Η μαγεία της ετυμολογίας /Φ.1806
Η ΜΑΓΕΙΑ ΤΗΣ ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑΣ
|
«Ετυμολογικές προσεγγίσεις»
Γνωστά και καθημερινά - 18
Γράφει ο Χρήστος Βλαχογιάννης
Καθηγητής Μουσικής
Με τις τόσες ανατιμήσεις των αγαθών που ακούμε καθημερινώς προφανώς έχουμε ζαλιστεί και τούτο διότι έχουν αναφορά στην τσέπη μας και στο αν θα τα βγάλουμε πέρα για ένα ακόμα μήνα, για δύο, για… Κι αφού όλα σήμερα τείνουν να αποτιμώνται δι’ ολίγων …παγκοσμίων νομισμάτων, σκέφτηκα να σας κάνω μια αναδρομή στην αρχαία εποχή, για να δούμε ποια ήταν τα τότε νομίσματα και τι αντιστοιχίες είχαν μεταξύ τους.
Η πρώτη μορφή συναλλαγής μεταξύ των ανθρώπων ήταν με ανταλλαγές προϊόντων. Ο καθένας, δηλαδή, έδινε ό,τι του περίσσευε. Η πρώτη μορφή, το πρώτο «μέτρο» ανταλλαγής ήταν ο τάλαρος, ένα πλεκτό καλάθι από λυγαριά, για να αντέχει μεγάλο βάρος, στο οποίο εναπέθεταν τα προϊόντα. Έδινε κάποιος ένα τάλαρο με καρύδια, έπαιρνε ένα τάλαρο με σύκα κ.ο.κ. Ο τάλαρος στην συνέχεια έγινε τελάρο, τάληρο, και το πολύ γνωστό μας δολάριο. Όλα αυτά εκ του τλάω-ώ (=αντέχω μεγάλο βάρος).
Επί της εποχής του Ομήρου το προτιμώτερο μέσο συναλλαγής ήταν τα βοσκήματα (βόες, πρόβατα, χοίροι κλπ), με κοινό μέτρο αξίας τον βουν. Μάλιστα, πολυβούτη έλεγαν τον πλούσιο και αβούτη τον φτωχό.
Τα βοσκήματα ακολούθησε το μέταλλο, επειδή ήταν πιο μικρό σε όγκο, μεγαλύτερο σε αξία και μπορούσε ευκολώτερα να αποταμιευτεί, χωρίς να φθαρεί. Βρισκόμαστε στην προκερματική περίοδο (κέρμα, εκ του κείρω =κόπτω).
Το πρώτο κέρμα-νόμισμα, που απεικόνιζε μια θαλάσσια χελώνα, το έκοψε ο Φείδων του Άργους, κατά τον 8ο αιώνα π.Χ. στην Αίγινα, που τότε ήταν μεγάλο εμπορικό κέντρο, κυριάρχησε στις εμπορικές συναλλαγές, μέχρι να εκτοπισθεί από την περίφημη αθηναϊκή δραχμή, την δραχμούλα μας, που είχαμε για χιλιάδες χρόνια, μέχρι να έρθει το ευρώ, που μας έπνιξε με τα «κόλπα» του. Η δραχμή ετυμολογείται εκ του δράττομαι (=πιάνω με το χέρι, και μεταφορικώς, αρπάζω). Στην ουσία βεβαίως και η δραχμή σημαίνει δράγμα (=χούφτα) και σήμαινε το πόσα νομίσματα, οβολούς, χωρούσε μια χούφτα. Ο οβολός ετυμολογείται εκ του ρήματος οφέλλω, με πολλές σημασίες (= ωφελώ, είμαι χρήσιμος, σκουπίζω, αυξάνω, χρωστώ). Εκατό δραχμές ισοδυναμούσαν με μία αττική μνα. Ετυμολογικώς πιθανόν να έχει σχέση με τις μνάδες (=αίγες), που παραπέμπει και πάλι σε βοσκήματα, όπως και το νόμισμα, βους (εκ του βοός). Μάλιστα, υπήρχε και μια σχετική παροιμία γι’ αυτούς που δωροδοκούνταν, για να κρατήσουν το στόμα τους κλειστό: «βους επί γλώσση», τους έβαζαν, δηλαδή, το νόμισμα στο στόμα.
Άλλο νόμισμα ήταν ο στατήρ (εκ του ίστημι), που διέφερε κατά τόπους ως προς την τιμή αλλά κυρίως ισοδυναμούσε με χρυσό ή αργυρό δίδραχμο. Σαν μονάδα βάρους ήταν το 1/5 της μνας και η μνα το 1/6 του ταλάντου. Το τάλαντο, ομοίας ετυμολογίας με τον τάλαρο, ήταν κυρίως κομμάτι χρυσού, με διαφορετικό βάρος κατά τόπους. Στην κυριολεξία τάλαντο σημαίνει πλάστιγγα, ζυγαριά. Η δε διαδικασία ζύγισης λεγόταν ταλάντευσις. Ο Σόλων καθώρισε την ισοδυναμία του αττικού ταλάντου ίσο με 63 μνες. Πολύ αργότερα η λέξη σήμαινε ό,τι και σήμερα, την πνευματική αξία, την επιδεξιότητα, δηλαδή, το ταλέντο κάποιου.
Συνήθως η κάθε πόλη, πάνω στο κάθε νόμισμα χάρασσε και το έμβλημά της. Η Αίγινα, επί παραδείγματι, είχε την θαλάσσια χελώνα, η Ήλιδα τον αητό του Διός, η Δήλος την λύρα του Απόλλωνα, η Μένδη τον Σειληνό επί όνου (μέχρι και σήμερα τον γάϊδαρο τον αποκαλούμε κυρ-Μέντιο), η Νάξος τον Διόνυσο και αμφορέα με κρασί, το Μεταπόντιο (πόλη της Κάτω Ιταλίας, κοντά στον Τάραντα) το στάχυ και την Δήμητρα, η Ποσειδωνία τον Ποσειδώνα, η Φαιστός τον ταύρο και η Αθήνα την Αθηνά και την γλαύκα (κουκουβάγια), τυπωμένα στο αθηναϊκό τετράδραχμο, το περίφημο και ισχυρό νόμισμα του αρχαίου κόσμου, καμωμένο από άργυρο των μεταλλείων του Λαυρίου (που τα «ελληνικά» κοπριτάκια της Νέας Τάξης θέλουν να κλείσουν και να δωρίσουν στις …αγορές).
Στο επόμενο φύλλο θα ασχοληθούμε με την ορολογία της εμπορίας του χρήματος.
Η πρώτη μορφή συναλλαγής μεταξύ των ανθρώπων ήταν με ανταλλαγές προϊόντων. Ο καθένας, δηλαδή, έδινε ό,τι του περίσσευε. Η πρώτη μορφή, το πρώτο «μέτρο» ανταλλαγής ήταν ο τάλαρος, ένα πλεκτό καλάθι από λυγαριά, για να αντέχει μεγάλο βάρος, στο οποίο εναπέθεταν τα προϊόντα. Έδινε κάποιος ένα τάλαρο με καρύδια, έπαιρνε ένα τάλαρο με σύκα κ.ο.κ. Ο τάλαρος στην συνέχεια έγινε τελάρο, τάληρο, και το πολύ γνωστό μας δολάριο. Όλα αυτά εκ του τλάω-ώ (=αντέχω μεγάλο βάρος).
Επί της εποχής του Ομήρου το προτιμώτερο μέσο συναλλαγής ήταν τα βοσκήματα (βόες, πρόβατα, χοίροι κλπ), με κοινό μέτρο αξίας τον βουν. Μάλιστα, πολυβούτη έλεγαν τον πλούσιο και αβούτη τον φτωχό.
Τα βοσκήματα ακολούθησε το μέταλλο, επειδή ήταν πιο μικρό σε όγκο, μεγαλύτερο σε αξία και μπορούσε ευκολώτερα να αποταμιευτεί, χωρίς να φθαρεί. Βρισκόμαστε στην προκερματική περίοδο (κέρμα, εκ του κείρω =κόπτω).
Το πρώτο κέρμα-νόμισμα, που απεικόνιζε μια θαλάσσια χελώνα, το έκοψε ο Φείδων του Άργους, κατά τον 8ο αιώνα π.Χ. στην Αίγινα, που τότε ήταν μεγάλο εμπορικό κέντρο, κυριάρχησε στις εμπορικές συναλλαγές, μέχρι να εκτοπισθεί από την περίφημη αθηναϊκή δραχμή, την δραχμούλα μας, που είχαμε για χιλιάδες χρόνια, μέχρι να έρθει το ευρώ, που μας έπνιξε με τα «κόλπα» του. Η δραχμή ετυμολογείται εκ του δράττομαι (=πιάνω με το χέρι, και μεταφορικώς, αρπάζω). Στην ουσία βεβαίως και η δραχμή σημαίνει δράγμα (=χούφτα) και σήμαινε το πόσα νομίσματα, οβολούς, χωρούσε μια χούφτα. Ο οβολός ετυμολογείται εκ του ρήματος οφέλλω, με πολλές σημασίες (= ωφελώ, είμαι χρήσιμος, σκουπίζω, αυξάνω, χρωστώ). Εκατό δραχμές ισοδυναμούσαν με μία αττική μνα. Ετυμολογικώς πιθανόν να έχει σχέση με τις μνάδες (=αίγες), που παραπέμπει και πάλι σε βοσκήματα, όπως και το νόμισμα, βους (εκ του βοός). Μάλιστα, υπήρχε και μια σχετική παροιμία γι’ αυτούς που δωροδοκούνταν, για να κρατήσουν το στόμα τους κλειστό: «βους επί γλώσση», τους έβαζαν, δηλαδή, το νόμισμα στο στόμα.
Άλλο νόμισμα ήταν ο στατήρ (εκ του ίστημι), που διέφερε κατά τόπους ως προς την τιμή αλλά κυρίως ισοδυναμούσε με χρυσό ή αργυρό δίδραχμο. Σαν μονάδα βάρους ήταν το 1/5 της μνας και η μνα το 1/6 του ταλάντου. Το τάλαντο, ομοίας ετυμολογίας με τον τάλαρο, ήταν κυρίως κομμάτι χρυσού, με διαφορετικό βάρος κατά τόπους. Στην κυριολεξία τάλαντο σημαίνει πλάστιγγα, ζυγαριά. Η δε διαδικασία ζύγισης λεγόταν ταλάντευσις. Ο Σόλων καθώρισε την ισοδυναμία του αττικού ταλάντου ίσο με 63 μνες. Πολύ αργότερα η λέξη σήμαινε ό,τι και σήμερα, την πνευματική αξία, την επιδεξιότητα, δηλαδή, το ταλέντο κάποιου.
Συνήθως η κάθε πόλη, πάνω στο κάθε νόμισμα χάρασσε και το έμβλημά της. Η Αίγινα, επί παραδείγματι, είχε την θαλάσσια χελώνα, η Ήλιδα τον αητό του Διός, η Δήλος την λύρα του Απόλλωνα, η Μένδη τον Σειληνό επί όνου (μέχρι και σήμερα τον γάϊδαρο τον αποκαλούμε κυρ-Μέντιο), η Νάξος τον Διόνυσο και αμφορέα με κρασί, το Μεταπόντιο (πόλη της Κάτω Ιταλίας, κοντά στον Τάραντα) το στάχυ και την Δήμητρα, η Ποσειδωνία τον Ποσειδώνα, η Φαιστός τον ταύρο και η Αθήνα την Αθηνά και την γλαύκα (κουκουβάγια), τυπωμένα στο αθηναϊκό τετράδραχμο, το περίφημο και ισχυρό νόμισμα του αρχαίου κόσμου, καμωμένο από άργυρο των μεταλλείων του Λαυρίου (που τα «ελληνικά» κοπριτάκια της Νέας Τάξης θέλουν να κλείσουν και να δωρίσουν στις …αγορές).
Στο επόμενο φύλλο θα ασχοληθούμε με την ορολογία της εμπορίας του χρήματος.
* Ο κ. Βλαχογιάννης Χρήστος είναι Καθηγητής Μουσικής στο 1ο Γυμνάσιο Μεσολογγίου και Δ/ντης Χορωδίας
Αφήστε ένα σχόλιο