Αφιέρωμα σε έναν Ήρωα του προδομένου Κυπριακού Αγώνα /Φ.1801
Από το βιβλίο του Σάββα Καλεντερίδη (Ινφογνώμων): Νικόλαος Κατούντας. Ο Λεωνίδας της Κερύνειας
Στον Ήρωά μου…
Σταυρούλα Κατούντα Σύζυγος του Ήρωα Νικαλάου Κατούντα
Ιούλιος του 1974 στην Κύπρο. Βρεθήκαμε στο μάτι του κυκλώνα. Ο άνδρας μου είχε πάρει μετάθεση για την Κερύνεια. Εγκατασταθήκαμε σ’ ένα σπίτι κοντά στη θάλασσα. Έκανε ζέστη εκείνο το καλοκαίρι. Η ατμόσφαιρα βαριά. Ο άνεμος σηκωνόταν απ’ το πέλαγος και έφερνε υγρασία. Ο άνεμος σηκωνόταν από την Ιστορία κι έφερνε σκιές, κακά προμηνύματα για ό,τι θα ακολουθούσε. Τα γεγονότα καταιγιστικά, η μισή Κύπρος θα χανόταν. Ήταν σχεδόν προδιαγεγραμμένο, συμφωνημένο, αμετάκλητο. Κάποιοι έπαιζαν με τις τύχες μας και τις ζωές μας, οι Τούρκοι προέλαυναν, ανέπτυσσαν τις δυνάμεις τους, μας περικύκλωναν.
Ζούσαμε στη μαγευτική Κερύνεια. Εγώ τότε ήμουν με ένα μωρό μηνών στην αγκαλιά κι ένα στην κοιλιά μου, έξι μηνών έγκυος. Ο Νικόλας 30 χρονών, στα όπλα, έδινε μάχες καθημερινά, πολιορκούσε οχυρά, διοικητής του λόχου καταδρομών της 33 ΜΚ, έμελλε να παίξει το μοιραίο ρόλο, να πάρει πάνω του το άχθος ενός ανελέητου πολέμου, ενός προδομένου αγώνα εκεί ψηλά, στο λόφο του Αγίου Ιλαρίωνα και στις μάχες του Αγ. Γεωργίου. Πώς γεννιούνται άραγε οι ήρωες;
Ποιο φως τους οδηγεί, ενώ οι άλλοι περνούν αθέατοι στο σκοτάδι; Αδυσώπητη η μνήμη, δεν τους χωράει όλους, ξεδιαλέγει τους ανθρώπους με τα δικά της μέτρα, όσο κι αν κάποιοι αποτολμούν να ανασκευάσουν την Ιστορία.
Ιούλιο του 1974 στην Κερύνεια, σ’ αποχαιρέτησα με σφιγμένη καρδιά κρατώντας το μωρό μας στην αγκαλιά. Σαν κάτι να μου έλεγε πως δεν θα σε ξανάβλεπα, σαν κάτι να μου φώναζε να σε σταματήσω. Κοντοστάθηκες στην πόρτα. Έλαμπες μέσα στη στρατιωτική στολή, όμορφος σαν άγιος σε εικόνισμα -έτσι μου φάνηκες- αλλά και μ’ έναν αέρα από αρχαίο Έλληνα πολεμιστή. Όμως ποιος μπόρεσε ποτέ να αναστρέψει το κακό, να αλλάξει αυτά που ετοιμάζει ύπουλα η συγκυρία; Κι έτσι, ήρθαν τα κακά μαντάτα σύντομα: αγνοούμενος κατά κόσμον, για τις καρδιές μας πάντα ΠΑΡΩΝ, για τους στρατιώτες σου ΑΘΑΝΑΤΟΣ, για τους Έλληνες ΗΡΩΑΣ. Όμως για μένα, τη θνητή γυναίκα σου, Νικόλα, η συνέχεια... ένα ατέλειωτο κι οδυνηρό ταξίδι μέσα σε γρίφους και αναπάντητα ερωτήματα.
Ίσως αν είχαν έρθει τα πράγματα αλλιώς, ίσως αν δεν ήταν ο προορισμός σου να φυλάς Θερμοπύλες εκεί κάτω στη θαλασσοφίλητη Κύπρο με την περιβολή της αιωνιότητας, μια τέτοια ηλιόλουστη μέρα σαν τη σημερινή θα κατεβαίναμε χέρι-χέρι ως τη θάλασσα για να ατενίσουμε το ηλιοβασίλεμα, σαν ένα ζευγάρι όπως όλα τα άλλα -ω, πόσες φορές ζήλεψα τους ανώνυμους ανθρώπους! Πόσο λαχτάρισα ένα άγγιγμα σου, ένα φιλί, έστω μια λέξη σου, μια από τις απλές συνηθισμένες λέξεις σου, τη τρυφερή φωνή σου, το γέλιο σου, ναι, εκείνο το πηγαίο γέλιο σου, τη νοτισμένη ανάσα σου που την πήρε υστερόβουλα η Ιστορία.
Υψηλό το καθήκον στην Πατρίδα, βαρύ για τους δικούς μου ώμους και των παιδιών σου, να σε μοιραζόμαστε μ’ ένα ολόκληρο Έθνος. Το ξέρω, δεν είναι εύκολο να είσαι γυναίκα ενός ήρωα. Σημαίνει μοναξιά και περιπλάνηση μέσα στη μοναξιά του κόσμου, σημαίνει αγώνες με θεούς και δαίμονες, σημαίνει αναμέτρηση σε μια άσπλαχνη εποχή που τίποτα δεν ξέρει να δικαιώνει, σημαίνει αυτοθυσία. Χρόνια περιπλανήθηκα λοιπόν, Νικόλα. Ο κόσμος είναι απέραντος και ταυτόχρονα πολύ μικρός χωρίς εσένα.
Περιπλανήθηκα για να σε ξαναβρώ, γιατί για μένα δεν αγνοείσαι, ούτε χάθηκες ποτέ, κάπου εκεί περιμένεις στους λόφους της Κερύνειας, στις αμμουδιές της Κύπρου τριγυρίζεις κάτω από ένα αμόλυντο φως, μ’ ένα αστραφτερό χαμόγελο και το χρόνο σταματημένο στις πτυχές του ρούχου σου και τον αιώνα να φυσάει στα μαλλιά σου. Ήταν άραγε δώρο να δέσω τη ζωή μου μ’ έναν ήρωα; Ήταν το άγγιγμα μιας μοίρας πιο άδικης απ’ των άλλων γυναικών, πιο όμορφης και τιμητικής ωστόσο, μέσα στην οδύνη της;
Ήταν ευλογία άραγε, Νικόλα, που διάλεξες να ξεχωρίσεις, να γίνεις σύμβολο και μύθος για έναν ολόκληρο λαό και να μας λείψεις
Ζούσαμε στη μαγευτική Κερύνεια. Εγώ τότε ήμουν με ένα μωρό μηνών στην αγκαλιά κι ένα στην κοιλιά μου, έξι μηνών έγκυος. Ο Νικόλας 30 χρονών, στα όπλα, έδινε μάχες καθημερινά, πολιορκούσε οχυρά, διοικητής του λόχου καταδρομών της 33 ΜΚ, έμελλε να παίξει το μοιραίο ρόλο, να πάρει πάνω του το άχθος ενός ανελέητου πολέμου, ενός προδομένου αγώνα εκεί ψηλά, στο λόφο του Αγίου Ιλαρίωνα και στις μάχες του Αγ. Γεωργίου. Πώς γεννιούνται άραγε οι ήρωες;
Ποιο φως τους οδηγεί, ενώ οι άλλοι περνούν αθέατοι στο σκοτάδι; Αδυσώπητη η μνήμη, δεν τους χωράει όλους, ξεδιαλέγει τους ανθρώπους με τα δικά της μέτρα, όσο κι αν κάποιοι αποτολμούν να ανασκευάσουν την Ιστορία.
Ιούλιο του 1974 στην Κερύνεια, σ’ αποχαιρέτησα με σφιγμένη καρδιά κρατώντας το μωρό μας στην αγκαλιά. Σαν κάτι να μου έλεγε πως δεν θα σε ξανάβλεπα, σαν κάτι να μου φώναζε να σε σταματήσω. Κοντοστάθηκες στην πόρτα. Έλαμπες μέσα στη στρατιωτική στολή, όμορφος σαν άγιος σε εικόνισμα -έτσι μου φάνηκες- αλλά και μ’ έναν αέρα από αρχαίο Έλληνα πολεμιστή. Όμως ποιος μπόρεσε ποτέ να αναστρέψει το κακό, να αλλάξει αυτά που ετοιμάζει ύπουλα η συγκυρία; Κι έτσι, ήρθαν τα κακά μαντάτα σύντομα: αγνοούμενος κατά κόσμον, για τις καρδιές μας πάντα ΠΑΡΩΝ, για τους στρατιώτες σου ΑΘΑΝΑΤΟΣ, για τους Έλληνες ΗΡΩΑΣ. Όμως για μένα, τη θνητή γυναίκα σου, Νικόλα, η συνέχεια... ένα ατέλειωτο κι οδυνηρό ταξίδι μέσα σε γρίφους και αναπάντητα ερωτήματα.
Ίσως αν είχαν έρθει τα πράγματα αλλιώς, ίσως αν δεν ήταν ο προορισμός σου να φυλάς Θερμοπύλες εκεί κάτω στη θαλασσοφίλητη Κύπρο με την περιβολή της αιωνιότητας, μια τέτοια ηλιόλουστη μέρα σαν τη σημερινή θα κατεβαίναμε χέρι-χέρι ως τη θάλασσα για να ατενίσουμε το ηλιοβασίλεμα, σαν ένα ζευγάρι όπως όλα τα άλλα -ω, πόσες φορές ζήλεψα τους ανώνυμους ανθρώπους! Πόσο λαχτάρισα ένα άγγιγμα σου, ένα φιλί, έστω μια λέξη σου, μια από τις απλές συνηθισμένες λέξεις σου, τη τρυφερή φωνή σου, το γέλιο σου, ναι, εκείνο το πηγαίο γέλιο σου, τη νοτισμένη ανάσα σου που την πήρε υστερόβουλα η Ιστορία.
Υψηλό το καθήκον στην Πατρίδα, βαρύ για τους δικούς μου ώμους και των παιδιών σου, να σε μοιραζόμαστε μ’ ένα ολόκληρο Έθνος. Το ξέρω, δεν είναι εύκολο να είσαι γυναίκα ενός ήρωα. Σημαίνει μοναξιά και περιπλάνηση μέσα στη μοναξιά του κόσμου, σημαίνει αγώνες με θεούς και δαίμονες, σημαίνει αναμέτρηση σε μια άσπλαχνη εποχή που τίποτα δεν ξέρει να δικαιώνει, σημαίνει αυτοθυσία. Χρόνια περιπλανήθηκα λοιπόν, Νικόλα. Ο κόσμος είναι απέραντος και ταυτόχρονα πολύ μικρός χωρίς εσένα.
Περιπλανήθηκα για να σε ξαναβρώ, γιατί για μένα δεν αγνοείσαι, ούτε χάθηκες ποτέ, κάπου εκεί περιμένεις στους λόφους της Κερύνειας, στις αμμουδιές της Κύπρου τριγυρίζεις κάτω από ένα αμόλυντο φως, μ’ ένα αστραφτερό χαμόγελο και το χρόνο σταματημένο στις πτυχές του ρούχου σου και τον αιώνα να φυσάει στα μαλλιά σου. Ήταν άραγε δώρο να δέσω τη ζωή μου μ’ έναν ήρωα; Ήταν το άγγιγμα μιας μοίρας πιο άδικης απ’ των άλλων γυναικών, πιο όμορφης και τιμητικής ωστόσο, μέσα στην οδύνη της;
Ήταν ευλογία άραγε, Νικόλα, που διάλεξες να ξεχωρίσεις, να γίνεις σύμβολο και μύθος για έναν ολόκληρο λαό και να μας λείψεις
Αφήστε ένα σχόλιο