Δράση 2ου Γυμνασίου Κορίνθου /Φ.1801
«Μικρασιατική Καταστροφή – 100 χρόνια μετά»
3 Ποιήματα για την Μικρασιατική καταστροφή
Με ενός αγγέλου την ματιά: Σμύρνη 1922
Κατακαημένη Γη…
Πονεμένες πατρίδες
Οι μαθητές της Γ΄ τάξης του 2ου Γυμνασίου Κορίνθου τιμούν την επέτειο των 100 χρόνων από την Μικρασιατική Καταστροφή
Στο πλαίσιο εκπαιδευτικού προγράμματος πραγματοποιήθηκε μία αξιέπαινη δράση στο 2ο Γυμνάσιο Κορίνθου με θέμα: «Μικρασιατική Καταστροφή – 100 χρόνια μετά», για να θυμίσει στους νεοέλληνες το ιερό καθήκον διατήρησης της ιστορικής μνήμης και τιμής στους προγόνους.
Η φιλόλογος, κα Φωτεινή Κωνσταντέλλου-Αλέξη, υπεύθυνη επιμέλειας της δράσης μάς ενημέρωσε για το περιεχόμενο αυτής που περιλάμβανε προβολή του χρονικού της μικρασιατικής εκστρατείας, συζήτηση και επίδοση ερωτηματολογίων στους μαθητές, παρακολούθηση της ταινίας «Σμύρνη μου Αγαπημένη» σε τοπικό κινηματογράφο και τέλος επετειακή εκδήλωση για τα 100 χρόνια των πεπραγμένων της Μικρασίας στο Εργατικό Κέντρο Κορίνθου.
Την εκδήλωση τίμησε με την παρουσία της και συμπλήρωσε με την έκθεση κειμηλίων, ενδυμασιών και άλλων ενθυμίων της μικρασιατικής εποποιίας η πρόεδρος της Μικρασιατικής Στέγης Κορίνθου, κα Βασιλική Ευστρατιάδου.
Το καλλιτεχνικό αποτέλεσμα της εν λόγω δράσης ήταν η παραγωγή πλούσιου λογοτεχνικού και εικαστικού υλικού κυρίως από τρεις μαθητές της Γ΄ τάξης του 2ου Γυμνασίου Κορίνθου, οι οποίοι και επιβραβεύτηκαν για την συμμετοχή τους στη δράση, αλλά και για το αριστουργηματικό τους έργο.
Οι βραβευθέντες μαθητές είναι οι:
1. Δημήτριος Κιούσης με το διήγημα «Με ενός αγγέλου τη ματιά» και με τα ποιήματα «Τελευταία δόξα», «Αρχή-Σμύρνη-Συνέχεια» και «Προσφυγική ενσωμάτωση».
2. Θεόδωρος Αναργύρου με το διήγημα «Κατακαημένη γη» και το ποίημα «Σμύρνη το όνομά της» και
3. Ευαγγελία Κλεπετσάνη με το διήγημα «Πονεμένες πατρίδες».
Πιστεύοντας ότι η ανακοίνωση των ονομάτων αυτών των παιδιών και η δημοσιοποίηση του έργου τους θα αποτελέσει κίνητρο για περαιτέρω δημιουργία, αλλά και παρακαταθήκη στο ιερό καθήκον της συντήρησης της ιστορικής μνήμης, η Φωνή της Κορινθίας συγχαίρει το 2ο Γυμνάσιο Κορίνθου, τη φιλόλογο κα Κωνσταντέλλου-Αλέξη προσωπικά για την επιμέλεια της δράσης, καθώς και τους μαθητές που συμμετείχαν σ’αυτήν με τα έργα τους, θέλοντας δε να συμβάλλει στον στόχο του σχολείου θα δημοσιεύσει τα βραβευμένα έργα των μαθητών στην ηλεκτρονική εφημερίδα της Φωνής της Κορινθίας στον ιστότοπο http://www.fonikor.gr/ .
Αξιόλογοι καθηγητές με υψηλούς στόχους δίνουν έμπνευση στους μαθητές τους!
Ακολουθούν τα έργα των βραβευμένων μαθητών:
Η φιλόλογος, κα Φωτεινή Κωνσταντέλλου-Αλέξη, υπεύθυνη επιμέλειας της δράσης μάς ενημέρωσε για το περιεχόμενο αυτής που περιλάμβανε προβολή του χρονικού της μικρασιατικής εκστρατείας, συζήτηση και επίδοση ερωτηματολογίων στους μαθητές, παρακολούθηση της ταινίας «Σμύρνη μου Αγαπημένη» σε τοπικό κινηματογράφο και τέλος επετειακή εκδήλωση για τα 100 χρόνια των πεπραγμένων της Μικρασίας στο Εργατικό Κέντρο Κορίνθου.
Την εκδήλωση τίμησε με την παρουσία της και συμπλήρωσε με την έκθεση κειμηλίων, ενδυμασιών και άλλων ενθυμίων της μικρασιατικής εποποιίας η πρόεδρος της Μικρασιατικής Στέγης Κορίνθου, κα Βασιλική Ευστρατιάδου.
Το καλλιτεχνικό αποτέλεσμα της εν λόγω δράσης ήταν η παραγωγή πλούσιου λογοτεχνικού και εικαστικού υλικού κυρίως από τρεις μαθητές της Γ΄ τάξης του 2ου Γυμνασίου Κορίνθου, οι οποίοι και επιβραβεύτηκαν για την συμμετοχή τους στη δράση, αλλά και για το αριστουργηματικό τους έργο.
Οι βραβευθέντες μαθητές είναι οι:
1. Δημήτριος Κιούσης με το διήγημα «Με ενός αγγέλου τη ματιά» και με τα ποιήματα «Τελευταία δόξα», «Αρχή-Σμύρνη-Συνέχεια» και «Προσφυγική ενσωμάτωση».
2. Θεόδωρος Αναργύρου με το διήγημα «Κατακαημένη γη» και το ποίημα «Σμύρνη το όνομά της» και
3. Ευαγγελία Κλεπετσάνη με το διήγημα «Πονεμένες πατρίδες».
Πιστεύοντας ότι η ανακοίνωση των ονομάτων αυτών των παιδιών και η δημοσιοποίηση του έργου τους θα αποτελέσει κίνητρο για περαιτέρω δημιουργία, αλλά και παρακαταθήκη στο ιερό καθήκον της συντήρησης της ιστορικής μνήμης, η Φωνή της Κορινθίας συγχαίρει το 2ο Γυμνάσιο Κορίνθου, τη φιλόλογο κα Κωνσταντέλλου-Αλέξη προσωπικά για την επιμέλεια της δράσης, καθώς και τους μαθητές που συμμετείχαν σ’αυτήν με τα έργα τους, θέλοντας δε να συμβάλλει στον στόχο του σχολείου θα δημοσιεύσει τα βραβευμένα έργα των μαθητών στην ηλεκτρονική εφημερίδα της Φωνής της Κορινθίας στον ιστότοπο http://www.fonikor.gr/ .
Αξιόλογοι καθηγητές με υψηλούς στόχους δίνουν έμπνευση στους μαθητές τους!
Ακολουθούν τα έργα των βραβευμένων μαθητών:
3 Ποιήματα για την Μικρασιατική καταστροφή
του Δημήτρη Κιούση
Η τελευταία σου δόξα
Η τελευταία σου δόξα … έπεσε,
έπεσε σαν πούπουλο στο αίμα.
Έτσι έπεσαν και οι παλιοί σου θρίαμβοι,
πνίγηκαν στο αίμα εκείνων που τους ύψωσαν.
Κοιτά αυτή η πρώην δοξασμένη, τώρα ξεβαμμένη
και φτωχικά ντυμένη λυπημένα το πέλαγος.
Ο αέρας δεν σε χαϊδεύει,
τα κύματα δεν σε φιλούν,
μονάχα ο ήλιος απέμεινε ελπίδα
στο βλέμμα σου να δίνει.
Αυτή η ελπίδα είναι εκτυφλωτική
κάθε τόσο που στενάχωρα κοιτάς το πέλαγο.
Αυτή σε κάνει να ανέβεις ψηλά,
εκεί που ο αέρας χάδι ζεστό γίνεται
και τα κύματα ηχούν σαν ήχος ευχάριστος, καλοκαιρινός.
Μα αυτή η ελπίδα που ψηλά σε οδηγεί, σβήνει σαν περάσεις τον ήλιο,
σαν στης δόξας την κορυφή φθάσεις.
Εκεί έρχεται η νύχτα , το σκοτάδι που με ζήλο,
το όνειρο της μέρας γκρεμίζει,
ρίχνοντας σε στην ακροθαλασσιά του πόνου.
Πλάι στα βότσαλα των αναμνήσεων,
περιμένεις να ξημερώσει,
σκάλα για την κορφή να χτίσεις…
Και ας είναι πάλι να γκρεμιστείς.
Αρχή - Σμύρνη – Συνέχεια
Αρχαία θεά στέκει
αντίκρυ στην σαστισμένη, τώρα παγωμένη,
θάλασσα.
Δεν ακούγεται η φωνή της καθώς δολοφονείται,
ακούγεται ο πόνος της ψυχής,
αυτός ο σπαραγμός
σχίζει τα πάντα στα δύο.
Γυναίκες , άντρες και παιδιά
ακούγονται κραυγάζοντας,
την τελευταία τους πνοή να αφήνουν.
Όσοι μένουν φεύγουν,
είναι το αίμα της θεάς.
Αίμα που δεν αφήνει λεκέ,
αίμα που χτίζει την πληγή,
να ξανά τρέξει ο στρατιώτης,
να ξανά παίξει το παιδί.
Απλώνεται πάνω σε πέτρες
και χώματα γνωστά,
Από τα σπλάχνα του βγαλμένα,
μνήμη του καλοκαιριού είναι,
συνοδοιπόρος στο σκοτάδι γίνεται.
Ένα τέτοιο καλοκαίρι οραματίζεται,
το γαίμα για να ανδρωθεί,
πλάι στον ήλιο να καθίσει
ξανά .
Προσφυγική ενσωμάτωση
Ανακατώνω τα όμοια,
γιατί διαφορετικά
τα βλέπω.
Τα ανακατώνω
μα πάλι αλλόκοτα
μου φαίνονται,
δεν έρχονται
με των ματιών την ρότα
που δεν τα θέλουν μονιασμένα.
Φαντάσματα του καιρού
μένουν, στοιχειώνουν
τώρα της πόλης το πνεύμα
μέσα από ένα νεύμα,
στις σκιές των γερασμένων της δρόμων
κρύβονται τα φαντάσματα
από τα θαμπά γαλάζια μάτια
μου.
Η τελευταία σου δόξα … έπεσε,
έπεσε σαν πούπουλο στο αίμα.
Έτσι έπεσαν και οι παλιοί σου θρίαμβοι,
πνίγηκαν στο αίμα εκείνων που τους ύψωσαν.
Κοιτά αυτή η πρώην δοξασμένη, τώρα ξεβαμμένη
και φτωχικά ντυμένη λυπημένα το πέλαγος.
Ο αέρας δεν σε χαϊδεύει,
τα κύματα δεν σε φιλούν,
μονάχα ο ήλιος απέμεινε ελπίδα
στο βλέμμα σου να δίνει.
Αυτή η ελπίδα είναι εκτυφλωτική
κάθε τόσο που στενάχωρα κοιτάς το πέλαγο.
Αυτή σε κάνει να ανέβεις ψηλά,
εκεί που ο αέρας χάδι ζεστό γίνεται
και τα κύματα ηχούν σαν ήχος ευχάριστος, καλοκαιρινός.
Μα αυτή η ελπίδα που ψηλά σε οδηγεί, σβήνει σαν περάσεις τον ήλιο,
σαν στης δόξας την κορυφή φθάσεις.
Εκεί έρχεται η νύχτα , το σκοτάδι που με ζήλο,
το όνειρο της μέρας γκρεμίζει,
ρίχνοντας σε στην ακροθαλασσιά του πόνου.
Πλάι στα βότσαλα των αναμνήσεων,
περιμένεις να ξημερώσει,
σκάλα για την κορφή να χτίσεις…
Και ας είναι πάλι να γκρεμιστείς.
Αρχή - Σμύρνη – Συνέχεια
Αρχαία θεά στέκει
αντίκρυ στην σαστισμένη, τώρα παγωμένη,
θάλασσα.
Δεν ακούγεται η φωνή της καθώς δολοφονείται,
ακούγεται ο πόνος της ψυχής,
αυτός ο σπαραγμός
σχίζει τα πάντα στα δύο.
Γυναίκες , άντρες και παιδιά
ακούγονται κραυγάζοντας,
την τελευταία τους πνοή να αφήνουν.
Όσοι μένουν φεύγουν,
είναι το αίμα της θεάς.
Αίμα που δεν αφήνει λεκέ,
αίμα που χτίζει την πληγή,
να ξανά τρέξει ο στρατιώτης,
να ξανά παίξει το παιδί.
Απλώνεται πάνω σε πέτρες
και χώματα γνωστά,
Από τα σπλάχνα του βγαλμένα,
μνήμη του καλοκαιριού είναι,
συνοδοιπόρος στο σκοτάδι γίνεται.
Ένα τέτοιο καλοκαίρι οραματίζεται,
το γαίμα για να ανδρωθεί,
πλάι στον ήλιο να καθίσει
ξανά .
Προσφυγική ενσωμάτωση
Ανακατώνω τα όμοια,
γιατί διαφορετικά
τα βλέπω.
Τα ανακατώνω
μα πάλι αλλόκοτα
μου φαίνονται,
δεν έρχονται
με των ματιών την ρότα
που δεν τα θέλουν μονιασμένα.
Φαντάσματα του καιρού
μένουν, στοιχειώνουν
τώρα της πόλης το πνεύμα
μέσα από ένα νεύμα,
στις σκιές των γερασμένων της δρόμων
κρύβονται τα φαντάσματα
από τα θαμπά γαλάζια μάτια
μου.
Με ενός αγγέλου την ματιά: Σμύρνη 1922
Του Δημήτρη Κιούση, μαθητή της Γ΄ τάξης του 2ου Γυμνασίου Κορίνθου
Κοιτώ στα μάτια αυτή την γυναικεία, γέρικη ψυχή πριν αφήσει το σώμα της. Έχει βαθιά χαράγματα, είναι του πόνου σημάδια που η θύμηση τους τα κάνει πάλι ζωντανά και επίπονα. Κοιτώ καλύτερα, διακρίνω τον φόβο που έχει την μυρωδιά της Σμύρνης, μπαχάρια και γλυκά που πνίγηκαν στον καπνό του ολέθρου μυρίζει. Ευθύς θυμάμαι την Σμύρνη, τότε που η λάμψη της δεν με άφηνε να φύγω από τα εδάφη της. Ένα όραμα ξεδιπλώνεται τώρα μπρος μου:
Στέκει η πολυφίλητη νύμφη της Ιωνίας, Σμύρνη, πάνω σε βράχο πολυκαιρισμένο, δαρμένο από τους ψυχρούς βοριάδες και την αλμύρα του πελάγου, αλλά στέκει ψηλός, κρυμμένος σε περιγιάλι κρυφό ρεμβάζοντας την μονάκριβη της μάνα, Ελλάδα. Χωριστά ήταν η μάνα από την κόρη, κοιτιόντουσαν μα δεν έφθαναν να αγκαλιαστούν. Τραγούδι έψελνε μέρα νύχτα η Σμύρνη να το ακούει η μάνα της και οι Έλληνες.
Μέθη έφερνε η μελωδία που σιγοτραγουδούσε, και μεθούσαν τα παλικάρια της Ελλάδας σαν άκουγαν το τραγούδι της σειρήνας που στα βράχια θα τα οδηγούσε σύντομα. Η νύμφη είχε γυρίσει την πλάτη στα κύματα του Αιγαίου, το βλέμμα της έριχνε πέρα από λόφους και βουνοκορφές εκεί που τα ελληνόπουλα με βλέμμα αρχαίο και ψυχή βαθιά νικούσαν τον οχτρό. Προσκεφάλι των παλικαριών έμενε ο θεός και τα ευλογούσε και δύναμη τους έδινε, ώσπου η πλεονεξία και η λύσσα της δύναμης τα έκανε να αμαρτήσουν, τότε ο Θεός τα εγκατέλειψε και αδύναμα ήταν απέναντι στους Τούρκους.
Θεριά ανήμερα οι Τούρκοι και οι Έλληνες σκιές εξουθενωμένες από γλέντι, έτσι ήρθε ο όλεθρος σαν κύμα φωτιάς ψηλό που φαίνονταν στον ορίζοντα. Φλόγινες γλώσσες έβλεπε η νύμφη. Ακούγονταν μάνες που θρηνούσαν για παιδιά και παιδιά για μάνες, και όλοι μαζί να θρηνούν για την ζωή που χάθηκε με μια ευκολία άγρια για τον ανθρώπινο νου.
Η φλόγα πλησίαζε, την Σμύρνη κύκλωσε και ο μαύρος καπνός δεν άφηνε άνοιγμα στον ουρανό για να δει ο θεός -που ως τώρα έμενε σιωπηλός- να κάνει ένα θαύμα. Παλικάρια, γυναίκες, παιδιά, γέροντες και γερόντισσες προσπαθούσαν να σωθούν. Όλοι έτρεχαν να βρουν την ελπίδα για ζωή, οι περισσότεροι δεν τα κατάφεραν, όσοι βρήκαν την ελπίδα δεν την έφθαναν, εκείνη απομακρυνόταν σαν να μην ήταν γραφτό να σωθεί κανείς. Το χώμα ποτίζουν με δάκρυα και αίμα, τα κύματα του πελάγου ταΐζουν τα άψυχα κορμιά τους. Εκείνοι που έφυγαν μάλλον κάποιος θεός τους λυπήθηκε ή δαίμονας που την φρίκη ήθελε να κάνει γνωστή σε όλοι την πλάση. Τα σπίτια που κάποτε μέχρι και εμένα εντυπωσίαζαν με τις αρχοντικές τους όψεις τώρα φάνταζαν σαν παράγκες που σε στρίμωχναν και σε έφερναν πιο κοντά στον θάνατο, ένα με το αιματοβαμμένο χώμα έμελε να γίνουν.
Κι θάλασσα λυσσομανούσε στο κρυφό περιγιάλι που η Σμύρνη πεσμένη ήταν τώρα του θανάτου στα βότσαλα .Η ομορφιά της είχε πια χαθεί, τα βλέφαρα έχουν κλείσει και το τραγούδι της έχει πνιγεί στον θάνατο. Ένα κύμα την πήρε και ποτέ κανένας δεν την ξανά είδε, το βλέμμα της μόνο βλέπαμε στα σύννεφα να ρίχνει στις ακτές της Ιωνίας δάκρυα φωτιάς που το ατσάλι τρώνε και τον άνθρωπο μουσκεύουν ως την ψυχή.
Αυτό το μακρινό βλέμμα της αδικοχαμένης κόρης βλέπει τώρα πια η Ελλάδα, σκεβρωμένη και σκοτεινή γυναικεία φιγούρα πλάι στην ακροθαλασσιά. Καημός την πιάνει τον ουρανό όταν κοιτά και το μαράζι της ανθίζει, μοιρολόι ξεκινά να μουρμουρίζει που μονάχα αυτή και οι αδικοχαμένες ψυχές στα ουράνια ακούν. Θρηνεί για την παλιά αποκοτιά της, πονά που μια μέθη μια ιδέα τυφλή την έριξε στα βράχια και τόσους αγαπημένους έχασε για πάντα.
Μα καθώς θρηνεί βαθιά μέσα της παραμένει η σπίθα αυτής της μέθης και όλων των προηγούμενων που πέρασαν , έφυγαν και μαζί τους πήραν ιδέες και πρόσωπα. Ελπίδα κρυφή της δίνουν οι σπίθες μέσα της και περιμένει να φουντώσει για να φωτίσει ξανά την πλάση.
Στέκει η πολυφίλητη νύμφη της Ιωνίας, Σμύρνη, πάνω σε βράχο πολυκαιρισμένο, δαρμένο από τους ψυχρούς βοριάδες και την αλμύρα του πελάγου, αλλά στέκει ψηλός, κρυμμένος σε περιγιάλι κρυφό ρεμβάζοντας την μονάκριβη της μάνα, Ελλάδα. Χωριστά ήταν η μάνα από την κόρη, κοιτιόντουσαν μα δεν έφθαναν να αγκαλιαστούν. Τραγούδι έψελνε μέρα νύχτα η Σμύρνη να το ακούει η μάνα της και οι Έλληνες.
Μέθη έφερνε η μελωδία που σιγοτραγουδούσε, και μεθούσαν τα παλικάρια της Ελλάδας σαν άκουγαν το τραγούδι της σειρήνας που στα βράχια θα τα οδηγούσε σύντομα. Η νύμφη είχε γυρίσει την πλάτη στα κύματα του Αιγαίου, το βλέμμα της έριχνε πέρα από λόφους και βουνοκορφές εκεί που τα ελληνόπουλα με βλέμμα αρχαίο και ψυχή βαθιά νικούσαν τον οχτρό. Προσκεφάλι των παλικαριών έμενε ο θεός και τα ευλογούσε και δύναμη τους έδινε, ώσπου η πλεονεξία και η λύσσα της δύναμης τα έκανε να αμαρτήσουν, τότε ο Θεός τα εγκατέλειψε και αδύναμα ήταν απέναντι στους Τούρκους.
Θεριά ανήμερα οι Τούρκοι και οι Έλληνες σκιές εξουθενωμένες από γλέντι, έτσι ήρθε ο όλεθρος σαν κύμα φωτιάς ψηλό που φαίνονταν στον ορίζοντα. Φλόγινες γλώσσες έβλεπε η νύμφη. Ακούγονταν μάνες που θρηνούσαν για παιδιά και παιδιά για μάνες, και όλοι μαζί να θρηνούν για την ζωή που χάθηκε με μια ευκολία άγρια για τον ανθρώπινο νου.
Η φλόγα πλησίαζε, την Σμύρνη κύκλωσε και ο μαύρος καπνός δεν άφηνε άνοιγμα στον ουρανό για να δει ο θεός -που ως τώρα έμενε σιωπηλός- να κάνει ένα θαύμα. Παλικάρια, γυναίκες, παιδιά, γέροντες και γερόντισσες προσπαθούσαν να σωθούν. Όλοι έτρεχαν να βρουν την ελπίδα για ζωή, οι περισσότεροι δεν τα κατάφεραν, όσοι βρήκαν την ελπίδα δεν την έφθαναν, εκείνη απομακρυνόταν σαν να μην ήταν γραφτό να σωθεί κανείς. Το χώμα ποτίζουν με δάκρυα και αίμα, τα κύματα του πελάγου ταΐζουν τα άψυχα κορμιά τους. Εκείνοι που έφυγαν μάλλον κάποιος θεός τους λυπήθηκε ή δαίμονας που την φρίκη ήθελε να κάνει γνωστή σε όλοι την πλάση. Τα σπίτια που κάποτε μέχρι και εμένα εντυπωσίαζαν με τις αρχοντικές τους όψεις τώρα φάνταζαν σαν παράγκες που σε στρίμωχναν και σε έφερναν πιο κοντά στον θάνατο, ένα με το αιματοβαμμένο χώμα έμελε να γίνουν.
Κι θάλασσα λυσσομανούσε στο κρυφό περιγιάλι που η Σμύρνη πεσμένη ήταν τώρα του θανάτου στα βότσαλα .Η ομορφιά της είχε πια χαθεί, τα βλέφαρα έχουν κλείσει και το τραγούδι της έχει πνιγεί στον θάνατο. Ένα κύμα την πήρε και ποτέ κανένας δεν την ξανά είδε, το βλέμμα της μόνο βλέπαμε στα σύννεφα να ρίχνει στις ακτές της Ιωνίας δάκρυα φωτιάς που το ατσάλι τρώνε και τον άνθρωπο μουσκεύουν ως την ψυχή.
Αυτό το μακρινό βλέμμα της αδικοχαμένης κόρης βλέπει τώρα πια η Ελλάδα, σκεβρωμένη και σκοτεινή γυναικεία φιγούρα πλάι στην ακροθαλασσιά. Καημός την πιάνει τον ουρανό όταν κοιτά και το μαράζι της ανθίζει, μοιρολόι ξεκινά να μουρμουρίζει που μονάχα αυτή και οι αδικοχαμένες ψυχές στα ουράνια ακούν. Θρηνεί για την παλιά αποκοτιά της, πονά που μια μέθη μια ιδέα τυφλή την έριξε στα βράχια και τόσους αγαπημένους έχασε για πάντα.
Μα καθώς θρηνεί βαθιά μέσα της παραμένει η σπίθα αυτής της μέθης και όλων των προηγούμενων που πέρασαν , έφυγαν και μαζί τους πήραν ιδέες και πρόσωπα. Ελπίδα κρυφή της δίνουν οι σπίθες μέσα της και περιμένει να φουντώσει για να φωτίσει ξανά την πλάση.
Κατακαημένη Γη…
Του Θοδωρή Αναργύρου, μαθητή της Γ΄ τάξης του 2ου Γυμνασίου Κορίνθου
Εικονογράφηση
του διηγήματος του Θοδωρή Αναργύρου «Κατακαημένη Γη» από τον Δημήτρη Κιούση. |
Ήταν κάποτε μια πόλη… την είχαν πει αρχόντισσα και ήταν η πιο κοσμοπολίτισσα της εποχής της! Σμύρνη το όνομα της και στραφτάλιζε τις χάρες της στα καταγάλανα νερά του Ερμαϊκού Κόλπου! Τα δειλινά στην προκυμαία της μια ατέλειωτη μαγεία!
Ξακουστή στα πέρατα! Έλληνες, Τούρκοι, Εβραίοι, Αρμένιοι ζούσαν στα σοκάκια της και μοιράζονταν τη γοητεία της. Πολιτισμοί και άνθρωποι στο πιο ξεσηκωτικό αντάμωμα. Μάγευε τους ανθρώπους και τραβούσε σαν μαγνήτης τα όνειρα τους!
Έτσι κυλούσαν όλα, ως τον Αύγουστο του 1922. Τότε η πολιτεία αφουγκράστηκε τον κίνδυνο. Άνθρωποι ανήσυχοι, ισορροπίες που κλονίζονταν, ένας πόλεμος που χανόταν, πολιτικές εξελίξεις, προδοσίες…. κάποιοι θεώρησαν πως το κακό που φαινόταν να έρχεται, θα ήταν μοιραίο και έφυγαν να προλάβουν τα χειρότερα. Οι άλλοι, που ήταν οι πολλοί, αντιστάθηκαν στη σκέψη αυτή. «Αποκλείεται η Σμύρνη μας, δεν θα πάθει κακό. Θα μας σώσουν οι Έλληνες». Ναι, έτσι σκέφτηκαν και έμειναν, μέχρι που ξημέρωσε η 13η Σεπτεμβρίου 1922.
Εκείνη ήταν η μέρα που όλα άλλαξαν. Είχε έρθει η ώρα η αρχοντική Σμύρνη να ανταμώσει την τρομακτική και βάναυση μοίρα της . Ήταν η ημέρα που η αρχόντισσα γονάτισε! Οι στρατιώτες του Μουσταφά Κεμάλ, δεν πλανεύτηκαν από τις χάρες της. Το μίσος και η μανία της εκδίκησης τους τύφλωσε. Ο όλεθρος της κοσμοπολίτισσας είχε πια δρομολογηθεί. Ό,τι και να πει κάποιος για εκείνες τις στιγμές δεν μπορεί να θεωρηθεί υπερβολή. Η καταστροφή ξεκίνησε από τη συνοικία των Αρμενίων. Από εκεί ξεκίνησαν οι Τούρκοι τον αφανισμό. Αφού ράντισαν τον τόπο με κηροζίνη, έβαλαν φωτιές παντού. Οι φλόγες στην αρχή έγλυφαν τις στέγες, μετά χώθηκαν στα σπίτια και άρχισαν να ξεπετάγονται από τις πόρτες και τα παράθυρα. Βγήκαν οι άνθρωποι αλαφιασμένοι από τα σπίτια τους και ξεχύθηκαν τρομαγμένοι στους δρόμους. Στους ίδιους δρόμους που λίγες μέρες πριν μύριζαν τα μπαχάρια και τα αρώματα της Ανατολής, μύριζε Θάνατος. Άνδρες, γυναίκες, παιδιά, γέροι έτρεχαν να σωθούν… Περπατητής ο τρόμος ακολουθούσε το τρεχαλητό τους και το ουρλιαχτό τους μεγάλωνε την αντάρα! Το χώμα της γης που μάγευε τα όνειρα των ανθρώπων, νοτίστηκε από το αίμα τους! Το αεράκι που σηκώθηκε, δυνάμωσε τις φλόγες και η φωτιά εξαπλωνόταν μέσα στην πόλη. Το ποδοβολητό των ανθρώπων έκανε τη γη να τρέμει! Οι κεμαλικοί στρατιώτες και οι Τσέτες, μεθυσμένοι από τη χαρά της νίκης τους λεηλατούσαν, πυρπολούσαν, ανατίναζαν, έσφαζαν και βίαζαν εκείνο το ανθρώπινο τσούρμο που αγωνιούσε να φτάσει στην αποβάθρα. Κάποιοι τα κατάφεραν…έφτασαν… μπήκαν στις βάρκες που τους μετέφεραν στα αμερικανικά πλοία. Κάποιοι πνίγηκαν στην προσπάθεια τους, να κολυμπήσουν ως τα πλοία. Κάποιους τους σκότωσαν για να τους εμποδίσουν να διαφύγουν. Η γαλανή κυρά γέμισε κι αυτή με ανθρώπινα άψυχα κουφάρια….
Εκείνοι που κατάφεραν να ανέβουν στα πλοία, σαστισμένοι κοιτούσαν την προκυμαία. Για λίγο πίστεψαν πως το κακό θα πάψει, πως θα το μετανιώσουν οι μοχθηροί άνθρωποι… Ύστερα έκλεισαν σφιχτά τα μάτια τους, αρπάζοντας στη θύμηση τους τις πιο ξεχωριστές εικόνες της πατρίδας που έχαναν! Τα δάκρυα κυλούσαν από τα σφαλιστά μάτια …. Σιγά σιγά, οι φωνές όσων έμειναν πίσω, έγιναν ψίθυροι και μετά έγινε σιωπή. Μόνο η μύτη μπορούσε να αφυπνίζει τις σακατεμένες ψυχές, αφού ακόμα οσμιζόταν τον καπνό της πόλης που καιγόταν!
«Παναγιά η Σμύρνη, η δική μας Σμύρνη, καίγεται». Αυτό μουρμούριζαν και ο πόνος και η απόγνωση έγιναν μοιρολόι. Το μοιρολόι της κατακαημένης γης και του ξεριζωμού των ανθρώπων της. Μοιρολόι που το πήραν τα κύματα της θάλασσας και το έφτασαν σε αμμουδιές και σε βότσαλα, για να ακουστεί παντού, για να το ακούσουν ο ήλιος και το φεγγάρι!
Η Σμύρνη χανόταν μαζί με τις ομορφιές και τις καλοσύνες της. Μαύρη και σκοτεινή ήταν η μοίρα της! Μια μοίρα που είχε οργανώσει το δικό της σχέδιο και κλόνισε για πάντα την τύχη της, αλλά και την τύχη των δεκάδων χιλιάδων κατοίκων της. Μοίρα που την όρισαν άλλοι…
Πέρασαν κι άλλες μέρες ωσότου αδειάσει η αποβάθρα από το πλήθος των στοιβαγμένων ανθρώπων. Κάποιοι μπόρεσαν να ταξιδέψουν για άλλες πατρίδες, άλλοι αιχμαλωτίστηκαν, μερικοί μπόρεσαν να διαφύγουν σε άλλα μέρη της Μικράς Ασίας. Η πόλη είχε πεθάνει. Απόκοσμη η εικόνα της! Μοναχά οι στάχτες από τα αποκαΐδια που τις πηγαινοέφερνε το αεράκι και το αλύχτισμα των σκύλων, έσπαζαν την εφιαλτική σιωπή που ακολούθησε την καταστροφή.
Κατακαημένη Γη!!!Χάθηκες…
Τα κορμιά των ανθρώπων σου βασανίστηκαν! Τα κλάματα και ο θρήνος σε στοίχειωσαν για πάντα.
Ο Ελληνισμός της Μικράς Ασίας ξεριζώθηκε για πάντα. Όταν εγκαταστάθηκαν στις νέες πατρίδες, είπαν, είπαν, είπαν, είπαν και λένε ακόμα μικρές και μεγάλες αλήθειες, που έγιναν ιστορία. Φύλαξαν στα συρτάρια τους αναμνήσεις και κρέμασαν στους τοίχους το εικόνισμα της Παναγιάς!
Στη Σμύρνη που χάθηκε, απόμειναν οι χαρές, τα όνειρα τους, έρωτες ανομολόγητοι, φιλίες, το βιός τους, οι τάφοι των προγόνων τους… η ζωή τους. Έμεινα κι εγώ η αποβάθρα που ακόμα και σήμερα θυμάμαι τα μικρά και μεγάλα μυστικά που άκουσα από εκείνους που με περπάτησαν, νοσταλγώ τις μουσικές και τα τραγούδια που άκουσα, τις ιστορίες που μου διηγήθηκαν οι ναυτικοί. Βουβαίνομαι, όμως, κάθε φορά που οι γλάροι με ρωτούν για εκείνη τη μαύρη μέρα του Σεπτέμβρη. Εκείνη την ώρα, θέλω να έρθουν μανιασμένα τα κύματα της θάλασσας, να με σφυροκοπήσουν μπας και με λυτρώσουν από τα σκοτάδια του θανάτου και τους εφιάλτες της σφαγής… Κάποια βράδια καλοκαιριού, αφουγκράζομαι τους ήχους και ακούω το χώμα, τις παλιές γειτονιές και ό,τι άλλο απόμεινε από τη φωτιά, να παρακαλούν τον ουρανό να φυλακίσει τις μνήμες του χαμού και να τους λευτερώσει από τα βάσανα της θύμησης τους!
Ξακουστή στα πέρατα! Έλληνες, Τούρκοι, Εβραίοι, Αρμένιοι ζούσαν στα σοκάκια της και μοιράζονταν τη γοητεία της. Πολιτισμοί και άνθρωποι στο πιο ξεσηκωτικό αντάμωμα. Μάγευε τους ανθρώπους και τραβούσε σαν μαγνήτης τα όνειρα τους!
Έτσι κυλούσαν όλα, ως τον Αύγουστο του 1922. Τότε η πολιτεία αφουγκράστηκε τον κίνδυνο. Άνθρωποι ανήσυχοι, ισορροπίες που κλονίζονταν, ένας πόλεμος που χανόταν, πολιτικές εξελίξεις, προδοσίες…. κάποιοι θεώρησαν πως το κακό που φαινόταν να έρχεται, θα ήταν μοιραίο και έφυγαν να προλάβουν τα χειρότερα. Οι άλλοι, που ήταν οι πολλοί, αντιστάθηκαν στη σκέψη αυτή. «Αποκλείεται η Σμύρνη μας, δεν θα πάθει κακό. Θα μας σώσουν οι Έλληνες». Ναι, έτσι σκέφτηκαν και έμειναν, μέχρι που ξημέρωσε η 13η Σεπτεμβρίου 1922.
Εκείνη ήταν η μέρα που όλα άλλαξαν. Είχε έρθει η ώρα η αρχοντική Σμύρνη να ανταμώσει την τρομακτική και βάναυση μοίρα της . Ήταν η ημέρα που η αρχόντισσα γονάτισε! Οι στρατιώτες του Μουσταφά Κεμάλ, δεν πλανεύτηκαν από τις χάρες της. Το μίσος και η μανία της εκδίκησης τους τύφλωσε. Ο όλεθρος της κοσμοπολίτισσας είχε πια δρομολογηθεί. Ό,τι και να πει κάποιος για εκείνες τις στιγμές δεν μπορεί να θεωρηθεί υπερβολή. Η καταστροφή ξεκίνησε από τη συνοικία των Αρμενίων. Από εκεί ξεκίνησαν οι Τούρκοι τον αφανισμό. Αφού ράντισαν τον τόπο με κηροζίνη, έβαλαν φωτιές παντού. Οι φλόγες στην αρχή έγλυφαν τις στέγες, μετά χώθηκαν στα σπίτια και άρχισαν να ξεπετάγονται από τις πόρτες και τα παράθυρα. Βγήκαν οι άνθρωποι αλαφιασμένοι από τα σπίτια τους και ξεχύθηκαν τρομαγμένοι στους δρόμους. Στους ίδιους δρόμους που λίγες μέρες πριν μύριζαν τα μπαχάρια και τα αρώματα της Ανατολής, μύριζε Θάνατος. Άνδρες, γυναίκες, παιδιά, γέροι έτρεχαν να σωθούν… Περπατητής ο τρόμος ακολουθούσε το τρεχαλητό τους και το ουρλιαχτό τους μεγάλωνε την αντάρα! Το χώμα της γης που μάγευε τα όνειρα των ανθρώπων, νοτίστηκε από το αίμα τους! Το αεράκι που σηκώθηκε, δυνάμωσε τις φλόγες και η φωτιά εξαπλωνόταν μέσα στην πόλη. Το ποδοβολητό των ανθρώπων έκανε τη γη να τρέμει! Οι κεμαλικοί στρατιώτες και οι Τσέτες, μεθυσμένοι από τη χαρά της νίκης τους λεηλατούσαν, πυρπολούσαν, ανατίναζαν, έσφαζαν και βίαζαν εκείνο το ανθρώπινο τσούρμο που αγωνιούσε να φτάσει στην αποβάθρα. Κάποιοι τα κατάφεραν…έφτασαν… μπήκαν στις βάρκες που τους μετέφεραν στα αμερικανικά πλοία. Κάποιοι πνίγηκαν στην προσπάθεια τους, να κολυμπήσουν ως τα πλοία. Κάποιους τους σκότωσαν για να τους εμποδίσουν να διαφύγουν. Η γαλανή κυρά γέμισε κι αυτή με ανθρώπινα άψυχα κουφάρια….
Εκείνοι που κατάφεραν να ανέβουν στα πλοία, σαστισμένοι κοιτούσαν την προκυμαία. Για λίγο πίστεψαν πως το κακό θα πάψει, πως θα το μετανιώσουν οι μοχθηροί άνθρωποι… Ύστερα έκλεισαν σφιχτά τα μάτια τους, αρπάζοντας στη θύμηση τους τις πιο ξεχωριστές εικόνες της πατρίδας που έχαναν! Τα δάκρυα κυλούσαν από τα σφαλιστά μάτια …. Σιγά σιγά, οι φωνές όσων έμειναν πίσω, έγιναν ψίθυροι και μετά έγινε σιωπή. Μόνο η μύτη μπορούσε να αφυπνίζει τις σακατεμένες ψυχές, αφού ακόμα οσμιζόταν τον καπνό της πόλης που καιγόταν!
«Παναγιά η Σμύρνη, η δική μας Σμύρνη, καίγεται». Αυτό μουρμούριζαν και ο πόνος και η απόγνωση έγιναν μοιρολόι. Το μοιρολόι της κατακαημένης γης και του ξεριζωμού των ανθρώπων της. Μοιρολόι που το πήραν τα κύματα της θάλασσας και το έφτασαν σε αμμουδιές και σε βότσαλα, για να ακουστεί παντού, για να το ακούσουν ο ήλιος και το φεγγάρι!
Η Σμύρνη χανόταν μαζί με τις ομορφιές και τις καλοσύνες της. Μαύρη και σκοτεινή ήταν η μοίρα της! Μια μοίρα που είχε οργανώσει το δικό της σχέδιο και κλόνισε για πάντα την τύχη της, αλλά και την τύχη των δεκάδων χιλιάδων κατοίκων της. Μοίρα που την όρισαν άλλοι…
Πέρασαν κι άλλες μέρες ωσότου αδειάσει η αποβάθρα από το πλήθος των στοιβαγμένων ανθρώπων. Κάποιοι μπόρεσαν να ταξιδέψουν για άλλες πατρίδες, άλλοι αιχμαλωτίστηκαν, μερικοί μπόρεσαν να διαφύγουν σε άλλα μέρη της Μικράς Ασίας. Η πόλη είχε πεθάνει. Απόκοσμη η εικόνα της! Μοναχά οι στάχτες από τα αποκαΐδια που τις πηγαινοέφερνε το αεράκι και το αλύχτισμα των σκύλων, έσπαζαν την εφιαλτική σιωπή που ακολούθησε την καταστροφή.
Κατακαημένη Γη!!!Χάθηκες…
Τα κορμιά των ανθρώπων σου βασανίστηκαν! Τα κλάματα και ο θρήνος σε στοίχειωσαν για πάντα.
Ο Ελληνισμός της Μικράς Ασίας ξεριζώθηκε για πάντα. Όταν εγκαταστάθηκαν στις νέες πατρίδες, είπαν, είπαν, είπαν, είπαν και λένε ακόμα μικρές και μεγάλες αλήθειες, που έγιναν ιστορία. Φύλαξαν στα συρτάρια τους αναμνήσεις και κρέμασαν στους τοίχους το εικόνισμα της Παναγιάς!
Στη Σμύρνη που χάθηκε, απόμειναν οι χαρές, τα όνειρα τους, έρωτες ανομολόγητοι, φιλίες, το βιός τους, οι τάφοι των προγόνων τους… η ζωή τους. Έμεινα κι εγώ η αποβάθρα που ακόμα και σήμερα θυμάμαι τα μικρά και μεγάλα μυστικά που άκουσα από εκείνους που με περπάτησαν, νοσταλγώ τις μουσικές και τα τραγούδια που άκουσα, τις ιστορίες που μου διηγήθηκαν οι ναυτικοί. Βουβαίνομαι, όμως, κάθε φορά που οι γλάροι με ρωτούν για εκείνη τη μαύρη μέρα του Σεπτέμβρη. Εκείνη την ώρα, θέλω να έρθουν μανιασμένα τα κύματα της θάλασσας, να με σφυροκοπήσουν μπας και με λυτρώσουν από τα σκοτάδια του θανάτου και τους εφιάλτες της σφαγής… Κάποια βράδια καλοκαιριού, αφουγκράζομαι τους ήχους και ακούω το χώμα, τις παλιές γειτονιές και ό,τι άλλο απόμεινε από τη φωτιά, να παρακαλούν τον ουρανό να φυλακίσει τις μνήμες του χαμού και να τους λευτερώσει από τα βάσανα της θύμησης τους!
Πονεμένες πατρίδες
Της Εβελίνας Κλεπετσάνη, μαθήτριας της Γ΄ τάξης του 2ου Γυμνασίου Κορίνθου
Εικονογράφηση
του διηγήματος της Εβελίνας Κλεπετσάνη «Πονεμένες πατρίδες» από τον Δημήτρη
Κιούση. |
Η ουρά των πικραμένων ψυχών ολοένα και μεγάλωνε. Η ταλαιπωρία μιας ακόμη άυπνης νύχτας και η στιφή νοσταλγία της μακρινής πατρίδας που καίγεται, αυλάκωνε ρυτίδες στα πρόσωπα εκατοντάδων προσφύγων που συνωστίζονταν τώρα για τον διαμοιρασμό του μεσημεριανού φαγητού. Ήταν καλοκαίρι και τα θερμά μεσημέρια της Λέσβου έφερναν θύμησες από ανατολίτικες χώρες, παιδικά χρόνια και δυστυχία. Όμως αυτό είχε γίνει πια καθημερινό θέαμα για τη Λία που συνέβαλλε εθελοντικά στη λειτουργία της δομής εδώ και πέντε μήνες. Τα αμυγδαλωτά, πονεμένα μάτια των προσφύγων είχαν γίνει πια μάτια συνανθρώπου με καλοσύνη, παραξενιές, προβλήματα και ιδιοτροπίες.
Μέσα σ’ αυτούς η Λία ξεχώρισε τη φοβισμένη ματιά της Μελικέ που το πρόσωπό της απέπνεε όλη τη φρίκη του πολέμου. Η κοπέλα ήταν γύρω στα 25 και κρατούσε πάντα τη μικρή κορούλα της σφιχτά στην αγκαλιά της. Όταν τα υπόλοιπα παιδάκια μαζεύονταν τα πρωινά και έπαιζαν με τα αυτοσχέδια παιχνίδια τους, η Λία άκουγε την Μελικέ να ψιθυρίζει στη μικρή παραμύθια για κόσμους μακρινούς όπου τα παιδάκια μένουν όλη μέρα στο σπίτι με τις μαμάδες τους που τα προσέχουν και τα αγαπάνε πολύ. Μια τέτοια μέρα, η Λία προσέγγισε τη Μελικέ και την χαιρέτισε χαμογελώντας. Η Μελικέ τότε ίσα που σάλεψε τα χείλια της και σχημάτισε κάτι που θύμιζε χαμόγελο.
«Ξέρεις, μου έχεις προξενήσει μεγάλο ενδιαφέρον» είπε η Λία χρησιμοποιώντας τα αγγλικά ως μέσο συνεννόησης. «Σε βλέπω πάντα να κρατάς στην αγκαλιά τη μικρούλα σου και ενώ όλοι αρχίζουν σιγά σιγά να συνηθίζουν τη ζωή τους εδώ, παρατηρώ πως παραμένεις ακόμα φοβισμένη»
Η Μελικέ αποκρίθηκε συνταράσσοντας τη Λία με την απάντησή της. «Κάποτε μια κοπέλα γέννησε τρία πανέμορφα αγγελούδια. Όταν έπεσαν οι βόμβες και όλοι έτρεξαν να σωθούν, η μητέρα πήρε το μικρότερο στην αγκαλιά της και ορμήνεψε τα δυο μεγαλύτερα να κρατιούνται από τις φούστες της. Σαν πέρασε τα σύνορα, κατάλαβε ότι τα δυο της παιδιά είχαν ποδοπατηθεί από το πανικοβλημένο πλήθος και το μόνο που της έμεινε ήταν το στερνότερο στην αγκαλιά της. Η καρδιά της σπάραξε αλλά συνέχισε την καταθλιπτική πορεία της για να μπορεί να δώσει μια καλύτερη, ασφαλέστερη ζωή σε αυτό που της απέμεινε. Και έτσι από τότε το κρατάει σφιχτά κοντά της για να μην φύγει κι αυτό και πάει να βρει τα αδερφάκια του στον ουρανό.»
Η Λία αγκάλιασε τη γυναίκα που έκλαιγε και με φωνή που έτρεμε της είπε: «Τελικά δεν είμαστε τόσο διαφορετικές». Έτσι άρχισε να εξιστορεί την πονεμένη ιστορία της οικογένειας της από τη Σμύρνη έτσι όπως της την είχε διηγηθεί κάποτε η γιαγιά της.
«Το όνομα μου είναι Ευθαλία Τσαχουρίδη και η οικογένεια μου κατάγεται από τη Σμύρνη. Αν και μακριά από την πατρίδα, οι Έλληνες εκεί είχαν φτιάξει γερές ρίζες κι όλος ο πλούτος και η χλιδή της Σμύρνης ήταν καμωμένη από τον δικό τους ιδρώτα. Στις μεγάλες οδούς, λογής λογής μαγαζιά υποδέχονταν με παριζιάνικη ευγένεια κυρίες με ψηλά καπέλα, φτερά και δαντελένιο στρίφωμα. Η αρχοντιά σε όλο της το μεγαλείο. Τα καφενεία γέμιζαν καθημερινά με καλοντυμένους κυρίους με εφημερίδες και νέους που είχαν βάλει στο μάτι τις κοπελίτσες που περνούσαν από κει. Στα σπίτια, οι λιχουδιές έδιναν κι έπαιρναν και οι τετζερέδες δεν ξεκουράζονταν ποτέ. Οι μυρωδιές από μπακλαβάδες, σαραγλί, μπαχάρια και νταρμπί σκανδάλιζαν τη γειτονιά και ψήλωναν τις κυράδες. Τα σμυρνέικα σαλόνια δέχονταν επισκέψεις μέρα-νύχτα. Το πρωί οι γειτόνισσες έπιναν τον καφέ τους κι έκαναν το κουτσομπολιό τους και το βράδυ μαζεύονταν όλοι οι διανοούμενοι της Σμύρνης στα μεγάλα κονάκια και συζητούσαν περί πολιτικής και άλλων.
Μια τέτοια βραδιά, η συζήτηση είχε πάρει φωτιά. Οι Έλληνες που είχαν προελάσει πριν από λίγο καιρό μετά βαΐων και κλάδων από τα παράλια, σημείωναν τώρα επικίνδυνη τροχιά προς το εσωτερικό της Ανατολίας. Οι ψίθυροι για συσπείρωση των Τούρκων με αρχηγό τον Κεμάλ είχαν ξεκινήσει εδώ και μήνες και τα τελευταία νέα από το μέτωπο δεν ήταν τόσο χαρμόσυνα.
«Ο ανιψιός μου, ο Γεράσιμος μου έγραψε στο γράμμα του πως οι στρατιώτες κουράστηκαν να πολεμούν. Τα τραχιά βουνά της Τουρκίας δεν τους βοηθούν πια και ο χειμώνας έχει φέρει πολύ πείνα στο στρατόπεδο. Φοβάται ότι το μέτωπο δεν θα αντέξει για πολύ ακόμα» έλεγε ο Παππούς- Ευθύμης, ο πατέρας της γιαγιάς μου της Ευθαλίας. Η ατμόσφαιρα έπεσε πάλι βαριά και η γιαγιά- Ρινούλα, η μητέρα της, σηκώθηκε γρήγορα και σύναξε τα παιδιά για να τα βάλει για ύπνο.
«Ευθύμη είπαμε όχι τέτοιες κουβέντες μπροστά στα παιδιά. Τι σου φταίνε, να ακούνε για στενοχώριες από τέτοια ηλικία;» Η γιαγιά σήκωσε τη μικρή Ευθαλία, που είχε αρχίσει πάλι τη γκρίνια, στα χέρια της και άρχισε να ανεβαίνει τις σκάλες σέρνοντας από πίσω της μια στρατιά μισοκοιμισμένα παιδιά.
Τον λόγο πήρε τότε ο κος Ξενοφών που ήταν σπουδαγμένος στις Αγγλίες και όλοι τον σέβονταν. «Μα αγαπητοί μου φίλοι είναι ανούσιο να παιδεύουμε τα κεφάλια μας με τέτοιες κινδυνολογίες. Όσο παράτολμο κι αν είναι το εγχείρημα των ομοεθνών Ελλήνων, έχει τις ευλογίες της Ευρώπης. Η Γαλλία μεταφέρει ήδη τρόφιμα στο ελληνικό μέτωπο και τα αγγλικά καράβια έχουν προσαράξει στα λιμάνια μας εδώ και μήνες. Όσο η Ελλάδα έχει την στήριξη των Δυνάμεων, δεν έχουμε τίποτα να φοβόμαστε». Τότε όλοι σιώπησαν και έκαναν κρυφή προσευχή να βγουν αληθινά τα λόγια του κυρίου Ξενοφώντα.
Όμως οι προσευχές τους δεν εισακούστηκαν. Τον Αύγουστο του 1922 το ελληνικό μέτωπο κατέρρευσε ολοκληρωτικά μετά από αλλεπάλληλες υποχωρήσεις. Τα νέα για τον θηριώδη διαμελισμό του μητροπολίτη έφεραν πανικό στους κατοίκους της Σμύρνης, ο οποίος όμως δεν ήταν αρκετός για να τους ωθήσει να μεταναστεύσουν. Ο σεβαστός Χρυσόστομος δεν συμφώνησε να εγκαταλείψει το ποίμνιο του στους Τσέτες και για αυτό παραδόθηκε στον εξαγριωμένο πλήθος βρίσκοντας φρικτό θάνατο. Στο σπίτι του παππού Ευθύμη όλοι ήταν παγωμένοι από την εξέλιξη των γεγονότων μέχρι που άρχισαν να ακούγονται τα πρώτα ουρλιαχτά. Οι γείτονες βγήκαν όλοι στα παραθύρια απορημένοι αλλά μέσα από τις φωνές ακουγόταν μια επαναλαμβανόμενη σπαραχτική κραυγή.
« Οι Τσέτες έρχονται! Τρέχτε! Καίνε τη Σμύρνη!»
Ο Ευθύμης έπιασε έναν από αυτούς που φωνάζανε και τον ρώτησε τι γίνεται. Εκείνος λαχανιασμένος γούρλωσε τα μάτια με τρόμο «Μπήκαν οι Τσέτες στη Σμύρνη! Έχουν βγάλει τις μαχαίρες του και δεν λυπούνται ούτε ιερό ούτε όσιο. Τους Αρμεναίους τους κάψανε μεσ’την εκκλησιά τους. Κυρ- Ευθύμη πάρε τη φαμίλια σου και φύγετε πριν έρθει προς τα δω το κακό.»
Μα ο παππούς ήταν δύσπιστος. «Βρε τι είναι αυτά που λες; Πότε ξύπνησαν οι Τούρκοι και βγάλαν και μαχαίρια;»
Ο άλλος τότε τον ταρακούνησε ολόκληρο. «Άνθρωπέ μου, δεν ακούς; Παίρνουν εκδίκηση και ξεκοιλιάζουν όποιον βρουν. Πάρε τα παιδιά σου και φύγε!»
Η φρίκη που απλωνόταν στο πλήθος γύρω του έπεισε τον παππού. Μπήκε στο σπίτι, τα εξήγησε όλα στη Ρινούλα και μαζί άρχισαν να μαζεύουν ότι ήταν χρειαζούμενο. Ο παππούς έτρεξε να βρει καράβι και η γιαγιά έμεινε να μαζέψει τα παιδιά. «Λοιπόν αγάπες μου» τους είπε προσπαθώντας να κρύψει τα δάκρυά της «θα πάμε επιτέλους διακοπές στην Ελλάδα , αλλά πρέπει να τρέξουμε γιατί θα χάσουμε το πλοίο.» Το παιδικό ένστικτο όμως δεν γέλαγε τη γιαγιά μου και τον αδερφό της. «Γιωργή, να κρατιέσαι γερά από την φούστα μου. Εντάξει;» Και έτσι ξεκίνησε ένας ξέφρενο τρεχαλητό. Η γιαγιά πήρε αγκαλιά την Ευθαλία που ήταν η μικρότερη και άρχισε να τρέχει.
Οι φωνές και τα μαχαίρια που έπεφταν ανελέητα για να κομματιάσουν ό,τι έβρισκαν, δεν άφηναν τη Ρινούλα να σταματήσει την αέναη πορεία της μέχρι που τα πόδια της βρήκαν τη προκυμαία. Η παλιά δόξα του Και είχε αντικατασταθεί από μιλιούνια κατατρεγμένων που προσπαθούσαν να σώσουν ό,τι είχε μείνει όρθιο. Καράβια που φόρτωναν πόνο κι έφευγαν για τα νησιά, άνθρωποι που καταπατούσαν την αξιοπρέπειά τους για μια θέση στο καράβι και η κραυγή κάποιας μητέρας που οι Τούρκοι της παίρνουν το κορίτσι. Κάποιοι πέφτανε στη θάλασσα μήπως σωθούν, άλλοι παρακαλούσαν τους Άγγλους να τους ανοίξουν, μα οι πύλες του καραβιού έμεναν ερμητικά κλειστές. Πίσω οι Τσέτες έκαιγαν, σκότωναν, βίαζαν χωρίς οίκτο και μπροστά η θάλασσα που την απάθειά της τάραζαν μονάχα οι πνιγμένοι. Μέσα στο χάος, η Ρινούλα αναγνώρισε τη τσακισμένη μορφή του Ευθύμη και μαζί άρχισαν τον αγώνα για μια θέση στο πλοίο. Η γέφυρα ήταν στενή και ο κόσμος έσπρωχνε ανελέητα. Το κορμάκι του Γιωργή μας δεν άντεξε τη πίεση και έπεσε στη κατακόκκινη θάλασσα. Η σπαραχτική κραυγή της Ρινούλας μάτωσε μέχρι και τις πέτρες. Το ταξίδι προς τη προσφυγιά ήταν ένα συνεχόμενο μοιρολόι. Για τις χαρές που άφησαν πίσω, για τις δυστυχίες που παίρνουν μαζί τους.
Η καινούρια τους ζωή ήταν γεμάτη ανηφόρες και η πίκρα για τις χαμένες πατρίδες δεν έλεγε να φύγει από τα χείλια τους. Σε αυτούς τους καινούριους τόπους, ξεδίπλωσαν όλο τον πλούτο της Μικράς Ασίας και πάσχισαν να φτιάξουν κάτι να θυμίζει την δόξα της Σμύρνης. Όσο κι αν πονούσαν οι μνήμες, οι πρόσφυγες πέρασαν ατόφιο όλο τον πολιτισμό στις οικογένειες τους για να μην ξεχαστεί αυτό το φριχτό κομμάτι της ιστορίας. Κι εγώ Μελικέ μου, είμαι σήμερα ζωντανό παράδειγμα αυτής της μετουσίωσης. Και είναι σημαντικό αυτοί που τα έζησαν να τα μεταλαμπαδεύσουν στους νέους. Να μείνουν στην επόμενη γενιά αλησμόνητες αυτές οι πατρίδες.
Μέσα σ’ αυτούς η Λία ξεχώρισε τη φοβισμένη ματιά της Μελικέ που το πρόσωπό της απέπνεε όλη τη φρίκη του πολέμου. Η κοπέλα ήταν γύρω στα 25 και κρατούσε πάντα τη μικρή κορούλα της σφιχτά στην αγκαλιά της. Όταν τα υπόλοιπα παιδάκια μαζεύονταν τα πρωινά και έπαιζαν με τα αυτοσχέδια παιχνίδια τους, η Λία άκουγε την Μελικέ να ψιθυρίζει στη μικρή παραμύθια για κόσμους μακρινούς όπου τα παιδάκια μένουν όλη μέρα στο σπίτι με τις μαμάδες τους που τα προσέχουν και τα αγαπάνε πολύ. Μια τέτοια μέρα, η Λία προσέγγισε τη Μελικέ και την χαιρέτισε χαμογελώντας. Η Μελικέ τότε ίσα που σάλεψε τα χείλια της και σχημάτισε κάτι που θύμιζε χαμόγελο.
«Ξέρεις, μου έχεις προξενήσει μεγάλο ενδιαφέρον» είπε η Λία χρησιμοποιώντας τα αγγλικά ως μέσο συνεννόησης. «Σε βλέπω πάντα να κρατάς στην αγκαλιά τη μικρούλα σου και ενώ όλοι αρχίζουν σιγά σιγά να συνηθίζουν τη ζωή τους εδώ, παρατηρώ πως παραμένεις ακόμα φοβισμένη»
Η Μελικέ αποκρίθηκε συνταράσσοντας τη Λία με την απάντησή της. «Κάποτε μια κοπέλα γέννησε τρία πανέμορφα αγγελούδια. Όταν έπεσαν οι βόμβες και όλοι έτρεξαν να σωθούν, η μητέρα πήρε το μικρότερο στην αγκαλιά της και ορμήνεψε τα δυο μεγαλύτερα να κρατιούνται από τις φούστες της. Σαν πέρασε τα σύνορα, κατάλαβε ότι τα δυο της παιδιά είχαν ποδοπατηθεί από το πανικοβλημένο πλήθος και το μόνο που της έμεινε ήταν το στερνότερο στην αγκαλιά της. Η καρδιά της σπάραξε αλλά συνέχισε την καταθλιπτική πορεία της για να μπορεί να δώσει μια καλύτερη, ασφαλέστερη ζωή σε αυτό που της απέμεινε. Και έτσι από τότε το κρατάει σφιχτά κοντά της για να μην φύγει κι αυτό και πάει να βρει τα αδερφάκια του στον ουρανό.»
Η Λία αγκάλιασε τη γυναίκα που έκλαιγε και με φωνή που έτρεμε της είπε: «Τελικά δεν είμαστε τόσο διαφορετικές». Έτσι άρχισε να εξιστορεί την πονεμένη ιστορία της οικογένειας της από τη Σμύρνη έτσι όπως της την είχε διηγηθεί κάποτε η γιαγιά της.
«Το όνομα μου είναι Ευθαλία Τσαχουρίδη και η οικογένεια μου κατάγεται από τη Σμύρνη. Αν και μακριά από την πατρίδα, οι Έλληνες εκεί είχαν φτιάξει γερές ρίζες κι όλος ο πλούτος και η χλιδή της Σμύρνης ήταν καμωμένη από τον δικό τους ιδρώτα. Στις μεγάλες οδούς, λογής λογής μαγαζιά υποδέχονταν με παριζιάνικη ευγένεια κυρίες με ψηλά καπέλα, φτερά και δαντελένιο στρίφωμα. Η αρχοντιά σε όλο της το μεγαλείο. Τα καφενεία γέμιζαν καθημερινά με καλοντυμένους κυρίους με εφημερίδες και νέους που είχαν βάλει στο μάτι τις κοπελίτσες που περνούσαν από κει. Στα σπίτια, οι λιχουδιές έδιναν κι έπαιρναν και οι τετζερέδες δεν ξεκουράζονταν ποτέ. Οι μυρωδιές από μπακλαβάδες, σαραγλί, μπαχάρια και νταρμπί σκανδάλιζαν τη γειτονιά και ψήλωναν τις κυράδες. Τα σμυρνέικα σαλόνια δέχονταν επισκέψεις μέρα-νύχτα. Το πρωί οι γειτόνισσες έπιναν τον καφέ τους κι έκαναν το κουτσομπολιό τους και το βράδυ μαζεύονταν όλοι οι διανοούμενοι της Σμύρνης στα μεγάλα κονάκια και συζητούσαν περί πολιτικής και άλλων.
Μια τέτοια βραδιά, η συζήτηση είχε πάρει φωτιά. Οι Έλληνες που είχαν προελάσει πριν από λίγο καιρό μετά βαΐων και κλάδων από τα παράλια, σημείωναν τώρα επικίνδυνη τροχιά προς το εσωτερικό της Ανατολίας. Οι ψίθυροι για συσπείρωση των Τούρκων με αρχηγό τον Κεμάλ είχαν ξεκινήσει εδώ και μήνες και τα τελευταία νέα από το μέτωπο δεν ήταν τόσο χαρμόσυνα.
«Ο ανιψιός μου, ο Γεράσιμος μου έγραψε στο γράμμα του πως οι στρατιώτες κουράστηκαν να πολεμούν. Τα τραχιά βουνά της Τουρκίας δεν τους βοηθούν πια και ο χειμώνας έχει φέρει πολύ πείνα στο στρατόπεδο. Φοβάται ότι το μέτωπο δεν θα αντέξει για πολύ ακόμα» έλεγε ο Παππούς- Ευθύμης, ο πατέρας της γιαγιάς μου της Ευθαλίας. Η ατμόσφαιρα έπεσε πάλι βαριά και η γιαγιά- Ρινούλα, η μητέρα της, σηκώθηκε γρήγορα και σύναξε τα παιδιά για να τα βάλει για ύπνο.
«Ευθύμη είπαμε όχι τέτοιες κουβέντες μπροστά στα παιδιά. Τι σου φταίνε, να ακούνε για στενοχώριες από τέτοια ηλικία;» Η γιαγιά σήκωσε τη μικρή Ευθαλία, που είχε αρχίσει πάλι τη γκρίνια, στα χέρια της και άρχισε να ανεβαίνει τις σκάλες σέρνοντας από πίσω της μια στρατιά μισοκοιμισμένα παιδιά.
Τον λόγο πήρε τότε ο κος Ξενοφών που ήταν σπουδαγμένος στις Αγγλίες και όλοι τον σέβονταν. «Μα αγαπητοί μου φίλοι είναι ανούσιο να παιδεύουμε τα κεφάλια μας με τέτοιες κινδυνολογίες. Όσο παράτολμο κι αν είναι το εγχείρημα των ομοεθνών Ελλήνων, έχει τις ευλογίες της Ευρώπης. Η Γαλλία μεταφέρει ήδη τρόφιμα στο ελληνικό μέτωπο και τα αγγλικά καράβια έχουν προσαράξει στα λιμάνια μας εδώ και μήνες. Όσο η Ελλάδα έχει την στήριξη των Δυνάμεων, δεν έχουμε τίποτα να φοβόμαστε». Τότε όλοι σιώπησαν και έκαναν κρυφή προσευχή να βγουν αληθινά τα λόγια του κυρίου Ξενοφώντα.
Όμως οι προσευχές τους δεν εισακούστηκαν. Τον Αύγουστο του 1922 το ελληνικό μέτωπο κατέρρευσε ολοκληρωτικά μετά από αλλεπάλληλες υποχωρήσεις. Τα νέα για τον θηριώδη διαμελισμό του μητροπολίτη έφεραν πανικό στους κατοίκους της Σμύρνης, ο οποίος όμως δεν ήταν αρκετός για να τους ωθήσει να μεταναστεύσουν. Ο σεβαστός Χρυσόστομος δεν συμφώνησε να εγκαταλείψει το ποίμνιο του στους Τσέτες και για αυτό παραδόθηκε στον εξαγριωμένο πλήθος βρίσκοντας φρικτό θάνατο. Στο σπίτι του παππού Ευθύμη όλοι ήταν παγωμένοι από την εξέλιξη των γεγονότων μέχρι που άρχισαν να ακούγονται τα πρώτα ουρλιαχτά. Οι γείτονες βγήκαν όλοι στα παραθύρια απορημένοι αλλά μέσα από τις φωνές ακουγόταν μια επαναλαμβανόμενη σπαραχτική κραυγή.
« Οι Τσέτες έρχονται! Τρέχτε! Καίνε τη Σμύρνη!»
Ο Ευθύμης έπιασε έναν από αυτούς που φωνάζανε και τον ρώτησε τι γίνεται. Εκείνος λαχανιασμένος γούρλωσε τα μάτια με τρόμο «Μπήκαν οι Τσέτες στη Σμύρνη! Έχουν βγάλει τις μαχαίρες του και δεν λυπούνται ούτε ιερό ούτε όσιο. Τους Αρμεναίους τους κάψανε μεσ’την εκκλησιά τους. Κυρ- Ευθύμη πάρε τη φαμίλια σου και φύγετε πριν έρθει προς τα δω το κακό.»
Μα ο παππούς ήταν δύσπιστος. «Βρε τι είναι αυτά που λες; Πότε ξύπνησαν οι Τούρκοι και βγάλαν και μαχαίρια;»
Ο άλλος τότε τον ταρακούνησε ολόκληρο. «Άνθρωπέ μου, δεν ακούς; Παίρνουν εκδίκηση και ξεκοιλιάζουν όποιον βρουν. Πάρε τα παιδιά σου και φύγε!»
Η φρίκη που απλωνόταν στο πλήθος γύρω του έπεισε τον παππού. Μπήκε στο σπίτι, τα εξήγησε όλα στη Ρινούλα και μαζί άρχισαν να μαζεύουν ότι ήταν χρειαζούμενο. Ο παππούς έτρεξε να βρει καράβι και η γιαγιά έμεινε να μαζέψει τα παιδιά. «Λοιπόν αγάπες μου» τους είπε προσπαθώντας να κρύψει τα δάκρυά της «θα πάμε επιτέλους διακοπές στην Ελλάδα , αλλά πρέπει να τρέξουμε γιατί θα χάσουμε το πλοίο.» Το παιδικό ένστικτο όμως δεν γέλαγε τη γιαγιά μου και τον αδερφό της. «Γιωργή, να κρατιέσαι γερά από την φούστα μου. Εντάξει;» Και έτσι ξεκίνησε ένας ξέφρενο τρεχαλητό. Η γιαγιά πήρε αγκαλιά την Ευθαλία που ήταν η μικρότερη και άρχισε να τρέχει.
Οι φωνές και τα μαχαίρια που έπεφταν ανελέητα για να κομματιάσουν ό,τι έβρισκαν, δεν άφηναν τη Ρινούλα να σταματήσει την αέναη πορεία της μέχρι που τα πόδια της βρήκαν τη προκυμαία. Η παλιά δόξα του Και είχε αντικατασταθεί από μιλιούνια κατατρεγμένων που προσπαθούσαν να σώσουν ό,τι είχε μείνει όρθιο. Καράβια που φόρτωναν πόνο κι έφευγαν για τα νησιά, άνθρωποι που καταπατούσαν την αξιοπρέπειά τους για μια θέση στο καράβι και η κραυγή κάποιας μητέρας που οι Τούρκοι της παίρνουν το κορίτσι. Κάποιοι πέφτανε στη θάλασσα μήπως σωθούν, άλλοι παρακαλούσαν τους Άγγλους να τους ανοίξουν, μα οι πύλες του καραβιού έμεναν ερμητικά κλειστές. Πίσω οι Τσέτες έκαιγαν, σκότωναν, βίαζαν χωρίς οίκτο και μπροστά η θάλασσα που την απάθειά της τάραζαν μονάχα οι πνιγμένοι. Μέσα στο χάος, η Ρινούλα αναγνώρισε τη τσακισμένη μορφή του Ευθύμη και μαζί άρχισαν τον αγώνα για μια θέση στο πλοίο. Η γέφυρα ήταν στενή και ο κόσμος έσπρωχνε ανελέητα. Το κορμάκι του Γιωργή μας δεν άντεξε τη πίεση και έπεσε στη κατακόκκινη θάλασσα. Η σπαραχτική κραυγή της Ρινούλας μάτωσε μέχρι και τις πέτρες. Το ταξίδι προς τη προσφυγιά ήταν ένα συνεχόμενο μοιρολόι. Για τις χαρές που άφησαν πίσω, για τις δυστυχίες που παίρνουν μαζί τους.
Η καινούρια τους ζωή ήταν γεμάτη ανηφόρες και η πίκρα για τις χαμένες πατρίδες δεν έλεγε να φύγει από τα χείλια τους. Σε αυτούς τους καινούριους τόπους, ξεδίπλωσαν όλο τον πλούτο της Μικράς Ασίας και πάσχισαν να φτιάξουν κάτι να θυμίζει την δόξα της Σμύρνης. Όσο κι αν πονούσαν οι μνήμες, οι πρόσφυγες πέρασαν ατόφιο όλο τον πολιτισμό στις οικογένειες τους για να μην ξεχαστεί αυτό το φριχτό κομμάτι της ιστορίας. Κι εγώ Μελικέ μου, είμαι σήμερα ζωντανό παράδειγμα αυτής της μετουσίωσης. Και είναι σημαντικό αυτοί που τα έζησαν να τα μεταλαμπαδεύσουν στους νέους. Να μείνουν στην επόμενη γενιά αλησμόνητες αυτές οι πατρίδες.
Αφήστε ένα σχόλιο