Με αφορμή την τηλεοπτική σειρά για τον Άγιο Παΐσιο Φ.1784
΄Ενας ξερριζωμός που δεν μαράθηκε ποτέ
του Αλέξανδρου Κωστάρα*
|
Για το δράμα της προσφυγιάς του μικρασιατικού Ελληνισμού σήμερα ο λόγος. Μάς τον θυμίζει ο πόλεμος της Ουκρανίας, αν και εκεί οι προσφυγικές ροές που σχηματίσθηκαν προς διάφορες κατευθύνσεις εξ αιτίας του πολέμου δεν φαίνεται να έχουν τον χαρακτήρα του ξερριζωμού.
Είναι άλλο πράγμα να φεύγεις από την πατρίδα σου μέχρι να λήξει ο πόλεμος, επιφυλασσόμενος να επανέλθεις σε αυτήν, μόλις περάσει η λαίλ α π α .Και άλλο πράγμα να ξερριζώνεσαι αναγκαστικά και οριστικά από αυτήν, διότι τα εδάφη σου τα διαφεντεύει πια ο εχθρός, ο οποίος έχει δείξει με πολλούς τρόπους ότι δεν ανέχεται στα καταπατημένα «χωράφια» του άλλες «καλλιέργειες», εκτός από αυτές που «φυτεύει» ο ίδιος ή είναι συμβατές με τις δικές του. Όσες παραμείνουν εκεί, γνωρίζει, πώς να τις αφανίσει: τις κόβει και τις πετάει. «Δέντρα» «ξερριζωμένα» όλοι οι Μικρασιάτες πρόσφυγες. Δεν «μαράθηκαν» όμως ποτέ, διότι παρά τον «ξερριζωμό», κράτησαν μέσα τους τούς «χυμούς» που κουβαλούσαν, όπως γίνεται και με την μεταφύτευση ενός φυτού ή ενός δένδρου. Έτσι, όταν «μεταφυτεύθηκαν» και «ρίζωσαν» στην Μητέρα-Πατρίδα, έβγαλαν καινούργιους «κλώνους» που τράφηκαν από τους «χυμούς» τους και έδωσαν πλούσια «ανθοφορία» με αξιοθαύμαστη συγκομιδή των καρπών της. Ποιοί ήσαν οι «χυμοί» αυτών των «ξερριζωμένων» «δένδρων», το γνωρίζουμε όλοι. Μας το θυμίζει άλλωστε μια τηλεοπτική σειρά, που προβάλλεται αυτήν την περίοδο από μεγάλο τηλεοπτικό σταθμό πανελλαδικής εμβέλειας με τίτλο «Άγιος Παΐσιος από τα Φάρασα στον Ουρανό».
Στο έργο αυτό προβάλλονται τα βάσανα και οι ταλαιπωρίες των κατοίκων ενός χωριού από την αγιοτόκο Καππαδοκία, οι οποίοι, για να αποφύγουν την σφαγή τους από τους Τούρκους μετά την Μικρασιατική Καταστροφή, πήραν τον δρόμο της προσφυγιάς στην Ελλάδα. Καθοδηγητής αυτών των χωριανών από τα Φάρασα της Καππαδοκίας ήταν ένας σεπτός γέροντας:
Ο πνευματικός τους πατέρας Αρσένιος, ο οποίος μετά την κοίμησή του, λίγο καιρό μετά την άφιξή τους στην Ελλάδα, ανακηρύχθηκε Άγιος από την Εκκλησία μας. Όχι βέβαια για την συμβολή του στην ασφαλή μετεγκατάσταση στην μητέρα-πατρίδα των κατοίκων του χωριού του, αλλά για αυτό που ήταν. Και το προσέφερε ως πνευματική γαλουχία στους συγχωριανούς του με την διδαχή και με το παράδειγμά του. Οι χωριανοί από τα Φάρασα, όπως γίνεται με κάθε ξερριζωμό, φεύγοντας για την Ελλάδα δεν μπορούσαν να πάρουν μαζί τους τίποτε από τον μεγάλο πλούτο που διέθεταν στα μέρη του ξερριζωμού τους. Μόνον ό,τι μπορούσαν να βάλουν μέσα στα ταγάρια τους ή να κρατήσουν στα χέρια τους. Η εν λόγω τηλεοπτική σειρά μάς δείχνει, ποιά ήταν η επιλογή τους. Ποιός ήταν ο πλούτος του πλούτου τους:
Δύο τεράστιες εικόνες που τις βαστούσαν δύο άνδρες, ο ένας από την μια μεριά και ο άλλος από την άλλη. Δύο εικόνες αφιερωμένες η μια στον Χριστό και η άλλη στην Παναγία. Το βάρος τους τόσες μέρες πεζοπορείας στον δρόμο της προσφυγιάς ήταν φορτίο ελαφρύ, το οποίο κουβαλούσαν αγόγγυστα. Όχι ως αγγαρεία, αλλά ως ομολογία πίστης σε Εκεινον, ο οποίος σήκωσε στους ώμους Του το βάρος όλου του κόσμου. Η αχθοφορία των εικόνων του Θεανθρώπου και της Υπεραγίας Μητέρας Του ήταν για αυτούς μια πράξη ανάβασης ψυχής σε ένα ύψωμα σαν τον Γολγοθά που κάνει το φορτίο πιό ανάλφρο, όταν ξέρεις, τί θα συναντήσεις στην κορυφή του.
Όλα αυτά είχαν γίνει ένα με τους «χυμούς» που κουβαλούσαν μέσα τους οι «ξερριζωμένοι» του χωριού από την Καππαδοκία. Ήσαν οι «χυμοί» που έθρεψαν τόσο τους προπάτορές τους όσο και τους ίδιους. Δεν ήσαν άγιοι οι χωριανοί από τα Φάρασα. Άνθρωποι στα μέτρα τα δικά μας ήσαν.
Με αδυναμίες και πάθη.
Είχαν όμως ταπείνωση και διάθεση συγχωρητικότητας για τα λάθη των συνανθρώπων τους. Από τους κόλπους αυτών των «ξερριζωμένων» βγήκαν δύο Άγιοι: ο Αρσένιος και ο Παΐσιος. Τις «διαδρομές» και τα «αποτυπώματά» τους, τα οποία επηρέασαν βαθειά τους ανθρώπους της κοινωνίας του συγκεκριμένου χωριού, που ακολούθησε την προσφυγιά, «χαρτογραφεί» η συζητούμενη τηλεοπτική σειρά, η οποία σημειώνει εξαιρετικά υψηλά ποσοστά τηλεθέασης. Οι τηλεθεατές που την παρακολουθούν βλέπουν ένα έργο, το οποίο προβάλλει εκείνο που λείπει από όλους μας στην σημερινή κοινωνία:
Την αλληλοκατανόηση για τις ανεπαρκειές μας.
Την παραίτηση από την πολεμική ετοιμότητα απέναντι στους άλλους, που την κουβαλάμε όλοι μέσα μας καμουφλαρισμένη περιμένοντας τον άλλον να κάνει κάτι που το ερμηνεύουμε ως «επίθεση» εναντίον μας, ώστε να αδειάσουμε επάνω του όλα τα εσώψυχά μας, για να του δείξουμε, ποιοί είμαστε εμείς. Το γεγονός της υψηλής τηλεθέασης αυτού του έργου δεν εμπόδισε βέβαια κάποιους, επαγγελματίες ή αυτόκλητους κριτικούς, να εκφρασθούν υποτιμητικά για αυτό και να απαξιώσουν την σχετική εκπομπή. Είναι οι ίδιοι άνθρωποι, οι οποίοι πριν από επτά περίπου μήνες έπραξαν το ίδιο με την κριτική τους και στην κινηματογραφική ταινία «ο Άνθρωπος του Θεού». Χωρίς να εκπροσωπούν τις απόψεις της πλειοψηφίας των ανθρώπων, που αποδέχθηκαν ευμενώς τα έργα αυτά, οι επικριτές τους μάς επισημαίνουν κάτι που δεν μπορούμε να το προσπεράσουμε αδιάφορα. Μάς δείχνουν δηλ. αφ’ ενός μεν την αρνητική προσωπική τους στάση στην προβληματική και στην θεματογραφία που προβάλλουν τα σχετικά έργα, αφ’ ετέρου δε μάς μεταφέρουν την περιρρέουσα ατμόσφαιρα μιας υλόφρονος κοινωνίας, η οποία κινείται στις «λεωφόρους» του μηδενισμού που έχει χαράξει, για να εξυπηρετούν τις καθημερινές «διαδρομές» των μελών της στην επικράτειά του. Γι’ αυτό βλέπει περιφρονητικά τα στενά «δρομάκια» της αγιότητας, που περνούν δίπλα από τις «λεωφόρους» αυτές. Κάτω από τις συνθήκες αυτές λογικό είναι μια τέτοια κοινωνία να μη αντέχει στους κόλπους της την αγιότητα. Όση αξία είχε ο προφητικός λόγος στην κοινωνία των Σοδόμων και των Γομμόρων, άλλη τόση αξία έχει ένας λόγος αγιότητας στην σημερινή κοινωνία, η οποία μοιάζει σε πολλά σημεία της με εκείνη την κοινωνία της διαστροφής, που είχε εκτοπίσει από τους κόλπους της τον Θεό.
Με τα δεδομένα αυτά δεν χρειάζεται να σκεφθούμε πολύ, για να πούμε, ποιούς εκπροσωπούν οι επικριτές του προαναφερθέντος τηλεοπτικού έργου για τον Άγιο Παΐσιο. Ανήκουν σε εκείνους, οι οποίοι «ξερρίζωσαν» με τα ίδια τους τα χέρια τα πιστεύματα που είχαν «σπείρει» μέσα τους οι προπάτορές τους και πρωτίστως την πίστη στον Θεό. Πολλοί από αυτούς προέρχονται από τους άλλους «ξερριζωμένους» της προσφυγιάς, διότι δεν μπόρεσαν να αντισταθούν στην επέλαση της αλλοτρίωσης που «ισοπέδωσε» ό,τι στεκόταν ακόμη όρθιο μέσα τους. Είναι οι «καλαμαράδες», εκείνοι δηλ. που έμαθαν δυο αράδες γράμματα και άφησαν τον ορθολογισμό να τούς βγάλει από τον δρόμο του Θεού και να τούς οδηγήσει στις «λεωφόρους», που οδηγούν στην άβυσσο του μηδενισμού. Τα είχε προβλέψει όλα αυτά ο Πατροκοσμάς, όταν έλεγε ότι το κακό θα έρθει από τους γραμματιζούμενους που δεν έχουν πίστη στον Θεό. Δεν το βλέπουμε το «κακό» αυτό σήμερα που «ροκανίζει» σιγά-σιγά την παραδοσιακή Ελλάδα, για να την εξαφανίσει; Είναι η Ελλάδα που την κράτησαν ζωντανή οι προπάτορες μας στις σκληρές συνθήκες της μακραίωνης δουλείας υπό τον οθωμανικό ζυγό και με την Εθνεγερσία μάς την παρέδωσαν αλώβητη, για να κρατήσουμε άσβεστη την «φλόγα» του παραδοσιακού Ελληνισμού.
Αυτήν την φλόγα την έκαναν να «τρεμοσβήνει» σήμερα οι μηδενιστές επικριτές της εν λόγω τηλεοπτικής σειράς, χωρίς να έχουν, κατά τα λοιπά, κανένα ενδοιασμό να εορτάσουν αύριο μαζί μας την 201η επέτειο της Εθνεγερσίας, όπως κάνουν όλοι οι δολοφόνοι, οι οποίοι με περισσή υποκρισία και αναλγησία δεν διστάζουν να παραστούν στην ημέρα μνήμης εκείνου που δολοφόνησαν.
* Ο κ.Αλεξάνδρος Π. Κωστάρας είναι Ομότιμος Καθηγητής Πανεπιστημίου Θράκης
Αφήστε ένα σχόλιο