Ο Κυβερνήτης του θρυλικού Υποβρυχίου ΠΑΠΑΝΙΚΟΛΗΣ Μίλτωνας Ιατρίδης /Φ.1813
*Του Δρ. Αν. Λυμπερίου
Στις ιστορίες των λαών υπάρχουν κάποια πρόσωπα που προβάλλουν σεβαστά ορόσημα στο πέρασμα των χρόνων. Ένα τέτοιο πρόσωπο είναι και ο Κυβερνήτης του θρυλικού Υποβρυχίου Παπανικολής Πλοίαρχος του Π.Ν Μίλτωνας Ιατρίδης.
Ο Μίλτωνας Ιατρίδης κατάφερε να συμπυκνώσει με την δράση του αιώνες Ελληνικής ιστορίας. Ενσάρκωσε ένα έθνος που βρέθηκε πολλές φορές σε μειονεκτική θέση, γνώρισε ήττες, έδωσε όμως τον αγώνα με γενναιότητα, αξιοπρέπεια και στο τέλος δικαιώθηκε. Ένας σπουδαίος άνθρωπος, ένας σπουδαίος αξιωματικός. Το όνομα του, παραμένει άρρηκτα συνδεδεμένο με τις πιο ένδοξες στιγμές του υποβρύχιου Παπανικολής.
Πόσοι όμως γνωρίζουν τη καταγωγή, την ιστορία της οικογενείας του, τα παιδικά χρόνια του Κυβερνήτη έως και την εισαγωγή του στη Σχολή Ναυτικών Δοκίμων; Ποια είναι η πορεία του αξιωματικού Ιατρίδη και ποια είναι η ιστορία και η δράση του θρυλικού υποβρυχίου;
Ο συγγραφέας και ανιψιός του Πλοιάρχου Βασίλειος Ιατρίδης κατόρθωσε μετά από αρκετή προσπάθεια να εκδώσει τη βιογραφία του με τίτλο «Από το Βυθό στον Ουρανό» φέρνοντας στο φως άγνωστες και γνώστες πτυχές για τον άνθρωπο και τον αξιωματικό Ιατρίδη, αφήνοντας μια σημαντική παρακαταθήκη για τις επόμενες γενιές. Τα σημαντικότερα από τη πλούσια βιογραφία του τα παραθέτουμε παρακάτω:
Η καταγωγή της οικογένειας Ιατρίδη από το Σοφικό Κορινθίας, η γέννηση και τα πρώτα χρόνια του Πλοιάρχου
Ο παππούς του πλοιάρχου, Πέτρος Ιατρού, ήταν Πρακτικός γιατρός. Εγκατεστημένος στην Πιάδα – Νέα Επίδαυρο, από όπου προσέφερε τις ιατρικές του υπηρεσίες σε πολλές πόλεις και χωριά της Κορινθίας και της Αργολίδας. Είχε γεννηθεί στο Ναύπλιο περίπου το 1822-23, στη διάρκεια του απελευθερωτικού αγώνα, εναντίον της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Ο πατέρας του, Ανδρέας Ιατρού, γιατρός και αυτός συμμετείχε στον Αγώνα και λέγεται ότι θεράπευσε πολλούς από τους αγωνιστές .
Ο Μιχαήλ Σταματίου Μάρκελλος το 1850, εκ των προυχόντων της περιοχής της Σολυγείας του Νομού Κορινθίας, κάλεσε στο Σοφικό Κορινθίας τον Πέτρο Ιατρού, για να τον θεραπεύσει από ατύχημα που είχε στον αυχένα. Παρέμεινε δυο εβδομάδες, όπου και ερωτεύτηκε την κόρη του Μάρκελλου, με το όνομα Άννα. Την οποία και παντρεύτηκε. Μετά σύντομη αναχώρηση στο σπίτι του στην Πιάδα, επέστρεψαν οικογενειακώς και εγκαταστάθηκαν στο Σοφικό, από το 1860. Η Αννα Μάρκελου – Ιατρού γέννησε δέκα παιδιά, από τα οποία επέζησαν μόνον πέντε. Λόγω των συνθηκών της εποχής.
Η οικογένεια Ιατρού – Ιατρίδη έζησε στο Σοφικό από το 1862 μέχρι το 1927, όταν πέθανε ο μεγαλύτερος αδερφός του Βασιλείου Ιατρίδη, - Ιωάννης -στο Γαλατάκι Κορίνθιας. Απόγονοι του είναι η οικογένεια Πέτρου Ιατρίδη - φαρμακοποιού – οινολόγου στο Ζευγολατιό.
Ο Πέτρος Ιατρού, πατέρας του Βασιλείου Ιατρίδη, πέθανε περί το 1845 στην Επίδαυρο, ή στο Λυγουριό.
Ο γιός του Βασίλης Ιατρίδης ,πατέρας του πλοιάρχου, τελείωσε το Δημοτικό σχολείο στο Σοφικό, το 1879.
Επί δημαρχίας Ιωάννου Αναγνωστοπούλου, το 1875, καταρτίστηκαν τα δημοτολόγια Σοφικού – δήμου Σολυγείας, όπου για πρώτη φορά δηλώθηκε και ο παππούς μου Βασίλης σαν Ιατρίδης και όχι Ιατρού, στο μητρώο αρρένων του Δήμου, ως γεννηθείς το 1863 ενώ η σωστή ημερομηνία είναι 1862, όπως γράφει ο ίδιος. Είχε δασκάλους στο δημοτικό τον Δημήτριον Ρώταν και τον Δημήτριο Παπαψωμά, οι οποίοι ,όπως αναφέρει τον βοήθησαν πολύ, ώστε να αριστεύσει.
Ο Βασίλης Ιατρίδης επειδή ήταν καλός στα γράμματα, κατά έκφραση της εποχής, υποστηρίχτηκε οικονομικά από τη μητέρα και την μεγαλύτερη αδερφή του και συνεχίζει στο Ελληνικό – Γυμνάσιο της Κορίνθου, απ’ όπου αποφοίτησε με τον βαθμό άριστα.
Και περιγράφει μετά, στα απομνημονεύματά του ολόκληρη περιπέτεια, μέχρι που κατέληξε φοιτητής στο Πανεπιστήμιο Αθηνών στα μαθηματικά και την φιλοσοφία. Εργαζόμενος συγχρόνως σε δημοσιογραφικές εργασίες. Απ’ όπου αποφοίτησε με διδακτορικό δίπλωμα της φιλοσοφίας του Πανεπιστημίου Αθηνών.
Μετά παρέμεινε στην Αθήνα, ως καθηγητής ελληνικών του πρώτου γραμματέως της Βρετανικής Πρεσβείας. Εζούσε μεταξύ Αθήνας και Σοφικού, έως τον χρόνο που, μετά από αίτησή, του διορίσθηκε ως καθηγητής μαθηματικών αρχικά στο Υπουργείο Παιδείας και μετά προαχθείς σε επιθεωρητή δημοτικής εκπαιδεύσεως υπηρέτησε σε τουλάχιστον τριάντα νομούς και επαρχίες της Χώρας.
Το 1900 ευρισκόμενος σε υπηρεσία, καθηγητής μαθηματικών στο Γυμνάσιο του Πύργου Ηλείας, παντρεύτηκε την Ελένη Παπακροντηροπούλου, εκ Πύργου Ηλείας. Γέννησαν τρία παιδιά από το 1905 μέχρι το 1908: την Άννα – Δεσποτοπούλου και δύο αγόρια τον Μιλτιάδη και τον Αντρέα.
Ο Μιλτιάδης επρόκειτο να αναδειχθεί στον ήρωα του Β Παγκοσμίου πολέμου το 1940.
Οι τοποθετήσεις του Βασίλη Ιατρίδη πατέρα τους, σχεδόν σε 40 πόλεις, κωμοπόλεις χωριά και σε διαφορετικούς νομούς της Χώρας, παρ’ ότι λόγω επαγγέλματος του πατέρα τους, εξασφάλιζε την καλύτερη δυνατή παιδεία επηρέασαν αρκετά τους χαρακτήρες τους.
Τελικά οι συνεχείς μεταθέσεις του φαίνεται να λήγουν, για λίγο, με την τοποθέτησή του στην Κέρκυρα το 1916, που είχε επιζητήσει, ώστε να μάθουν τα παιδιά ξένες γλώσσες.
Και παρ΄όλη τη δυσμενή μετάθεσή του που ακολούθησε, από την Κέρκυρα στην Παραμυθιά Θεσπρωτίας, η οικογένεια παρέμεινε στην Κέρκυρα, όπου την επισκεπτόταν μέσω Ηγουμενίτσας, ή Πάργας τα σαββατοκύριακα.
Φαίνεται ότι από τότε είχε εμπνεύσει στον μεγαλύτερο γιό του την αγάπη και την περιπέτεια της θάλασσας. Αποφασίζει λοιπόν, κατ’ αρχήν, να εγκατασταθεί στην Κόρινθο. Το 1921, βρίσκεται με μετάθεση από την Παραμυθιά στην Σπάρτη. Καλεί τότε όλη την οικογένεια σε συγγενείς στην Κόρινθο, για να περάσουν το Πάσχα στην ιδιοκτησία που θεωρούσε δική του. Δυστυχώς, και παρά την επίσκεψη όλης της οικογένειας τότε στο Σοφικό, ώστε τα παιδιά να γνωρίσουν για πρώτη φορά τον τόπο της καταγωγής τους, προέκυψαν πολλές και ποικίλες ενδοοικογενειακές διαφορές, με συνέπεια να μην γίνει δυνατή η εγκατάσταση που επιζητούσε, στην Κόρινθο, ή στο Σοφικό και άρχισε η αναζήτηση σπιτιού με νοίκι στην Αθήνα.
Εκεί αφού φιλοξενήθηκαν στο σπίτι του συμπατριώτη του Κώστα Μανιαδάκη, που απουσίαζε στη Μικρά Ασία λόγω του πολέμου, τελικά, βρήκαν σπίτι στην Αθήνα όπου τα αγόρια γράφτηκαν στο 14ο Γυμνάσιο Αθηνών. Στο σπίτι, στην Αθήνα, ο Βασίλης Ιατρίδης ασχολήθηκε με την προετοιμασία του Μιλτιάδη, για τις εισαγωγικές εξετάσεις στην Σχολή Δοκίμων. Το 1921 επί πλέον είχε προετοιμάσει και προχώρησε στην επίσημη μεταδημότευση και εγγραφή του Μιλτιάδη Ιατρίδη στο Μητρώο αρρένων του Δήμου στο Σοφικό.
Τότε ο μέλλων πλοίαρχος - γιός του, ήταν 14- 15 ετών, όπου εκτός από το πιστοποιητικό του Δήμου Σολυγείας, υπέβαλε και το σχετικό απολυτήριο της τετάρτης τάξης του 14ου Γυμνασίου Αθηνών, και έγινε δεκτός μετά από εξετάσεις στη Σχολή Ναυτικών Δοκίμων.
Ο πλοίαρχος Μιλτιάδης (Μίλτος ) Ιατρίδης.
Αποφοίτησε το 1925 σημαιοφόρος του τότε Πολεμικού Ναυτικού. Υπηρέτησε σε πολλές υπηρεσίες – θωρηκτά, ανεφοδιαστικά φάρων,και αντιτορπιλικά, μέχρι το 1923, όταν έγινε δεκτός στην υπηρεσία υποβρυχίων με το βαθμό του ανθυποπλοιάρχου. Η πρώτη του αίτηση είχε απορριφθεί και η δεύτερη έγινε δεκτή στο όριο, διότι αν προήγετο σε υποπλοίαρχο, δεν θα γινόταν δεκτός λόγω βαθμού.
Εκπαιδεύεται από τον αρχαιότερο, πλωτάρχη τότε, και μελλοντικό ήρωα των υποβρυχίων του πολέμου, Βασίλη Λάσκο. Μετά υπηρετεί ύπαρχος στο υποβρύχιο ΠΡΩΤΕΥΣ, κυβερνών ύπαρχος στο υποβρύχιο ΤΡΙΤΩΝ, και από τα τέλη του 1938 κυβερνήτης στον ΠΑΠΑΝΙΚΟΛΗ.
Τα υποβρύχια ο ΚΑΤΣΩΝΗΣ και ο ΠΑΠΑΝΙΚΟΛΗΣ ήταν τα αρχαιότερα και ελαφρώς μικρότερα από τα υπόλοιπα τέσσερα του στόλου. Επίσης ότι όπως είχε δηλώσει ο Αρχηγός του Γενικού Επιτελείου υποναύαρχος τότε Αλ. Σακελλαρίου: «Σε άλλο κράτος τα υποβρύχιά μας θα είχαν παροπλισθεί, λόγω παρελεύσεως πολλών ετών από τη ναυπήγησή τους τα έτη 1927 έως 1929. Αυτά όμως είχαμε και με αυτά θα πολεμούσαμε».
Στις εντατικές ασκήσεις που προηγήθηκαν του πολέμου ο ΠΑΠΑΝΙΚΟΛΗΣ είχε διακριθεί ιδιαίτερα στις 22 Μάϊου του 1940, είχε πάρει το πρώτο βραβείο (επαμειβόμενο κύπελλο) στην αιφνιδιαστική εξόρμηση και βολή με το πυροβόλο. Σε 19 δευτερόλεπτα από τη στιγμή που αναδύθηκε από τα 20 μέτρα βάθος, κατόρθωσε να ρίξει την πρώτη βολή επί του στόχου. Ο πυροβολητής του υποβρυχίου έλαβε και άλλο βραβείο. Εξ ίσου προετοιμασμένο ήταν και το πλήρωμα διότι μέχρι τη κήρυξη του πολέμου είχαν εκσφενδονίσει 56 τορπίλες επί στόχων.
Ολόκληρη η ιστορία του πλοιάρχου περιλαμβάνεται στο βιβλίο που έχει συγγράψει ο συγγραφέας και ανιψιός του κ. Βασίλειος Ιατρίδης , με τίτλο ΑΠΟ ΤΟ ΒΥΘΟ ΣΤΟΝ ΟΥΡΑΝΟ.
Οι ένδοξες στιγμές του Ιατρίδη με το Υποβρύχιο ΠΑΠΑΝΙΚΟΛΗΣ το χειμώνα του 1940
Χειμώνας 1940. Η Ελλάδα πλέον εμπλέκεται ουσιαστικά στον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο με μάχες να μαίνονται με τους Ιταλούς τόσο στα βουνά της Ηπείρου όσο και στη θάλασσα της Μεσογείου. Οι στρατιωτικές δυνάμεις των δύο χωρών είναι άνισες, με το ιταλικό ναυτικό να διαθέτει τον μεγαλύτερο στόλο των εμπόλεμων χωρών και το ελληνικό μόλις 5 υποβρύχια.
Παρά τη διαφορά ισχύος το ελληνικό υποβρύχιο «Παπανικολής» (το πρώτο που απέπλευσε την 28η Οκτωβρίου 1940) επιτίθεται Παραμονή Χριστουγέννων στην ιταλική νηοπομπή στην Αδριατική θάλασσα, κατορθώνοντας να βυθίσει τρία ιταλικά οπλιταγωγικά που μετέφεραν όπλα και πολεμοφόδια για τον ανεφοδιασμό των ιταλικών δυνάμεων.
Ας δούμε όμως τα γεγονότα όπως ο ίδιος ο Πλοίαρχος Ιατρίδης τα διηγήθηκε ένα βράδυ σχετικά με την αρχή του θρύλου του ΠΑΠΑΝΙΚΟΛΗ σε μια οικογενειακή συγκέντρωση τα Χριστούγεννα του 1959 και η οποία περιλαμβάνεται στην βιογραφία του ο συγγραφέας Βασίλης Ιατρίδης :
«Μια τέτοια νύχτα σαν απόψε βρισκόμουν στη δεύτερη πολεμική περιπολία. ΄Αποπλεύσαμε στις 22 προς 23 Δεκεμβρίου του 1940. Η πάντα παράξενη διαβίωση στο υποβρύχιο είχε γίνει ακόμα πιο αλλόκοτη στον πόλεμο, καθώς βρισκόμαστε μέσα σε εχθροκρατούμενα νερά. Σχεδόν πάντα σε κατάδυση. Πάντα στο σκοτάδι. Τα όρια της ημέρας και της νύχτας, κάτω κοντά στο βυθό είχαν καταργηθεί. Αναγκαζόμαστε να γυρίζουμε τα ρολόγια μας πότε 12 ώρες πίσω, πότε 6 ώρες μπρος, για να μπορούμε κατά κάποιο τρόπο να συνεχίζουμε το πρόγραμμα της εσωτερικής υπηρεσίας. Ώστε η πρωϊνή έγερσις γινόταν στις έξι το απόγεμα. Ρυθμίζαμε αντίστοιχα τις βάρδιες, για να μπορούν όλοι να πλυθούν, ν’ αλλάξουν, και να φάνε στις 9, όπως έλεγε το πρόγραμμα. Γενική επιθεώρηση προσωπικού και πλοίου, γυμνάσια και γυμνάσιο πες το της καθημερινής προετοιμασίας για τη μάχη.
Ο υποβρύχιος πόλεμος όπως και όλοι οι άλλοι πόλεμοι χωριζόταν σε μάχες τακτικές οι περισσότερες, μερικές στρατηγικές, που και πού μόνο, καμιά ‘’ρηκτική’’ μάχη, ώστε να κάναμε τον εχθρό να συλλογιστεί στ’ αλήθεια, πόσο καλύτερη θα ήταν η αποφυγή του πολέμου. Όσο για τις τακτικές μάχες, ετούτες ήταν οι καθημερινές με ό,τι χαλούσε τη γεύση και μας έκανε να βρίσκουμε ανούσια τα προγονικά μας φαγητά με βάση την παστή σαρδέλα, το σκουράντζο, τη γαλέτα…ψυγεία δεν είχαμε και τα μαρινάτα ψάρια, ή το σύγκλινο απαγορεύονταν γιατί ο μπελτές, το ξύγκι και ότι λίπος, ή αλάτι, χαλάγανε στην κατάδυση από τη μολυσμένη ατμόσφαιρα. Είχαμε συνέχεια και άλλη μάχη προς υπεράσπιση της όσφρησής μας από την ανθρωπίλα, που κυριαρχούσε μέσα στο σκάφος, όπου ζούσαμε στεγανά κλεισμένοι. Επόμενη μάχη δίναμε με την αφή που διαμαρτυρόταν με το γλύτσιασμα των χιτώνων, των λαδομπογιατισμένων τοιχομάτων και των μπρούτζινων σωλήνων. Πλήθος οι σωλήνες! Λες και ήταν μια κοιλιά γίγαντα που το κάθε της εντόσθιο έπρεπε να καλοκαθαριστεί και να’ ναι έτοιμο. Και όταν τέλειωναν αυτές οι μάχες άρχιζε η άλλη, η τακτική της ακροάσεως: - Όλα κράτει. Νεκρική σιγή τάφου! Μέχρι που ακούς το νερό να στενάζει γιατί το διαπερνά ετούτο το σιδερικό, που εμείς επιμέναμε να θεωρούμε υποβρύχιο.
Όταν δεν ακουγόταν τίποτα από μέσα τα καλά ακονισμένα αυτιά μας άκουγαν ότι άλλο τίποτα δεν ακουγόταν απ’ έξω, τέλειωνε και τούτο το βουβό κακό, για ν’ αρχίσει η άλλη μάχη με τα μάτια μας:
Εκ της ακροάσεως ουδέν
-Περισκοπικόν…
-Δώδεκα μοίρες…
-Αίρε περισκόπιον…
-Ορατότης μηδέν….
Και πως να μην είναι μηδέν αφού ήταν νύχτα, που τόσο επιζητούσαμε και με τόση λαχτάρα περιμέναμε για να μπορέσουμε να αναδυθούμε στην επιφάνεια χωρίς να μας δει ο εχθρός, ώστε να πετύχει το καρτέρι του θανάτου που σχεδιάζαμε.
Ανάδυση – Επιφάνεια. Επί τέλους στον καθαρό αέρα της Αδριατικής. Ξαφνικά φωτίζεται η θάλασσα από το προδοτικό φεγγάρι που ανατέλλει. Εμφανίζεται η επιφάνεια σαν ασημένιος δίσκος και ήρεμη αρυτίδωτη, σαν τοπίο ναπολιτάνικης βαρκαρόλας. Βρισκόμαστε λίγο πιο έξω από το Μπάρι. Τελευταία ελπίδα η φωτοθολούρα από υδρατμούς, που αναδύεται από την επιφάνεια καθώς ανεβαίνει το φεγγάρι. Δίκοπο μαχαίρι όμως, διότι ούτε εκείνοι θα μας έβλεπαν ούτε και εμείς. Και σαν να μην έφτανε έχουμε και το μονότονο τακ-τοκ-μπουμ της ρυθμικής ντήζελ του υποβρυχίου, που με τη βοήθεια της, στην επιφάνεια, τώρα, φορτίζουμε τους συσσωρευτές μας. Κι αν δεν μας δουν θα μας ακούσουν με αυτό τον θόρυβο.
Ακολουθούν διαταγές από τον πυργίσκο του υποβρυχίου:
Συνεχίσατε: Ο οπτήρας διακόπτει ξαφνικά: Πράσινον δέκα…ύποπτον αντικείμενον
Ο πυργίσκος: Κράτει η φόρτιση. Κράτει …είπα! Που να πάρει ο διάολος είπα ΚΡΑΤΕΙ!
Απάντηση εκ των ένδον: Φόρτιση κρατείται. Αθόρυβη πρόωση δια ηλεκτροκινητήρων.
Κράτει ΟΛΑ! Ο πυργίσκος.
Τίποτα όμως πάλι το τακ-τοκ- μπουμ ακούγεται πιο έντονα. Και να κάτι σαν σκιάχτρο μαύρο με απλωμένα πανιά σαν πελώριες φτερούγες νυχτερίδας εμφανίζεται μια καϊκάρα τουλάχιστον 250 τόννων, μας ζυγώνει, ξεφυσώντας με εκείνο το θόρυβο τοκ- τακ- μπουμ.
Ο πυργίσκος: Κράτει δέκα μοίρες δεξιότερα. Πρόσω ένα και δύο. Ο πηδαλιούχος του ΠΑΠΑΝΙΚΟΛΗ πάνω στον πυργίσκο τώρα κρατά στο πλευρό του καικιού, το πυροβόλο οπλισμένο και έτοιμο. Καθώς όμως πλησιάζουμε αφήνω κατά μέρος την ανωφελή τακτική του πολέμου και προτιμώ να χρησιμοποιήσω τα ιταλικά του Κερκυραίου ναύτη μας.
Sei di barco, qui controlο!
Μας πήραν για δικούς τους. Μπήκανε στην βάρκα που σέρνανε πίσω τους και ήρθαν στο υποβρύχιο όπου προς μεγάλη κατάπληξή τους βρέθηκαν αιχμάλωτοι.
Η ΑΝΤΟΝΙΕΤΤΑ (και όχι Αντουανέττα όπως εσφαλμένα αναφέρεται σε πολλά βιβλία) 250 τόννων επίτακτο πετρελαιοκίνητο, κουβαλούσε σανό και τροφές για άλογα, πετρελαιο-αντλίες για αποξήρανση των χαρακωμάτων στην Αλβανία και πολλά άλλα που με τον καιρό μάθαμε τι ήταν.
Πολεμικό υλικό μετέφερε το εχθρικό καράβι και …Ω της δικής μας κατάπληξης και αγνοίας, πλήρωμα φιλειρηνικώτατο, από έξι ναυτικούς, που εν ονόματι του πολέμου επιτηρούσαν δυο μελανοχίτωνες- φασίστες.
Με το καλό, την πονηριά, την πειθώ πήραμε ότι μας αρκούσε: Πληροφορίες για την μεραρχία που ετοιμαζόταν να μπαρκάρει και να ξεκινήσει νηοπομπή από το Μπρίντιζι για Αυλώνα. Σχεδιαγράμματα του πλου των επομένων νηοπομπών, από διάφορα ιταλικά λιμάνια της Αδριατικής προς Δυρράχιο και Αυλώνα στην Αλβανία. Και πλήθος άλλων εμπιστευτικών εγγράφων. Πήραμε και μια μπρούτζινη καμπάνα με το όνομα Antonietta χαραγμένο σαν πολεμικό τρόπαιο και ανάμνηση που χαρίστηκαν στο καταδρομικό ΕΛΛΗ και που ξαναδωρήθηκε σε ανάξια χέρια που την κατέχουν ακόμα σήμερα.
Δοκιμάσαμε να βυθίσουμε την ΑΝΤΟΝΙΕΤΤΑ με εμβολισμό. Μπατάρισε λίγο μόνο. Τότε για να μην γίνει ζημιά στο υποβρύχιο βάλαμε φωτιά. Ποτίσαμε τις τροφές των αλόγων με όσο πετρέλαιο είχε το καίκι, ρυμουλκήσαμε τη βάρκα λίγο πιο πέρα και μετά την βυθίσαμε ώστε να φανεί ότι το πετρελαιοκίνητο βυθίστηκε και το πλήρωμα την χρησιμοποίησε για να διασωθεί.
Μάρτυρας της φωτιάς το υποβρύχιο ΤΡΙΤΩΝ ,που επέστρεφε από περιπολία στην Αδριατική. Και αργότερα από περισκοπική παρατήρηση δυο εχθρικά τορπιλοβόλα που έκοβαν βόλτες γύρω από το φλεγόμενο καίκι, σαν να απορούσαν από την μάχη του νερού με τη φωτιά, που τους παρουσίαζε αυτός ο πόλεμος.
Μα κι΄εμείς, απορούσαμε για το πόσο εύκολα κάναμε κάτι. Σαν άντρες γεννήσαμε ένα παιδί, ένα θρύλο, με ένα πυροτέχνημα».
Εδώ τελειώνει η διήγηση του πλοιάρχου.
Η αναφορά του κυβερνήτη αναφέρει ότι εκ της ακροάσεως βεβαιώθηκαν τρεις εκρήξεις. Αμφισβήτείται η βύθιση τριών πλοίων. Σύμφωνα με ποικίλα στοιχεία επιβεβαιώνεται μόνο η βύθιση του μεταγωγικού FIRENZE 3.256 τόννων, που μετέφερε τμήμα μιας μεραρχίας στην Αλβανία. Το θέμα αποτελεί αντικείμενο μελέτης από ειδικούς για να διαπιστωθεί αν οι υπόλοιπες τρεις εκρήξεις προήλθαν από βυθίσεις πλοίων, ή από εκρήξεις, που ακολούθησαν την βύθιση του FIRENZE. Ερευνάται επίσης η αναφορά σε άλλες εκρήξεις που ακολούθησαν τις τρεις πρώτες.
Το Αριστείον Ανδρείας και η μετέπειτα δράση του ΙΑΤΡΙΔΗ και του Υ/Β ΠΑΠΑΝΙΚΟΛΗΣ
Η πατρίδα του απένειμε το Χρυσούν Αριστείον Ανδρείας, που ήταν και το πρώτο που απονεμήθηκε σε αξιωματικό του Ναυτικού στον ΒΠΠ.
Η επ’ ανδραγαθία προαγωγή στον επόμενο βαθμό μάλλον αντίθετα του επιδιωκομένου σκοπού προκάλεσε, παρά τις αντιλήψεις των τότε Αρχηγών του Ναυτικού και της Κυβέρνησης, που όλοι ευθύνονται για το αποτέλεσμα. Και μάλιστα διαφωνούντος και του πλοιάρχου για τις διακρίσεις αυτές σύμφωνα και με τον συγγραφέα.
Στις 22 Ιανουαρίου του 1941 ακολούθησε τορπιλισμός μεγάλου φορτηγού που δεν έχει επιβεβαιωθεί, παρά την ευνοϊκότατη έκθεση του Βρετανού εκπαιδευτού των πληρωμάτων των ελληνικών υποβρυχίων, αντιπλοιάρχου Henry Baker, του βασιλικού βρετανικού Ναυτικού. Και αυτός ο τορπιλισμός ερευνάται πρόσφατα.
Τέλος σε αντίστοιχα ιστολόγια του διαδικτύου αναφέρεται σαν βυθισθέν από τον ΠΑΠΑΝΙΚΟΛΗ ένα άλλο ιστιοφόρο με το όνομα SAN ROCO, που παραμένει ανεπιβεβαίωτο
Εν συντομία ο ΠΑΠΑΝΙΚΟΛΗΣ συνεχίζοντας τη δράση του το πρώτο εξάμηνο του 1941, βοήθησε το αντιτορπιλικό Β. ΟΛΓΑ όπου επέβαινε ο Αρχηγός του Στόλου, να απεμπλακεί από τα ανθυποβρυχιακά δίκτυα του λιμανιού στη Σούδα, κατά τη διάρκεια γερμανικών βομβαρδισμών, όταν ο στόλος έπλεε προς την Αλεξάνδρεια.
Η τελευταία περιπολία του ΠΑΠΑΝΙΚΟΛΗ με κυβερνήτη τον Μίλτο Ιατρίδη πραγματοποιήθηκε από την Αλεξάνδρεια τον Ιούλιο του 1941 προς τα Δωδεκάνησα, Καστελόριζο και τα Τουρκικά παράλια, η διάρκεια της ήταν η μεγαλύτερη ποτέ, 18 ημέρες.
Ακολούθησαν οι τοποθετήσεις του στην Βάση του Ναυτικού στο Σουέζ, στην Ναυτική Βάση στην Βηρυτό. Μετά τοποθετείται Κυβερνήτης του νέου αντιτορπιλικού ΜΙΑΟΥΛΗΣ με μετεκπαίδευση στην Βρετανία, στον νέο τύπο αυτών των αντιτορπιλικών συνοδείας. Ο ΜΙΑΟΥΛΗΣ ήταν το πρώτο ελληνικό πολεμικό, που πέρασε την βομβαρδιζόμενη από γερμανικά στούκας Μεσόγειο και το στενό της Μεσσήνης το 1942. Δράση για την οποία δέχθηκε την ευαρέσκεια του Βρετανού Ναύαρχου Διοικητού της Δυτικής Μεσογείου.
Ακολούθως διορίσθηκε και πάλι ως διοικητής της Βάσεως της Βηρυτού για να μετατεθεί στην Μάλτα το 1944 ως αρχιεπιστολέας, του Διοικητού της Βάσης των ελληνικών υποβρυχίων εκεί.
Αμέσως μετά το 1944 επί κεφαλής μοίρας με το αντιτορπιλικό ΑΕΤΟΣ εγκαταστάθηκε στην Μυτιλήνη, καθώς συμμετείχε στην απελευθέρωση των νησιών του ΒΑ Αιγαίου, διοικητής της Ναυτικής Βάσης στην Μυτιλήνη.
Από τη Μυτιλήνη μετατέθηκε ως Διοικητής της Σχολής Τορπιλών και Ανθυποβρυχιακής Αμύνης στον Σκαραμαγκά.
Από εκεί τοποθετείται Αρχηγός μοίρας αντιτορπιλικών από το 1946 και το 1947.Τότε στα τέλη Νοεμβρίου του 1947, τοποθετείται διοικητής της Ναυτικής Σχολής Πολέμου για να καταλήξει από τα τέλη Φεβρουαρίου του 1949, στην Ιταλία, ως πλοίαρχος ειδικός ακόλουθος της Ελληνικής Πρεσβείας στη Ρώμη με έργο και καθήκοντα την επισκευή και παραλαβή του καταδρομικού ΕΥΓΕΝΙΟΣ ΤΗΣ ΣΑΒΟΙΑΣ, που θα μετονομαζόταν ΕΛΛΗ, όταν θα μας το παρέδιδαν οι Ιταλοί, στο πλαίσιο των αποζημιώσεων του πολέμου που μας όφειλαν. Από τη θέση αυτή αποστρατεύτηκε το Δεκέμβριο του 1952.
Στα τελευταία εφτά χρόνια της ζωής του 1953 – 1960 υπηρετεί στο Εμπορικό Ναυτικό, οπού άρχισε σαν δεύτερος στα επιβατικά πλοία και μετά κυβερνήτης στα ΛΙΜΠΕΡΤΥ, τελειώνοντας το 1959 στα πρώτα μεγάλα τάνκερ του ΩΝΑΣΗ. Τότε δεν παραλείπει να αναζητήσει από τον Κόρφο επίνειο του Σοφικού, ειδικευμένους με ναυτικό φυλλάδιο για να τους χρησιμοποιήσει στα εμπορικά πλοία που κυβερνούσε.
Το τέλος του Πλοίαρχου Ιατρίδη
Από ότι είχε εξοικονομήσει από το Εμπορικό Ναυτικό ο πλοίαρχος Ιατρίδης είχε σχεδιάσει να ζήσει στο κτήμα του στο 62ο χιλιόμετρο της παλαιά εθνικής οδού Αθηνών – Κορίνθου. Το σπίτι του τελείωνε και εκείνος συνήθως βρισκόταν εκεί. Εκτός από διάφορες υποχρεώσεις που είχε στην Αθήνα.
Ας δούμε τα γεγονότα όπως τα διηγείται ο ίδιος ο ανιψιός του και συγγραφέας της βιογραφίας του κ. Βασίλης Ιατρίδης:
«Ήταν 12 Φεβρουαρίου του 1960, αργά, όταν γύρισα αργά στο πατρικό μου διαμέρισμα στην Αθήνα. Είδα φώτα στο καθιστικό και ανοίγοντας την πόρτα αντικρίζω τον πατέρα μου (αδερφό του) στο τηλέφωνο και τον ακούω να λέει: «Ναι στο Τζάνειο… πότε; Καλύτερα να ειδοποιήσω τους δικούς του και να έρθω στο Ναυτικό Νοσοκομείο αφού θα τον μεταφέρετε τώρα… καλά γιατρέ έρχομαι…
«Τί τρέχει; Τι έγινε;» ρωτάω
«Ο Μίλτος τρακάρισε στον Πειραιά και τον μεταφέρουν στο Τζάνειο. Ειδοποιήσα όμως το Ναυτικό Νοσοκομείο ασπ’ όπου έστειλαν ασθενοφόρο να τον πάρει. Ο πλοίαρχος γιατρός – διευθυντής -είναι φίλος του και θα κάνει το καλύτερο. Πάμε.»
Φτάσαμε σε μισή ώρα και ο Μίλτος ήταν στο χειρουργείο. Στις εφτά το πρωί βγήκε ναρκωμένος ακόμη και από κάτι μισόλογα που μας είπε ο Πλοίαρχος – γιατρός, η κατάσταση δεν φαινόταν αισιόδοξη και θα έπρεπε να περιμένουμε τουλάχιστον 48 ώρες να δούμε πως θα αντιδρούσε ο οργανισμός του.
Δεν υπάρχει λόγος να αναφερθούν λεπτομερειακά όλες οι ώρες την αγωνίας της οικογένειας αλλά και δεκάδων φίλων του, που άρχισαν να συρρέουν στο Ναυτικό νοσοκομείο κοντά δέκα μέρες.
Την τελευταία φορά που τον είδα ξαπλωμένο στο κρεβάτι μου έδειξε το ταβάνι με τον αντίχειρά του και μου λέει:
«Πάω εκεί ψηλά..»
«Μα τί είναι αυτά που λές» του απάντησα ταραγμένος
«Δεν βλέπεις;» απαντάει, «Τα δάχτυλά μου είναι μελιτζανί και μωβ, αυτό σημαίνει ότι στερούνται οξυγόνου και έτσι σιγά, σιγά θα …φουσκώσω και θα ανέβω…
«Καλά, απάντησα, θα σε δω αύριο. Πρέπει να φύγω τώρα γιατί περιμένουν να σε δουν τρεις ναύαρχοι.»
«Πες τους , μου λέει, να βιαστούν να με δουν διότι θα με χάσουν…»
Μια τσακισμένη ορθωμένη ράγια του τραμ, έξω από το σταθμό του ηλεκτρικού προς το λιμάνι, υπόλειμμα ενός οδοφράγματος των Δεκεμβριανών στον Πειραιά ,είχε παραμείνει στη θέση εκείνη έως το 1960. Σ’ αυτήν, αόρατη μέσα στο σκοτάδι, προσέκρουσε το Hilman Hunter που οδηγούσε ο πλοίαρχος, καθώς πήγαινε προς το Σχιστό, για να βγεί στην Αθηνών Κορίνθου, από τον Σκαραμαγκά.
Το 1960 ούτε τα αυτοκίνητα ήταν εξοπλισμένα από πλευράς ασφάλειας όπως τα σημερινά, ούτε και η ιατρική είχε φτάσει στη σημερινή της εξέλιξη και οι δυο αυτοί παράγοντες συνέβαλαν στην αναχώρηση του Μίλτου από τα εγκόσμια στην ηλικία των 54 ετών».
Τα βάθη της Αδριατικής, η Μεσόγειος, η Βόρεια θάλασσα του Ατλαντικού στη διάρκεια του πολέμου, η Θάλασσα της Κίνας, ο Νότιος Ατλαντικός, ο Ειρηνικός και ο Ινδικός ωκεανοί στη διάρκεια της ειρήνης, δεν είχαν καταφέρει να τον σταματήσουν και πάντα προχωρούσε πάνω ή κάτω από την επιφάνειά τους. Ήταν αρκετή όμως μια τσαλακωμένη ράγα του τραμ στον Πειραιά για να σταματήσει την πορεία του ενώ είχε ακόμα πάμπολλα να δώσει.
Πέθανε στις 18 Φεβρουαρίου και η κηδεία του έγινε στις 19 Φεβρουαρίου 1960 στο Α΄Νεκροταφείο Αθηνών.
Αποδόθηκαν οι δέουσες τιμές από εκπρόσωπο του Βασιλιά, σαν αρχηγό κράτους και από το σύνολο σχεδόν του Ναυτικού παντός βαθμού και αξιώματος .
Αναμφισβήτητα από την εποχή του μέχρι σήμερα η Ελλάδα άλλαξε πολύ, προόδευσε, γνώρισε την μεγαλύτερη περίοδο ειρήνης στην σύγχρονη ιστορία της. Καθήκον όμως μας είναι να μεταλαμπαδεύσουμε στις νεότερες γενιές, και στις γενιές που έρχονται, τα ιδανικά και τις αξίες που μας άφησε παρακαταθήκη ο Πλοίαρχος Μίλτων Ιατρίδης.
Παρά τις αλλαγές των καιρών το μήνυμα του, ένα μήνυμα προσφοράς και θάρρους παραμένει ζωντανό. Μας δείχνει πώς με δύναμη ψυχής και καθαρότητα μυαλού μπορούμε να αντιμετωπίσουμε τις δικές μας προκλήσεις. Να δώσουμε τους δικούς μας αγώνες. Αιωνία του η μνήμη.
«Όλβιος όστις ιστορίης έσχεν μάθησιν». Ευριπίδης
*Ευχαριστούμε θερμά τον κ. Βασίλειο Ιατρίδη για το πραγματολογικό υλικό που ευγενώς μας παραχώρησε και για την άδεια του να δημοσιεύσουμε μέρος της βιογραφίας του Πλοιάρχου Μίλτωνα Ιατρίδη.
*Ο κ. Αναστάσιος Λυμπερίου είναι Οικονομολόγος, Διδάκτωρ Παντείου Πανεπιστημίου
Ο Μίλτωνας Ιατρίδης κατάφερε να συμπυκνώσει με την δράση του αιώνες Ελληνικής ιστορίας. Ενσάρκωσε ένα έθνος που βρέθηκε πολλές φορές σε μειονεκτική θέση, γνώρισε ήττες, έδωσε όμως τον αγώνα με γενναιότητα, αξιοπρέπεια και στο τέλος δικαιώθηκε. Ένας σπουδαίος άνθρωπος, ένας σπουδαίος αξιωματικός. Το όνομα του, παραμένει άρρηκτα συνδεδεμένο με τις πιο ένδοξες στιγμές του υποβρύχιου Παπανικολής.
Πόσοι όμως γνωρίζουν τη καταγωγή, την ιστορία της οικογενείας του, τα παιδικά χρόνια του Κυβερνήτη έως και την εισαγωγή του στη Σχολή Ναυτικών Δοκίμων; Ποια είναι η πορεία του αξιωματικού Ιατρίδη και ποια είναι η ιστορία και η δράση του θρυλικού υποβρυχίου;
Ο συγγραφέας και ανιψιός του Πλοιάρχου Βασίλειος Ιατρίδης κατόρθωσε μετά από αρκετή προσπάθεια να εκδώσει τη βιογραφία του με τίτλο «Από το Βυθό στον Ουρανό» φέρνοντας στο φως άγνωστες και γνώστες πτυχές για τον άνθρωπο και τον αξιωματικό Ιατρίδη, αφήνοντας μια σημαντική παρακαταθήκη για τις επόμενες γενιές. Τα σημαντικότερα από τη πλούσια βιογραφία του τα παραθέτουμε παρακάτω:
Η καταγωγή της οικογένειας Ιατρίδη από το Σοφικό Κορινθίας, η γέννηση και τα πρώτα χρόνια του Πλοιάρχου
Η προτομή του Μ. Ιατρίδη στο Σοφικό Κορινθίας στο προαύλιο του Ναού της Αγίας Τριάδας.
Ο παππούς του πλοιάρχου, Πέτρος Ιατρού, ήταν Πρακτικός γιατρός. Εγκατεστημένος στην Πιάδα – Νέα Επίδαυρο, από όπου προσέφερε τις ιατρικές του υπηρεσίες σε πολλές πόλεις και χωριά της Κορινθίας και της Αργολίδας. Είχε γεννηθεί στο Ναύπλιο περίπου το 1822-23, στη διάρκεια του απελευθερωτικού αγώνα, εναντίον της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Ο πατέρας του, Ανδρέας Ιατρού, γιατρός και αυτός συμμετείχε στον Αγώνα και λέγεται ότι θεράπευσε πολλούς από τους αγωνιστές .
Ο Μιχαήλ Σταματίου Μάρκελλος το 1850, εκ των προυχόντων της περιοχής της Σολυγείας του Νομού Κορινθίας, κάλεσε στο Σοφικό Κορινθίας τον Πέτρο Ιατρού, για να τον θεραπεύσει από ατύχημα που είχε στον αυχένα. Παρέμεινε δυο εβδομάδες, όπου και ερωτεύτηκε την κόρη του Μάρκελλου, με το όνομα Άννα. Την οποία και παντρεύτηκε. Μετά σύντομη αναχώρηση στο σπίτι του στην Πιάδα, επέστρεψαν οικογενειακώς και εγκαταστάθηκαν στο Σοφικό, από το 1860. Η Αννα Μάρκελου – Ιατρού γέννησε δέκα παιδιά, από τα οποία επέζησαν μόνον πέντε. Λόγω των συνθηκών της εποχής.
Η οικογένεια Ιατρού – Ιατρίδη έζησε στο Σοφικό από το 1862 μέχρι το 1927, όταν πέθανε ο μεγαλύτερος αδερφός του Βασιλείου Ιατρίδη, - Ιωάννης -στο Γαλατάκι Κορίνθιας. Απόγονοι του είναι η οικογένεια Πέτρου Ιατρίδη - φαρμακοποιού – οινολόγου στο Ζευγολατιό.
Ο Πέτρος Ιατρού, πατέρας του Βασιλείου Ιατρίδη, πέθανε περί το 1845 στην Επίδαυρο, ή στο Λυγουριό.
Ο γιός του Βασίλης Ιατρίδης ,πατέρας του πλοιάρχου, τελείωσε το Δημοτικό σχολείο στο Σοφικό, το 1879.
Επί δημαρχίας Ιωάννου Αναγνωστοπούλου, το 1875, καταρτίστηκαν τα δημοτολόγια Σοφικού – δήμου Σολυγείας, όπου για πρώτη φορά δηλώθηκε και ο παππούς μου Βασίλης σαν Ιατρίδης και όχι Ιατρού, στο μητρώο αρρένων του Δήμου, ως γεννηθείς το 1863 ενώ η σωστή ημερομηνία είναι 1862, όπως γράφει ο ίδιος. Είχε δασκάλους στο δημοτικό τον Δημήτριον Ρώταν και τον Δημήτριο Παπαψωμά, οι οποίοι ,όπως αναφέρει τον βοήθησαν πολύ, ώστε να αριστεύσει.
Ο Βασίλης Ιατρίδης επειδή ήταν καλός στα γράμματα, κατά έκφραση της εποχής, υποστηρίχτηκε οικονομικά από τη μητέρα και την μεγαλύτερη αδερφή του και συνεχίζει στο Ελληνικό – Γυμνάσιο της Κορίνθου, απ’ όπου αποφοίτησε με τον βαθμό άριστα.
Και περιγράφει μετά, στα απομνημονεύματά του ολόκληρη περιπέτεια, μέχρι που κατέληξε φοιτητής στο Πανεπιστήμιο Αθηνών στα μαθηματικά και την φιλοσοφία. Εργαζόμενος συγχρόνως σε δημοσιογραφικές εργασίες. Απ’ όπου αποφοίτησε με διδακτορικό δίπλωμα της φιλοσοφίας του Πανεπιστημίου Αθηνών.
Μετά παρέμεινε στην Αθήνα, ως καθηγητής ελληνικών του πρώτου γραμματέως της Βρετανικής Πρεσβείας. Εζούσε μεταξύ Αθήνας και Σοφικού, έως τον χρόνο που, μετά από αίτησή, του διορίσθηκε ως καθηγητής μαθηματικών αρχικά στο Υπουργείο Παιδείας και μετά προαχθείς σε επιθεωρητή δημοτικής εκπαιδεύσεως υπηρέτησε σε τουλάχιστον τριάντα νομούς και επαρχίες της Χώρας.
Το 1900 ευρισκόμενος σε υπηρεσία, καθηγητής μαθηματικών στο Γυμνάσιο του Πύργου Ηλείας, παντρεύτηκε την Ελένη Παπακροντηροπούλου, εκ Πύργου Ηλείας. Γέννησαν τρία παιδιά από το 1905 μέχρι το 1908: την Άννα – Δεσποτοπούλου και δύο αγόρια τον Μιλτιάδη και τον Αντρέα.
Ο Μιλτιάδης επρόκειτο να αναδειχθεί στον ήρωα του Β Παγκοσμίου πολέμου το 1940.
Οι τοποθετήσεις του Βασίλη Ιατρίδη πατέρα τους, σχεδόν σε 40 πόλεις, κωμοπόλεις χωριά και σε διαφορετικούς νομούς της Χώρας, παρ’ ότι λόγω επαγγέλματος του πατέρα τους, εξασφάλιζε την καλύτερη δυνατή παιδεία επηρέασαν αρκετά τους χαρακτήρες τους.
Τελικά οι συνεχείς μεταθέσεις του φαίνεται να λήγουν, για λίγο, με την τοποθέτησή του στην Κέρκυρα το 1916, που είχε επιζητήσει, ώστε να μάθουν τα παιδιά ξένες γλώσσες.
Και παρ΄όλη τη δυσμενή μετάθεσή του που ακολούθησε, από την Κέρκυρα στην Παραμυθιά Θεσπρωτίας, η οικογένεια παρέμεινε στην Κέρκυρα, όπου την επισκεπτόταν μέσω Ηγουμενίτσας, ή Πάργας τα σαββατοκύριακα.
Φαίνεται ότι από τότε είχε εμπνεύσει στον μεγαλύτερο γιό του την αγάπη και την περιπέτεια της θάλασσας. Αποφασίζει λοιπόν, κατ’ αρχήν, να εγκατασταθεί στην Κόρινθο. Το 1921, βρίσκεται με μετάθεση από την Παραμυθιά στην Σπάρτη. Καλεί τότε όλη την οικογένεια σε συγγενείς στην Κόρινθο, για να περάσουν το Πάσχα στην ιδιοκτησία που θεωρούσε δική του. Δυστυχώς, και παρά την επίσκεψη όλης της οικογένειας τότε στο Σοφικό, ώστε τα παιδιά να γνωρίσουν για πρώτη φορά τον τόπο της καταγωγής τους, προέκυψαν πολλές και ποικίλες ενδοοικογενειακές διαφορές, με συνέπεια να μην γίνει δυνατή η εγκατάσταση που επιζητούσε, στην Κόρινθο, ή στο Σοφικό και άρχισε η αναζήτηση σπιτιού με νοίκι στην Αθήνα.
Εκεί αφού φιλοξενήθηκαν στο σπίτι του συμπατριώτη του Κώστα Μανιαδάκη, που απουσίαζε στη Μικρά Ασία λόγω του πολέμου, τελικά, βρήκαν σπίτι στην Αθήνα όπου τα αγόρια γράφτηκαν στο 14ο Γυμνάσιο Αθηνών. Στο σπίτι, στην Αθήνα, ο Βασίλης Ιατρίδης ασχολήθηκε με την προετοιμασία του Μιλτιάδη, για τις εισαγωγικές εξετάσεις στην Σχολή Δοκίμων. Το 1921 επί πλέον είχε προετοιμάσει και προχώρησε στην επίσημη μεταδημότευση και εγγραφή του Μιλτιάδη Ιατρίδη στο Μητρώο αρρένων του Δήμου στο Σοφικό.
Τότε ο μέλλων πλοίαρχος - γιός του, ήταν 14- 15 ετών, όπου εκτός από το πιστοποιητικό του Δήμου Σολυγείας, υπέβαλε και το σχετικό απολυτήριο της τετάρτης τάξης του 14ου Γυμνασίου Αθηνών, και έγινε δεκτός μετά από εξετάσεις στη Σχολή Ναυτικών Δοκίμων.
Σχολή Ναυτικών Δοκίμων 1922
Ο πλοίαρχος Μιλτιάδης (Μίλτος ) Ιατρίδης.
Αποφοίτησε το 1925 σημαιοφόρος του τότε Πολεμικού Ναυτικού. Υπηρέτησε σε πολλές υπηρεσίες – θωρηκτά, ανεφοδιαστικά φάρων,και αντιτορπιλικά, μέχρι το 1923, όταν έγινε δεκτός στην υπηρεσία υποβρυχίων με το βαθμό του ανθυποπλοιάρχου. Η πρώτη του αίτηση είχε απορριφθεί και η δεύτερη έγινε δεκτή στο όριο, διότι αν προήγετο σε υποπλοίαρχο, δεν θα γινόταν δεκτός λόγω βαθμού.
Εκπαιδεύεται από τον αρχαιότερο, πλωτάρχη τότε, και μελλοντικό ήρωα των υποβρυχίων του πολέμου, Βασίλη Λάσκο. Μετά υπηρετεί ύπαρχος στο υποβρύχιο ΠΡΩΤΕΥΣ, κυβερνών ύπαρχος στο υποβρύχιο ΤΡΙΤΩΝ, και από τα τέλη του 1938 κυβερνήτης στον ΠΑΠΑΝΙΚΟΛΗ.
Τα υποβρύχια ο ΚΑΤΣΩΝΗΣ και ο ΠΑΠΑΝΙΚΟΛΗΣ ήταν τα αρχαιότερα και ελαφρώς μικρότερα από τα υπόλοιπα τέσσερα του στόλου. Επίσης ότι όπως είχε δηλώσει ο Αρχηγός του Γενικού Επιτελείου υποναύαρχος τότε Αλ. Σακελλαρίου: «Σε άλλο κράτος τα υποβρύχιά μας θα είχαν παροπλισθεί, λόγω παρελεύσεως πολλών ετών από τη ναυπήγησή τους τα έτη 1927 έως 1929. Αυτά όμως είχαμε και με αυτά θα πολεμούσαμε».
Στις εντατικές ασκήσεις που προηγήθηκαν του πολέμου ο ΠΑΠΑΝΙΚΟΛΗΣ είχε διακριθεί ιδιαίτερα στις 22 Μάϊου του 1940, είχε πάρει το πρώτο βραβείο (επαμειβόμενο κύπελλο) στην αιφνιδιαστική εξόρμηση και βολή με το πυροβόλο. Σε 19 δευτερόλεπτα από τη στιγμή που αναδύθηκε από τα 20 μέτρα βάθος, κατόρθωσε να ρίξει την πρώτη βολή επί του στόχου. Ο πυροβολητής του υποβρυχίου έλαβε και άλλο βραβείο. Εξ ίσου προετοιμασμένο ήταν και το πλήρωμα διότι μέχρι τη κήρυξη του πολέμου είχαν εκσφενδονίσει 56 τορπίλες επί στόχων.
Ολόκληρη η ιστορία του πλοιάρχου περιλαμβάνεται στο βιβλίο που έχει συγγράψει ο συγγραφέας και ανιψιός του κ. Βασίλειος Ιατρίδης , με τίτλο ΑΠΟ ΤΟ ΒΥΘΟ ΣΤΟΝ ΟΥΡΑΝΟ.
Οι ένδοξες στιγμές του Ιατρίδη με το Υποβρύχιο ΠΑΠΑΝΙΚΟΛΗΣ το χειμώνα του 1940
Το θρυλικό υποβρύχιο «Παπανικολής» που ναυπηγήθηκε στα γαλλικά ναυπηγεία της Νάντης το 1925 και αποπερατώθηκε στις 3 Νοεμβρίου 1927, μαζί με το υποβρύχιο «Κατσώνης». Οι κωδικοί τους ήταν «Υ-2» για τον «Παπανικολή» και «Υ-1» για τον «Κατσώνη».
Παρά τη διαφορά ισχύος το ελληνικό υποβρύχιο «Παπανικολής» (το πρώτο που απέπλευσε την 28η Οκτωβρίου 1940) επιτίθεται Παραμονή Χριστουγέννων στην ιταλική νηοπομπή στην Αδριατική θάλασσα, κατορθώνοντας να βυθίσει τρία ιταλικά οπλιταγωγικά που μετέφεραν όπλα και πολεμοφόδια για τον ανεφοδιασμό των ιταλικών δυνάμεων.
Ας δούμε όμως τα γεγονότα όπως ο ίδιος ο Πλοίαρχος Ιατρίδης τα διηγήθηκε ένα βράδυ σχετικά με την αρχή του θρύλου του ΠΑΠΑΝΙΚΟΛΗ σε μια οικογενειακή συγκέντρωση τα Χριστούγεννα του 1959 και η οποία περιλαμβάνεται στην βιογραφία του ο συγγραφέας Βασίλης Ιατρίδης :
«Μια τέτοια νύχτα σαν απόψε βρισκόμουν στη δεύτερη πολεμική περιπολία. ΄Αποπλεύσαμε στις 22 προς 23 Δεκεμβρίου του 1940. Η πάντα παράξενη διαβίωση στο υποβρύχιο είχε γίνει ακόμα πιο αλλόκοτη στον πόλεμο, καθώς βρισκόμαστε μέσα σε εχθροκρατούμενα νερά. Σχεδόν πάντα σε κατάδυση. Πάντα στο σκοτάδι. Τα όρια της ημέρας και της νύχτας, κάτω κοντά στο βυθό είχαν καταργηθεί. Αναγκαζόμαστε να γυρίζουμε τα ρολόγια μας πότε 12 ώρες πίσω, πότε 6 ώρες μπρος, για να μπορούμε κατά κάποιο τρόπο να συνεχίζουμε το πρόγραμμα της εσωτερικής υπηρεσίας. Ώστε η πρωϊνή έγερσις γινόταν στις έξι το απόγεμα. Ρυθμίζαμε αντίστοιχα τις βάρδιες, για να μπορούν όλοι να πλυθούν, ν’ αλλάξουν, και να φάνε στις 9, όπως έλεγε το πρόγραμμα. Γενική επιθεώρηση προσωπικού και πλοίου, γυμνάσια και γυμνάσιο πες το της καθημερινής προετοιμασίας για τη μάχη.
Ο υποβρύχιος πόλεμος όπως και όλοι οι άλλοι πόλεμοι χωριζόταν σε μάχες τακτικές οι περισσότερες, μερικές στρατηγικές, που και πού μόνο, καμιά ‘’ρηκτική’’ μάχη, ώστε να κάναμε τον εχθρό να συλλογιστεί στ’ αλήθεια, πόσο καλύτερη θα ήταν η αποφυγή του πολέμου. Όσο για τις τακτικές μάχες, ετούτες ήταν οι καθημερινές με ό,τι χαλούσε τη γεύση και μας έκανε να βρίσκουμε ανούσια τα προγονικά μας φαγητά με βάση την παστή σαρδέλα, το σκουράντζο, τη γαλέτα…ψυγεία δεν είχαμε και τα μαρινάτα ψάρια, ή το σύγκλινο απαγορεύονταν γιατί ο μπελτές, το ξύγκι και ότι λίπος, ή αλάτι, χαλάγανε στην κατάδυση από τη μολυσμένη ατμόσφαιρα. Είχαμε συνέχεια και άλλη μάχη προς υπεράσπιση της όσφρησής μας από την ανθρωπίλα, που κυριαρχούσε μέσα στο σκάφος, όπου ζούσαμε στεγανά κλεισμένοι. Επόμενη μάχη δίναμε με την αφή που διαμαρτυρόταν με το γλύτσιασμα των χιτώνων, των λαδομπογιατισμένων τοιχομάτων και των μπρούτζινων σωλήνων. Πλήθος οι σωλήνες! Λες και ήταν μια κοιλιά γίγαντα που το κάθε της εντόσθιο έπρεπε να καλοκαθαριστεί και να’ ναι έτοιμο. Και όταν τέλειωναν αυτές οι μάχες άρχιζε η άλλη, η τακτική της ακροάσεως: - Όλα κράτει. Νεκρική σιγή τάφου! Μέχρι που ακούς το νερό να στενάζει γιατί το διαπερνά ετούτο το σιδερικό, που εμείς επιμέναμε να θεωρούμε υποβρύχιο.
Όταν δεν ακουγόταν τίποτα από μέσα τα καλά ακονισμένα αυτιά μας άκουγαν ότι άλλο τίποτα δεν ακουγόταν απ’ έξω, τέλειωνε και τούτο το βουβό κακό, για ν’ αρχίσει η άλλη μάχη με τα μάτια μας:
Εκ της ακροάσεως ουδέν
-Περισκοπικόν…
-Δώδεκα μοίρες…
-Αίρε περισκόπιον…
-Ορατότης μηδέν….
Και πως να μην είναι μηδέν αφού ήταν νύχτα, που τόσο επιζητούσαμε και με τόση λαχτάρα περιμέναμε για να μπορέσουμε να αναδυθούμε στην επιφάνεια χωρίς να μας δει ο εχθρός, ώστε να πετύχει το καρτέρι του θανάτου που σχεδιάζαμε.
Ανάδυση – Επιφάνεια. Επί τέλους στον καθαρό αέρα της Αδριατικής. Ξαφνικά φωτίζεται η θάλασσα από το προδοτικό φεγγάρι που ανατέλλει. Εμφανίζεται η επιφάνεια σαν ασημένιος δίσκος και ήρεμη αρυτίδωτη, σαν τοπίο ναπολιτάνικης βαρκαρόλας. Βρισκόμαστε λίγο πιο έξω από το Μπάρι. Τελευταία ελπίδα η φωτοθολούρα από υδρατμούς, που αναδύεται από την επιφάνεια καθώς ανεβαίνει το φεγγάρι. Δίκοπο μαχαίρι όμως, διότι ούτε εκείνοι θα μας έβλεπαν ούτε και εμείς. Και σαν να μην έφτανε έχουμε και το μονότονο τακ-τοκ-μπουμ της ρυθμικής ντήζελ του υποβρυχίου, που με τη βοήθεια της, στην επιφάνεια, τώρα, φορτίζουμε τους συσσωρευτές μας. Κι αν δεν μας δουν θα μας ακούσουν με αυτό τον θόρυβο.
Ακολουθούν διαταγές από τον πυργίσκο του υποβρυχίου:
Συνεχίσατε: Ο οπτήρας διακόπτει ξαφνικά: Πράσινον δέκα…ύποπτον αντικείμενον
Ο πυργίσκος: Κράτει η φόρτιση. Κράτει …είπα! Που να πάρει ο διάολος είπα ΚΡΑΤΕΙ!
Απάντηση εκ των ένδον: Φόρτιση κρατείται. Αθόρυβη πρόωση δια ηλεκτροκινητήρων.
Κράτει ΟΛΑ! Ο πυργίσκος.
Τίποτα όμως πάλι το τακ-τοκ- μπουμ ακούγεται πιο έντονα. Και να κάτι σαν σκιάχτρο μαύρο με απλωμένα πανιά σαν πελώριες φτερούγες νυχτερίδας εμφανίζεται μια καϊκάρα τουλάχιστον 250 τόννων, μας ζυγώνει, ξεφυσώντας με εκείνο το θόρυβο τοκ- τακ- μπουμ.
Ο πυργίσκος: Κράτει δέκα μοίρες δεξιότερα. Πρόσω ένα και δύο. Ο πηδαλιούχος του ΠΑΠΑΝΙΚΟΛΗ πάνω στον πυργίσκο τώρα κρατά στο πλευρό του καικιού, το πυροβόλο οπλισμένο και έτοιμο. Καθώς όμως πλησιάζουμε αφήνω κατά μέρος την ανωφελή τακτική του πολέμου και προτιμώ να χρησιμοποιήσω τα ιταλικά του Κερκυραίου ναύτη μας.
Sei di barco, qui controlο!
Πλήρωμα Υ/Β Παπανικολής 1940
Μας πήραν για δικούς τους. Μπήκανε στην βάρκα που σέρνανε πίσω τους και ήρθαν στο υποβρύχιο όπου προς μεγάλη κατάπληξή τους βρέθηκαν αιχμάλωτοι.
Η ΑΝΤΟΝΙΕΤΤΑ (και όχι Αντουανέττα όπως εσφαλμένα αναφέρεται σε πολλά βιβλία) 250 τόννων επίτακτο πετρελαιοκίνητο, κουβαλούσε σανό και τροφές για άλογα, πετρελαιο-αντλίες για αποξήρανση των χαρακωμάτων στην Αλβανία και πολλά άλλα που με τον καιρό μάθαμε τι ήταν.
Πολεμικό υλικό μετέφερε το εχθρικό καράβι και …Ω της δικής μας κατάπληξης και αγνοίας, πλήρωμα φιλειρηνικώτατο, από έξι ναυτικούς, που εν ονόματι του πολέμου επιτηρούσαν δυο μελανοχίτωνες- φασίστες.
Με το καλό, την πονηριά, την πειθώ πήραμε ότι μας αρκούσε: Πληροφορίες για την μεραρχία που ετοιμαζόταν να μπαρκάρει και να ξεκινήσει νηοπομπή από το Μπρίντιζι για Αυλώνα. Σχεδιαγράμματα του πλου των επομένων νηοπομπών, από διάφορα ιταλικά λιμάνια της Αδριατικής προς Δυρράχιο και Αυλώνα στην Αλβανία. Και πλήθος άλλων εμπιστευτικών εγγράφων. Πήραμε και μια μπρούτζινη καμπάνα με το όνομα Antonietta χαραγμένο σαν πολεμικό τρόπαιο και ανάμνηση που χαρίστηκαν στο καταδρομικό ΕΛΛΗ και που ξαναδωρήθηκε σε ανάξια χέρια που την κατέχουν ακόμα σήμερα.
Δοκιμάσαμε να βυθίσουμε την ΑΝΤΟΝΙΕΤΤΑ με εμβολισμό. Μπατάρισε λίγο μόνο. Τότε για να μην γίνει ζημιά στο υποβρύχιο βάλαμε φωτιά. Ποτίσαμε τις τροφές των αλόγων με όσο πετρέλαιο είχε το καίκι, ρυμουλκήσαμε τη βάρκα λίγο πιο πέρα και μετά την βυθίσαμε ώστε να φανεί ότι το πετρελαιοκίνητο βυθίστηκε και το πλήρωμα την χρησιμοποίησε για να διασωθεί.
Μάρτυρας της φωτιάς το υποβρύχιο ΤΡΙΤΩΝ ,που επέστρεφε από περιπολία στην Αδριατική. Και αργότερα από περισκοπική παρατήρηση δυο εχθρικά τορπιλοβόλα που έκοβαν βόλτες γύρω από το φλεγόμενο καίκι, σαν να απορούσαν από την μάχη του νερού με τη φωτιά, που τους παρουσίαζε αυτός ο πόλεμος.
Μα κι΄εμείς, απορούσαμε για το πόσο εύκολα κάναμε κάτι. Σαν άντρες γεννήσαμε ένα παιδί, ένα θρύλο, με ένα πυροτέχνημα».
Εδώ τελειώνει η διήγηση του πλοιάρχου.
Η αναφορά του κυβερνήτη αναφέρει ότι εκ της ακροάσεως βεβαιώθηκαν τρεις εκρήξεις. Αμφισβήτείται η βύθιση τριών πλοίων. Σύμφωνα με ποικίλα στοιχεία επιβεβαιώνεται μόνο η βύθιση του μεταγωγικού FIRENZE 3.256 τόννων, που μετέφερε τμήμα μιας μεραρχίας στην Αλβανία. Το θέμα αποτελεί αντικείμενο μελέτης από ειδικούς για να διαπιστωθεί αν οι υπόλοιπες τρεις εκρήξεις προήλθαν από βυθίσεις πλοίων, ή από εκρήξεις, που ακολούθησαν την βύθιση του FIRENZE. Ερευνάται επίσης η αναφορά σε άλλες εκρήξεις που ακολούθησαν τις τρεις πρώτες.
Το Αριστείον Ανδρείας και η μετέπειτα δράση του ΙΑΤΡΙΔΗ και του Υ/Β ΠΑΠΑΝΙΚΟΛΗΣ
Μίλτωνας Ιατρίδης 02/01/1941
Η πατρίδα του απένειμε το Χρυσούν Αριστείον Ανδρείας, που ήταν και το πρώτο που απονεμήθηκε σε αξιωματικό του Ναυτικού στον ΒΠΠ.
Η επ’ ανδραγαθία προαγωγή στον επόμενο βαθμό μάλλον αντίθετα του επιδιωκομένου σκοπού προκάλεσε, παρά τις αντιλήψεις των τότε Αρχηγών του Ναυτικού και της Κυβέρνησης, που όλοι ευθύνονται για το αποτέλεσμα. Και μάλιστα διαφωνούντος και του πλοιάρχου για τις διακρίσεις αυτές σύμφωνα και με τον συγγραφέα.
Στις 22 Ιανουαρίου του 1941 ακολούθησε τορπιλισμός μεγάλου φορτηγού που δεν έχει επιβεβαιωθεί, παρά την ευνοϊκότατη έκθεση του Βρετανού εκπαιδευτού των πληρωμάτων των ελληνικών υποβρυχίων, αντιπλοιάρχου Henry Baker, του βασιλικού βρετανικού Ναυτικού. Και αυτός ο τορπιλισμός ερευνάται πρόσφατα.
Τέλος σε αντίστοιχα ιστολόγια του διαδικτύου αναφέρεται σαν βυθισθέν από τον ΠΑΠΑΝΙΚΟΛΗ ένα άλλο ιστιοφόρο με το όνομα SAN ROCO, που παραμένει ανεπιβεβαίωτο
Εν συντομία ο ΠΑΠΑΝΙΚΟΛΗΣ συνεχίζοντας τη δράση του το πρώτο εξάμηνο του 1941, βοήθησε το αντιτορπιλικό Β. ΟΛΓΑ όπου επέβαινε ο Αρχηγός του Στόλου, να απεμπλακεί από τα ανθυποβρυχιακά δίκτυα του λιμανιού στη Σούδα, κατά τη διάρκεια γερμανικών βομβαρδισμών, όταν ο στόλος έπλεε προς την Αλεξάνδρεια.
Η τελευταία περιπολία του ΠΑΠΑΝΙΚΟΛΗ με κυβερνήτη τον Μίλτο Ιατρίδη πραγματοποιήθηκε από την Αλεξάνδρεια τον Ιούλιο του 1941 προς τα Δωδεκάνησα, Καστελόριζο και τα Τουρκικά παράλια, η διάρκεια της ήταν η μεγαλύτερη ποτέ, 18 ημέρες.
Ακολούθησαν οι τοποθετήσεις του στην Βάση του Ναυτικού στο Σουέζ, στην Ναυτική Βάση στην Βηρυτό. Μετά τοποθετείται Κυβερνήτης του νέου αντιτορπιλικού ΜΙΑΟΥΛΗΣ με μετεκπαίδευση στην Βρετανία, στον νέο τύπο αυτών των αντιτορπιλικών συνοδείας. Ο ΜΙΑΟΥΛΗΣ ήταν το πρώτο ελληνικό πολεμικό, που πέρασε την βομβαρδιζόμενη από γερμανικά στούκας Μεσόγειο και το στενό της Μεσσήνης το 1942. Δράση για την οποία δέχθηκε την ευαρέσκεια του Βρετανού Ναύαρχου Διοικητού της Δυτικής Μεσογείου.
Ακολούθως διορίσθηκε και πάλι ως διοικητής της Βάσεως της Βηρυτού για να μετατεθεί στην Μάλτα το 1944 ως αρχιεπιστολέας, του Διοικητού της Βάσης των ελληνικών υποβρυχίων εκεί.
Αμέσως μετά το 1944 επί κεφαλής μοίρας με το αντιτορπιλικό ΑΕΤΟΣ εγκαταστάθηκε στην Μυτιλήνη, καθώς συμμετείχε στην απελευθέρωση των νησιών του ΒΑ Αιγαίου, διοικητής της Ναυτικής Βάσης στην Μυτιλήνη.
Από τη Μυτιλήνη μετατέθηκε ως Διοικητής της Σχολής Τορπιλών και Ανθυποβρυχιακής Αμύνης στον Σκαραμαγκά.
Από εκεί τοποθετείται Αρχηγός μοίρας αντιτορπιλικών από το 1946 και το 1947.Τότε στα τέλη Νοεμβρίου του 1947, τοποθετείται διοικητής της Ναυτικής Σχολής Πολέμου για να καταλήξει από τα τέλη Φεβρουαρίου του 1949, στην Ιταλία, ως πλοίαρχος ειδικός ακόλουθος της Ελληνικής Πρεσβείας στη Ρώμη με έργο και καθήκοντα την επισκευή και παραλαβή του καταδρομικού ΕΥΓΕΝΙΟΣ ΤΗΣ ΣΑΒΟΙΑΣ, που θα μετονομαζόταν ΕΛΛΗ, όταν θα μας το παρέδιδαν οι Ιταλοί, στο πλαίσιο των αποζημιώσεων του πολέμου που μας όφειλαν. Από τη θέση αυτή αποστρατεύτηκε το Δεκέμβριο του 1952.
Στα τελευταία εφτά χρόνια της ζωής του 1953 – 1960 υπηρετεί στο Εμπορικό Ναυτικό, οπού άρχισε σαν δεύτερος στα επιβατικά πλοία και μετά κυβερνήτης στα ΛΙΜΠΕΡΤΥ, τελειώνοντας το 1959 στα πρώτα μεγάλα τάνκερ του ΩΝΑΣΗ. Τότε δεν παραλείπει να αναζητήσει από τον Κόρφο επίνειο του Σοφικού, ειδικευμένους με ναυτικό φυλλάδιο για να τους χρησιμοποιήσει στα εμπορικά πλοία που κυβερνούσε.
Το τέλος του Πλοίαρχου Ιατρίδη
Από ότι είχε εξοικονομήσει από το Εμπορικό Ναυτικό ο πλοίαρχος Ιατρίδης είχε σχεδιάσει να ζήσει στο κτήμα του στο 62ο χιλιόμετρο της παλαιά εθνικής οδού Αθηνών – Κορίνθου. Το σπίτι του τελείωνε και εκείνος συνήθως βρισκόταν εκεί. Εκτός από διάφορες υποχρεώσεις που είχε στην Αθήνα.
Ας δούμε τα γεγονότα όπως τα διηγείται ο ίδιος ο ανιψιός του και συγγραφέας της βιογραφίας του κ. Βασίλης Ιατρίδης:
«Ήταν 12 Φεβρουαρίου του 1960, αργά, όταν γύρισα αργά στο πατρικό μου διαμέρισμα στην Αθήνα. Είδα φώτα στο καθιστικό και ανοίγοντας την πόρτα αντικρίζω τον πατέρα μου (αδερφό του) στο τηλέφωνο και τον ακούω να λέει: «Ναι στο Τζάνειο… πότε; Καλύτερα να ειδοποιήσω τους δικούς του και να έρθω στο Ναυτικό Νοσοκομείο αφού θα τον μεταφέρετε τώρα… καλά γιατρέ έρχομαι…
«Τί τρέχει; Τι έγινε;» ρωτάω
«Ο Μίλτος τρακάρισε στον Πειραιά και τον μεταφέρουν στο Τζάνειο. Ειδοποιήσα όμως το Ναυτικό Νοσοκομείο ασπ’ όπου έστειλαν ασθενοφόρο να τον πάρει. Ο πλοίαρχος γιατρός – διευθυντής -είναι φίλος του και θα κάνει το καλύτερο. Πάμε.»
Φτάσαμε σε μισή ώρα και ο Μίλτος ήταν στο χειρουργείο. Στις εφτά το πρωί βγήκε ναρκωμένος ακόμη και από κάτι μισόλογα που μας είπε ο Πλοίαρχος – γιατρός, η κατάσταση δεν φαινόταν αισιόδοξη και θα έπρεπε να περιμένουμε τουλάχιστον 48 ώρες να δούμε πως θα αντιδρούσε ο οργανισμός του.
Δεν υπάρχει λόγος να αναφερθούν λεπτομερειακά όλες οι ώρες την αγωνίας της οικογένειας αλλά και δεκάδων φίλων του, που άρχισαν να συρρέουν στο Ναυτικό νοσοκομείο κοντά δέκα μέρες.
Την τελευταία φορά που τον είδα ξαπλωμένο στο κρεβάτι μου έδειξε το ταβάνι με τον αντίχειρά του και μου λέει:
«Πάω εκεί ψηλά..»
«Μα τί είναι αυτά που λές» του απάντησα ταραγμένος
«Δεν βλέπεις;» απαντάει, «Τα δάχτυλά μου είναι μελιτζανί και μωβ, αυτό σημαίνει ότι στερούνται οξυγόνου και έτσι σιγά, σιγά θα …φουσκώσω και θα ανέβω…
«Καλά, απάντησα, θα σε δω αύριο. Πρέπει να φύγω τώρα γιατί περιμένουν να σε δουν τρεις ναύαρχοι.»
«Πες τους , μου λέει, να βιαστούν να με δουν διότι θα με χάσουν…»
Μια τσακισμένη ορθωμένη ράγια του τραμ, έξω από το σταθμό του ηλεκτρικού προς το λιμάνι, υπόλειμμα ενός οδοφράγματος των Δεκεμβριανών στον Πειραιά ,είχε παραμείνει στη θέση εκείνη έως το 1960. Σ’ αυτήν, αόρατη μέσα στο σκοτάδι, προσέκρουσε το Hilman Hunter που οδηγούσε ο πλοίαρχος, καθώς πήγαινε προς το Σχιστό, για να βγεί στην Αθηνών Κορίνθου, από τον Σκαραμαγκά.
Το 1960 ούτε τα αυτοκίνητα ήταν εξοπλισμένα από πλευράς ασφάλειας όπως τα σημερινά, ούτε και η ιατρική είχε φτάσει στη σημερινή της εξέλιξη και οι δυο αυτοί παράγοντες συνέβαλαν στην αναχώρηση του Μίλτου από τα εγκόσμια στην ηλικία των 54 ετών».
Τα βάθη της Αδριατικής, η Μεσόγειος, η Βόρεια θάλασσα του Ατλαντικού στη διάρκεια του πολέμου, η Θάλασσα της Κίνας, ο Νότιος Ατλαντικός, ο Ειρηνικός και ο Ινδικός ωκεανοί στη διάρκεια της ειρήνης, δεν είχαν καταφέρει να τον σταματήσουν και πάντα προχωρούσε πάνω ή κάτω από την επιφάνειά τους. Ήταν αρκετή όμως μια τσαλακωμένη ράγα του τραμ στον Πειραιά για να σταματήσει την πορεία του ενώ είχε ακόμα πάμπολλα να δώσει.
Πέθανε στις 18 Φεβρουαρίου και η κηδεία του έγινε στις 19 Φεβρουαρίου 1960 στο Α΄Νεκροταφείο Αθηνών.
Αποδόθηκαν οι δέουσες τιμές από εκπρόσωπο του Βασιλιά, σαν αρχηγό κράτους και από το σύνολο σχεδόν του Ναυτικού παντός βαθμού και αξιώματος .
Αναμφισβήτητα από την εποχή του μέχρι σήμερα η Ελλάδα άλλαξε πολύ, προόδευσε, γνώρισε την μεγαλύτερη περίοδο ειρήνης στην σύγχρονη ιστορία της. Καθήκον όμως μας είναι να μεταλαμπαδεύσουμε στις νεότερες γενιές, και στις γενιές που έρχονται, τα ιδανικά και τις αξίες που μας άφησε παρακαταθήκη ο Πλοίαρχος Μίλτων Ιατρίδης.
Παρά τις αλλαγές των καιρών το μήνυμα του, ένα μήνυμα προσφοράς και θάρρους παραμένει ζωντανό. Μας δείχνει πώς με δύναμη ψυχής και καθαρότητα μυαλού μπορούμε να αντιμετωπίσουμε τις δικές μας προκλήσεις. Να δώσουμε τους δικούς μας αγώνες. Αιωνία του η μνήμη.
«Όλβιος όστις ιστορίης έσχεν μάθησιν». Ευριπίδης
*Ευχαριστούμε θερμά τον κ. Βασίλειο Ιατρίδη για το πραγματολογικό υλικό που ευγενώς μας παραχώρησε και για την άδεια του να δημοσιεύσουμε μέρος της βιογραφίας του Πλοιάρχου Μίλτωνα Ιατρίδη.
*Ο κ. Αναστάσιος Λυμπερίου είναι Οικονομολόγος, Διδάκτωρ Παντείου Πανεπιστημίου
Αφήστε ένα σχόλιο