Ένα όμορφο δίμηνο “Πανηγύρι” /Φ.1803
Α΄ Κάτω στου Μπορονίκα τον κάμπο
Γράφει ο Σαρέλας Θεόδωρος*
Ήταν μια καλοσχεδιασμένη αφίσα κολλημένη στην κολώνα του δρόμου, που διαφήμιζε την καθιερωμένη ετήσια εκδήλωση κάποιου χωριού της περιοχής. Δυο θεριστές «επί το έργον» παρίστανε!
Εκείνη ήταν ντυμένη μ’ ένα μακρύ σκούρο φουστάνι που έφτανε ως κάτω τις φτέρνες της, ενώ μια παρδαλή μαντήλα στο κεφάλι έκρυβε όλο σχεδόν το πρόσωπα, σκέπαζε τους ώμους και το λαιμό της κι έδενε σταυρωτά πάνω στα στήθια της. Εκείνος φορούσε ένα πελώριο ψάθινο καπέλο στο κεφάλι κι ήταν ντυμένος με χοντρά σκούρα ρούχα. Κι οι δυο τους στα χέρια φορούσαν κάτι σαν γάντια, που σκέπαζαν τον καρπό και μέρος απ’ τον πήχη τους κι άφηναν λεύτερα τα δάχτυλά τους, για να ‘χουν την ευκινησία τους. Στο ‘να χέρι κρατούσαν με χάρη ένα δρεπάνι και με τ’ άλλο φούχτωνε ο καθένας τους ένα μάτσο στάχυα!
Ο Χρήστος, ο δικός μας ο σοφός, καθισμένος στο τραπεζάκι του, στου χωριού το καφενείο απολάμβανε τον βαρύ γλυκό του. Είχε «καρφώσει» το βλέμμα πάνω στην αφίσα της κολώνας και την περιεργαζόταν. Οι δυο του φίλοι καθισμένοι κοντά του, λακριντεύαμε και «φιλοσοφούσαμε», έτσι «περί ανέμων και υδάτων», για να περνάει η ώρα. Πήρε, λοιπόν, αφορμή ο δικός μας. Του άρεσε, φαίνεται η αφίσα! Ρούφηξε ηδονικά μια γουλιά απ’ τον καφέ του και άρχισε, χωρίς προκλήσεις και παρακάλια τούτη τη φορά, την αφήγησή του. Έτσι ξαφνικά κι απότομα πήρε την αμπάριζά του! Φρόντισε, βέβαια, και τούτη τη φορά να μας ειδοποιήσει, ότι δεν δέχεται διακοπές. Χάριν του ειρμού των σκέψεών του, μας διευκρίνισε. «Έτσι, σαν τώρα, τέτοιος καιρός ήταν και τότε. Είχε ζεστάνει αρκετά κι είχαν τελέψει τα σανά στους κήπους και τα γύρω ξεροχώραφα» άρχισε!» Πάνω στης Ζάγουρας και του Ξελυσιαχτή τις λάκκες είχε ξεραθεί πια και είχε σκληρύνει το χορτάρι. Οι τσοπαναραίοι ρίχνανε τώρα τις στρούγκες τους στα θερισμένα της Παναγιάς και της Τραγάνας. Ψηλά η θερμοκρασία! Ο τζίτζικας το λάλαγε αμέριμνος, φωλιασμένος στις γύρω φυλλωσιές και τα αγριόδεντρα. Είχε μπει για τα καλά ο Ιούνιος κι είχαν μεστώσει στον κάμπο τα σπαρτά. Τα στάχυα είχαν βαρύνει και οι καλαμιές τους χρύσιζαν με του ήλιου τ’ αντάμωμα. Καιρός για θερισμό! Ένα τρανό πανηγύρι άρχιζε στον κάμπο κι απλωνόταν απ’ του Μαυρόγιαννη και του Μπορονίκα τα μέρη ως πέρα τις Αμμουδερές και τα Μαυρόγεια.
Σαν έπαιρνε λοιπόν, η δροσούλα της νύχτας κι ανέβαινε ψηλά στον ορίζοντα της Αγια-Θυμιάς ο ήλιος, ένα χωριό ολόκληρο θεριστές και θερίστριες, να, σαν αυτούς ντυμένοι, είπε, κι έριξε και πάλι το βλέμμα στην αφίσα της κολώνας, μπαίναν στο χορό! Βαριά ήταν και δύσκολη η δουλειά τους και δυσκολότερη την έκανε το λιοπύρι της ημέρας. Κι ήθελε και τέχνη και μαεστρία από πάνω! Άμαθος, θυμάμαι ακόμα, σα δοκίμασα να κόψω μια χεριά, το δάκτυλό μου έκοψα, μαζί της, είπε κι έδειξε την ουλή που ‘χε στο μικρό αριστερό του δάκτυλο. Και τούτη τη δύσκολη δουλειά πανηγύρι την έκανε η εργατιά μας!
Ακροβολιζόταν, που λέτε, όλη η εργατιά, στοιχιζόταν μπροστά στο χτήμα, έκαναν όλοι το σταυρό τους κι απέ έπαιρναν «τον έργο» τους, μια σειρά που ‘φτανε από δω ως την άλλη την άκρη του χωραφιού. Και σαν τέλειωνε τούτος ο έργος, άρχιζε ο δεύτερος απ’ την άλλη την άκρη. Κι ύστερα ο άλλος κι ο άλλος. Οι όμορφες ιστορίες του τόπου, οι παραδόσεις, οι ιστορίες που μίλαγαν για φαντάσματα, τα όμορφα της εποχής τραγούδια του Γιάννου και της Παγώνας, πάσχιζαν να λαφρύνουν της σκληρής δουλειάς τον κάματο.
Κι άπλωναν πίσω τις χεριές οι θεριστές σαν προβατάκια, που ΄βοσκαν στις φρεσκοθερισμένες καλαμιές. Πανευτυχής πιο πέρα, στην άκρη του κτήματος, ο νοικοκύρης ταίριαζε τα δεματικά, για να δέσει με τούτα σε δεμάτια τις σταυρωμένες χεριές της κοντέρνας, ενώ τα δυο αμούστακα της φαμελιάς τ’ αγόρια συγκέντρωναν τούτα τα δεμάτια σε θεόρατη θημωνιά στο μέσο του κτήματος.
Γύρω στο μεσημέρι, που ο ήλιος έκαιγε κι «έσκαζε» ο τζίτζικας απ’ το μονότονο τραγούδι του, κατάφθανε κι η νοικοκυρά, η μαγείρισσα, με τη γεμάτη βεδουρίτσα. Κόκορα μαγείρεψε αλανιάρη με χυλοπίτες. Κι από κοντά τα νόστιμα τα ορεκτικά της, τ’ άσπρο το τυρί, τη φέτα και την ντομάτα του περιβολιού της.
Κι έστρωνε κάτω απ΄ τον παχύ τον ίσκιο της καρυδιάς το πλούσιο το τραπέζι. Ολόδροσο ήταν το κρασί της νταμιτζάνας και ανάσταινε τις παραλυμένες δυνάμεις τούτης της εργατιάς. Απολάμβαναν οι φίλοι τούτα τ’ αγαθά και ξεκουράζονταν για λίγο στη σκιά του δέντρου, ώσπου να ‘ρθει από ψηλά, απ’ της Γρούσπας τις πλαγιές, δροσερό του δειλινού τ’ αεράκι, για να συνεχίσουν ως το βράδυ!
Κι όταν ο ήλιος έγερνε πάνω στου Καρδαρά τη βουνοκορφή, πετούσαν την πανοπλία τους, φόραγαν τα καλά τους κι έπαιρναν το δρόμο του γυρισμού. Κι ήταν και τώρα γιορτοφόρι! Γέλια και χαρές, τραγούδια και πειράγματα γέμιζαν το δρόμο της επιστροφής. Και τούτο το πανηγύρι θα συνεχιζόταν κι αύριο και μεθαύριο κι όλο το θεριστή και βάλε. Και θα επαναλαμβανόταν του χρόνου και τον άλλο το χρόνο, όμοιο κι απαράλλαχτο.
»Μα τούτο το γιορτάσι θα ‘ταν λειψό, αν δεν συνταίριαζε μ’ ένα άλλο πανηγύρι, συνέχεια με τούτο, που θα γινόταν σ’ ένα άλλο δικό μας χώρο. Στ’ αλώνια του χωριού τον Αλωνάρη μήνα είχε σειρά ένα άλλο» όμορφο και τούτο, τοπικό ξεφάντωμα. Αλλά αύριο, φίλοι, πάλι» είπε και έβαλε τέλος στην αφήγηση. Ήπιε την τελευταία γουλιά απ’ τον κρύο πια καφέ του, μας καληνύχτισε κι έφυγε για το σπιτικό του.
Και μεις μαγεμένοι απ’ τις όμορφες αναμνήσεις του και στις δικές μας θύμισες βυθισμένοι, κουνήσαμε νωχελικά το χέρι αποχαιρετώντας τον.
Ο κ. Θεόδωρος Σαρέλας είναι Κειμενογράφος
Εκείνη ήταν ντυμένη μ’ ένα μακρύ σκούρο φουστάνι που έφτανε ως κάτω τις φτέρνες της, ενώ μια παρδαλή μαντήλα στο κεφάλι έκρυβε όλο σχεδόν το πρόσωπα, σκέπαζε τους ώμους και το λαιμό της κι έδενε σταυρωτά πάνω στα στήθια της. Εκείνος φορούσε ένα πελώριο ψάθινο καπέλο στο κεφάλι κι ήταν ντυμένος με χοντρά σκούρα ρούχα. Κι οι δυο τους στα χέρια φορούσαν κάτι σαν γάντια, που σκέπαζαν τον καρπό και μέρος απ’ τον πήχη τους κι άφηναν λεύτερα τα δάχτυλά τους, για να ‘χουν την ευκινησία τους. Στο ‘να χέρι κρατούσαν με χάρη ένα δρεπάνι και με τ’ άλλο φούχτωνε ο καθένας τους ένα μάτσο στάχυα!
Ο Χρήστος, ο δικός μας ο σοφός, καθισμένος στο τραπεζάκι του, στου χωριού το καφενείο απολάμβανε τον βαρύ γλυκό του. Είχε «καρφώσει» το βλέμμα πάνω στην αφίσα της κολώνας και την περιεργαζόταν. Οι δυο του φίλοι καθισμένοι κοντά του, λακριντεύαμε και «φιλοσοφούσαμε», έτσι «περί ανέμων και υδάτων», για να περνάει η ώρα. Πήρε, λοιπόν, αφορμή ο δικός μας. Του άρεσε, φαίνεται η αφίσα! Ρούφηξε ηδονικά μια γουλιά απ’ τον καφέ του και άρχισε, χωρίς προκλήσεις και παρακάλια τούτη τη φορά, την αφήγησή του. Έτσι ξαφνικά κι απότομα πήρε την αμπάριζά του! Φρόντισε, βέβαια, και τούτη τη φορά να μας ειδοποιήσει, ότι δεν δέχεται διακοπές. Χάριν του ειρμού των σκέψεών του, μας διευκρίνισε. «Έτσι, σαν τώρα, τέτοιος καιρός ήταν και τότε. Είχε ζεστάνει αρκετά κι είχαν τελέψει τα σανά στους κήπους και τα γύρω ξεροχώραφα» άρχισε!» Πάνω στης Ζάγουρας και του Ξελυσιαχτή τις λάκκες είχε ξεραθεί πια και είχε σκληρύνει το χορτάρι. Οι τσοπαναραίοι ρίχνανε τώρα τις στρούγκες τους στα θερισμένα της Παναγιάς και της Τραγάνας. Ψηλά η θερμοκρασία! Ο τζίτζικας το λάλαγε αμέριμνος, φωλιασμένος στις γύρω φυλλωσιές και τα αγριόδεντρα. Είχε μπει για τα καλά ο Ιούνιος κι είχαν μεστώσει στον κάμπο τα σπαρτά. Τα στάχυα είχαν βαρύνει και οι καλαμιές τους χρύσιζαν με του ήλιου τ’ αντάμωμα. Καιρός για θερισμό! Ένα τρανό πανηγύρι άρχιζε στον κάμπο κι απλωνόταν απ’ του Μαυρόγιαννη και του Μπορονίκα τα μέρη ως πέρα τις Αμμουδερές και τα Μαυρόγεια.
Σαν έπαιρνε λοιπόν, η δροσούλα της νύχτας κι ανέβαινε ψηλά στον ορίζοντα της Αγια-Θυμιάς ο ήλιος, ένα χωριό ολόκληρο θεριστές και θερίστριες, να, σαν αυτούς ντυμένοι, είπε, κι έριξε και πάλι το βλέμμα στην αφίσα της κολώνας, μπαίναν στο χορό! Βαριά ήταν και δύσκολη η δουλειά τους και δυσκολότερη την έκανε το λιοπύρι της ημέρας. Κι ήθελε και τέχνη και μαεστρία από πάνω! Άμαθος, θυμάμαι ακόμα, σα δοκίμασα να κόψω μια χεριά, το δάκτυλό μου έκοψα, μαζί της, είπε κι έδειξε την ουλή που ‘χε στο μικρό αριστερό του δάκτυλο. Και τούτη τη δύσκολη δουλειά πανηγύρι την έκανε η εργατιά μας!
Ακροβολιζόταν, που λέτε, όλη η εργατιά, στοιχιζόταν μπροστά στο χτήμα, έκαναν όλοι το σταυρό τους κι απέ έπαιρναν «τον έργο» τους, μια σειρά που ‘φτανε από δω ως την άλλη την άκρη του χωραφιού. Και σαν τέλειωνε τούτος ο έργος, άρχιζε ο δεύτερος απ’ την άλλη την άκρη. Κι ύστερα ο άλλος κι ο άλλος. Οι όμορφες ιστορίες του τόπου, οι παραδόσεις, οι ιστορίες που μίλαγαν για φαντάσματα, τα όμορφα της εποχής τραγούδια του Γιάννου και της Παγώνας, πάσχιζαν να λαφρύνουν της σκληρής δουλειάς τον κάματο.
Κι άπλωναν πίσω τις χεριές οι θεριστές σαν προβατάκια, που ΄βοσκαν στις φρεσκοθερισμένες καλαμιές. Πανευτυχής πιο πέρα, στην άκρη του κτήματος, ο νοικοκύρης ταίριαζε τα δεματικά, για να δέσει με τούτα σε δεμάτια τις σταυρωμένες χεριές της κοντέρνας, ενώ τα δυο αμούστακα της φαμελιάς τ’ αγόρια συγκέντρωναν τούτα τα δεμάτια σε θεόρατη θημωνιά στο μέσο του κτήματος.
Γύρω στο μεσημέρι, που ο ήλιος έκαιγε κι «έσκαζε» ο τζίτζικας απ’ το μονότονο τραγούδι του, κατάφθανε κι η νοικοκυρά, η μαγείρισσα, με τη γεμάτη βεδουρίτσα. Κόκορα μαγείρεψε αλανιάρη με χυλοπίτες. Κι από κοντά τα νόστιμα τα ορεκτικά της, τ’ άσπρο το τυρί, τη φέτα και την ντομάτα του περιβολιού της.
Κι έστρωνε κάτω απ΄ τον παχύ τον ίσκιο της καρυδιάς το πλούσιο το τραπέζι. Ολόδροσο ήταν το κρασί της νταμιτζάνας και ανάσταινε τις παραλυμένες δυνάμεις τούτης της εργατιάς. Απολάμβαναν οι φίλοι τούτα τ’ αγαθά και ξεκουράζονταν για λίγο στη σκιά του δέντρου, ώσπου να ‘ρθει από ψηλά, απ’ της Γρούσπας τις πλαγιές, δροσερό του δειλινού τ’ αεράκι, για να συνεχίσουν ως το βράδυ!
Κι όταν ο ήλιος έγερνε πάνω στου Καρδαρά τη βουνοκορφή, πετούσαν την πανοπλία τους, φόραγαν τα καλά τους κι έπαιρναν το δρόμο του γυρισμού. Κι ήταν και τώρα γιορτοφόρι! Γέλια και χαρές, τραγούδια και πειράγματα γέμιζαν το δρόμο της επιστροφής. Και τούτο το πανηγύρι θα συνεχιζόταν κι αύριο και μεθαύριο κι όλο το θεριστή και βάλε. Και θα επαναλαμβανόταν του χρόνου και τον άλλο το χρόνο, όμοιο κι απαράλλαχτο.
»Μα τούτο το γιορτάσι θα ‘ταν λειψό, αν δεν συνταίριαζε μ’ ένα άλλο πανηγύρι, συνέχεια με τούτο, που θα γινόταν σ’ ένα άλλο δικό μας χώρο. Στ’ αλώνια του χωριού τον Αλωνάρη μήνα είχε σειρά ένα άλλο» όμορφο και τούτο, τοπικό ξεφάντωμα. Αλλά αύριο, φίλοι, πάλι» είπε και έβαλε τέλος στην αφήγηση. Ήπιε την τελευταία γουλιά απ’ τον κρύο πια καφέ του, μας καληνύχτισε κι έφυγε για το σπιτικό του.
Και μεις μαγεμένοι απ’ τις όμορφες αναμνήσεις του και στις δικές μας θύμισες βυθισμένοι, κουνήσαμε νωχελικά το χέρι αποχαιρετώντας τον.
Ο κ. Θεόδωρος Σαρέλας είναι Κειμενογράφος
Αφήστε ένα σχόλιο