.π.» Ήταν πολλές οι Ηπειρώτισσες που πολέμησαν και συνέβαλαν στον δίκαιο Απελευθερωτικό Αγώνα. Ανάμεσά τους εξέχουσα θέση κατέχει η Λαμπρινή Λώλη από την Κοσμηρά Ιωαννίνων (Λάμπρω η Κοσμηριώτισσα), η οποία ενδύθηκε στολή Έλληνα Εύζωνα (φουστανέλα) κι έλαβε ενεργό μέρος στην επίθεση της 20ής Φεβρουάριου που είχε ως κατάληξή της την απελευθέρωση της πόλεως των Ιωαννίνων. Εντάχθηκε στην ομάδα τού Οπλαρχηγού Μπράτου, ηγήθηκε μικρής ομάδας αγωνιστών και κατάφερε με την αγωνιστικότητα και το πάθος της να εξολοθρεύσει ολόκληρη, συντεταγμένη μονάδα τού αντιπάλου στρατεύματος.
Και ο εφετινός εορτασμός της απελευθέρωσης των Ιωαννίνων συμπίπτει με τον καθημερινό αγώνα στην οποίο επιδίδεται η Ελληνική Κοινωνία για ν’ αντιμετωπίσει έναν άλλο, αόρατο εχθρό που έχει ενσκήψει με τη μορφή πανδημίας. Η σημερινή επέτειος αποτελεί μία πρώτης τάξεως ευκαιρία να διακηρύξουμε ότι δεν αρκούμαστε στον θαυμασμό των επιτευγμάτων, τής δόξας και της αρετής των ηρωικών προγόνων μας αλλά και εμείς, όπως και οι γενεές που μεσολάβησαν, εμπνεόμεθα από τους αγώνες των προγόνων μας και τηρούμε τον αρχαίο όρκο και φειδόμεθα αγώνων και θυσιών προκειμένου να διαστηρήσουμε την Ελλάδα μας ελεύθερη και ακμάζουσα.
Θα αρχίσω με μια επισήμανση: Κάθε επετειακός χαιρετισμός είναι σίγουρα μια αναγκαιότητα. Ταυτόχρονα όμως είναι και ένας κίνδυνος. Και αναγκαιότητα μεν είναι γιατί, όπως και η προσωπική μας ζωή στηρίζεται στη μνήμη, έτσι και η συλλογική μας ύπαρξη ως έθνος ορίζεται από τα κορυφαία ιστορικά γεγονότα, τη μνήμη των οποίων οφείλουμε να διατηρούμε άγρυπνη. Λαοί που χάνουν την ιστορική τους μνήμη, χάνουν μαζί και τον σωτήριο προσανατολισμό τους. Για τη διατήρηση συνεπώς της μνήμης, μεταξύ άλλων, καταφεύγουμε αναγκαστικά και στο λόγο. Εν γνώσει μας πάντα ότι ο λόγος παραμένει μια επικίνδυνη αναγκαιότητα. Είναι το πιο μεγαλοφυές, αλλά και το πιο θνητό εφεύρημα του ανθρώπου. Μπορεί να συλλάβει τον πυρήνα του ουσιώδους. Μπορεί όμως και να τον κατακρεουργήσει. Γι αυτό το δεύτερο ενδεχόμενο αισθάνομαι ανήμπορος και σχεδόν περισσότερο άναρθρος, ενώ πρέπει μιλήσω. Και αισθάνομαι άναρθρος όχι μόνο από τη δική μου ανεπάρκεια αφού ο λόγος εύκολα μπορεί να εκπέσει σε έναν θνησιγενή ρητορισμό, ή να διολισθήσει σε τυπικούς διθυράμβους από άμβωνος. Αισθάνομαι όμως αμήχανος και για έναν ακόμη λόγο: Γνωρίζουμε ότι ακόμη και ο πιο επιτυχημένος χαιρετισμός, τον οποίο ασφαλώς δεν διεκδικώ, στο πλαίσιο των επετειακών εκδηλώσεων κινδυνεύει να κατασπαραχθεί από την τυποποίηση. Ή να καταλήξει σε μάταιους και νυσταλέους λιβανωτούς.
Θα μπορούσα να ισχυριστώ ότι η σιωπή θα ήταν ίσως ο ακριβέστερος και εμβριθέστερος τρόπος, προκειμένου να τιμηθούν τέτοιου μεγέθους ιστορικά γεγονότα. Θα ήταν, αν, η σιωπή δεν εξέπιπτε τόσο εύκολα σε νάρκη και τελικά σε αδιαφορία. Κι αυτός είναι ο λόγος που σπεύδω να επαναλάβω πως οι επετειακοί λόγοι και χαιρετισμοί, όσο και αν είναι πλημμελείς και βραχύβιοι, ως εργαλείο ανακατασκευής μιας πραγματικότητας, είναι όμως αναγκαίοι.
Αποτελούν, έστω, τον ελάχιστο φόρο μιας οφειλόμενης τιμής. Κάθε κορυφαία ώρα ενός λαού, και τέτοια ήταν η ώρα του 1913, είναι ταυτόχρονα και κορυφαία ώρα Παιδείας. Θα παρακάμψω, λοιπόν, την αφηγηματική μορφή των γεγονότων του 1913.
Και θα επιχειρήσω να προσεγγίσω την α ξ ί α της μνήμης του γεγονότος, ως κορυφαία ώρα παιδείας. Και μάλιστα ύψιστης μορφής παιδείας που δεν εξαγγέλλεται από κάποια έδρα. Αλλά προκύπτει μέσα από μια επίσης εξίσου ύψιστη μορφή πράξης.
Ειδικότερα, μάλιστα, θα επιχειρήσω να προσεγγίσω την ενδεχόμενη συμβολή της μνήμης αυτής στην πρωτόγνωρη κρίση από την οποία δοκιμάζεται εξακολουθητικά η χώρα μας. Με το σκεπτικό ότι ο κώδικας αξιών που υπαγόρευσε τη συστράτευση τότε, είναι ίσως ο ίδιος που απαιτείται και σήμερα, προκείμενου με επιτυχία να βρούμε την έξοδο που θα μας βγάλει από την κρίση. Τι συνέβη τότε είναι γνωστό. Συνοπτικά και γενικεύοντας σημειώνω τα εξής:
Η αδυναμία αντιπαρατάχτηκε με τη δύναμη. Η δικαιοσύνη και η ελευθερία αναμετρήθηκαν με την καταπίεση και την αδικία. Η μετριοπάθεια με την οίηση. Η σχεδόν ανοχύρωτη λιλιπούτεια χώρα μας που μόλις είχε βγει από το ολέθριο 97, αναμετρήθηκε με τη ρομφαία της βαρβαρότητας πεντακοσίων και πλέον χρόνων. Κι έγινε το απίθανο: Ο κομπασμός των δήθεν αήττητων σαρώνεται από τη χλεύη των αδυνάτων. Το ανίσχυρο δίκαιο κατισχύει του πανίσχυρου άδικου. Ότι ίσως, αρχικά φάνταξε ως καθαρή ουτοπία έγινε αδιαμφισβήτητο μέρος της πιο χειροπιαστής πραγματικότητας. Πως έγινε το θαύμα; Τα μεγάλα γεγονότα, καθώς και οι μεγάλοι κίνδυνοι σφυρηλατούν σε καθαρό ατσάλι την έννοια του κ ο ι ν ο ύ και της κ ο ι ν ό τ η τ α ς: Τα άτομα σταματούν για λίγο να είναι οι ατομικές τους ταυτότητες και με τη συμμετοχή τους στην κοινή δράση αναλαμβάνουν το κόστος, αλλά και την προσδοκία του κοινού κέρδους. Είναι την ώρα αυτή που αναδύεται χειροπιαστό το λυκαυγές της έννοια του κοινού καλού και η έννοια του Έθνους. Κι όλα αυτά, μόνον «γιατί έτσι πρέπει» Το τι πρέπει να θυμηθούμε είναι προφανές. Τούτος ο λαός, «ο μικρός κι ο μέγας», αφού παραμέρισε τις όποιες εσωτερικές διαφορές είχε, ανασύνταξε την ιστορική του μνήμη και υπό το ακαταμάχητο ένστικτο της συλλογικής σωτηρίας, ανέλαβε τη συλλογική ευθύνη της αυτοσωτηρίας του. Το «εγώ» τότε υποχωρεί και συναιρείται στη χοάνη ενός ατσάλινου «εμείς». Για να διαμορφώσει έτσι την αναγκαία εκείνη ψυχική ενότητα, που μαζί με την πίστη στο δίκαιο του αγώνα και την παράδοση του έθνους μεταβάλει το αδύνατο σε δυνατό. Το όνειρο σε πραγματικότητα και την ευχή σε πράξη. Γιατί; Απλά , «Γιατί έτσι πρέπει».
Η επέτειος την οποία γιορτάζουμε σήμερα με το διαπρεπές φορτίο της Ιστορίας, που απείραχτο διαπερνά τον καιρό, έρχεται να μας υποδείξει το νεότερο Χρέος μας.
Οι πολιτισμοί δεν δολοφονούνται. Το απέδειξε η σχεδόν μισή χιλιετία σκλαβιάς της πόλης μας. Όταν χάνονται, είναι γιατί αυτοκτονούν οι ίδιοι. Είναι γιατί οι άνθρωποι αυτομολούν οι ίδιοι προς την τραγωδία τους. Το πρόταγμα «όλο και περισσότερα και όλα για μένα», που με τη θέλησή μας κυριάρχησε στους νεότερους καιρούς, αποδείχτηκε ο ασφαλής δρόμος προς την καταστροφή. Το «εσείς» και «εμείς» που, από διαλεκτική διαφορά, διαστροφικά το αφήνουμε να μεταβάλλεται σε εχθρική αντιπαλότητα, οι αγέραστες δηλαδή διχοτόμοι που διαρκώς κατακερματίζουν την έννοια της κοινότητας υποσκάπτουν τη συνύπαρξή μας. Είναι οι πύλες απ όπου ο «εχθρός» διεισδύει μέσα μας. Το πρόταγμα «όλο και περισσότερα και όλα για μένα», που για καιρό και καιρό, σάρωνε τις αδιατίμητες αξίες του αλτρουϊσμού και της αλληλεγγύης, αποθέωνε τον ατομικισμό, κατέστρεφε τη συλλογική συνείδηση, έφτασε σήμερα να μας απειλεί όλους. Το Χρέος μας τώρα είναι να πολεμήσουμε τον ίδιο τον εαυτό μας. Και θα το επιτύχουμε ευκολότερα αν τώρα και όλοι μαζί, σκύψουμε με ευλάβεια στη γενιά του 13 προκειμένου να αντλήσουμε δύναμη από τη δύναμή τους Να υπερβούμε τις διαφορές και τις αδυναμίες μας και να επαναλάβουμε ό, τι έπραξαν εκείνοι την κρίσιμη ώρα του 13. Σήμερα, λοιπόν, είναι και πάλι η ώρα ενός νέου εθνικού συναγερμού. Πρώτα να κοιτάξουμε την αλήθεια κατάματα . Την αλήθεια ποια ήταν πριν, ποια οφείλει να είναι σήμερα. Ο ιστορικός Πολύβιος, σχεδόν δυο χιλιάδες χρόνια πριν, διεμήνυε: «όπως ένα ζώο καταντάει άχρηστο, αν χάσει τα μάτια του, παρόμοια και η Ιστορία , αν της αφαιρέσουν την αλήθεια, απομένει ανώφελη διήγηση»”. Θα πρέπει συνεπώς σήμερα να ανασυντάξουμε και πάλι τη μνήμη μας και να υφάνουμε από την αρχή τις λησμονημένες αξίες της αλληλοκατανόησης και της θυσίας. Προκειμένου να συγκροτήσουμε μια νέα συλλογικότητα, στην οποία ο άλλος δεν θα είναι ξένος, ανταγωνιστής, αλλά συνοδοιπόρος συναγωνιστής και εν τέλει συνάνθρωπος. Και μόνον έτσι θα αντιμετωπίσουμε την κρίση. Διανύουμε ιστορικές στιγμές. Ας ενεργήσουμε έτσι ώστε οι απόγονοί μας να αισθάνονται υπερήφανοι για τις σημερινές επιλογές μας.
Μόνον τότε και το μέλλον μας θα διασώσουμε και τους προγόνους μας επάξια θα τιμήσουμε. Και μόνον έτσι θα τιμήσουμε τους αγώνες για την ελευθερία Και μόνον έτσι θα μας τιμήσει η Ελευθερία. Τελειώνω. Ο Marc Ferro, ένας από τους σημαντικότερους ιστορικούς της εποχής μας, το βιβλίο του «Τύφλωση, ή γιατί αρνούμαστε να δούμε την πραγματικότητα», το τερματίζει με την εξής μελαγχολική προειδοποίηση: «Στον 20ο αι. το κόκκινο της εξέγερσης ήταν το σύμβολο της σημαίας. Ας διασφαλίσουμε ότι στον 21ο αι. το κόκκινο δεν θα είναι το αίμα μας».
Ιωάννα Κασίμη
Ειδική Συνεργάτης Περιφερειάρχη Πελοποννήσου Π.Ε. Κορινθίας
Αφήστε ένα σχόλιο