Η μαγεία της ετυμολογίας (Φ.1817)
Η ΜΑΓΕΙΑ ΤΗΣ ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑΣ
|
«Ετυμολογικές προσεγγίσεις»
Γνωστά και καθημερινά - 29
Γράφει ο Χρήστος Βλαχογιάννης
Καθηγητής Μουσικής
Επανερχόμαστε στους γνώριμους, αμιγώς ετυμολογικούς ρυθμούς μας, για ν’ ασχοληθούμε με λέξεις, έννοιες, που αφ’ ενός αγνοούμε την προέλευσή τους και αφ’ ετέρου την σημασία τους, όταν αυτές δημιουργήθηκαν.
Μία απ’ αυτές είναι το ρήμα κυττάζω, το οποίο σπανίως θα δούμε να γράφεται έτσι. Η συνήθης σημερινή του γραφή είναι κοιτάζω. Το πρωταρχικό ρήμα όμως είναι το κύπτω/σκύπτω (=σκύβω), που σημαίνει σκύβω για να δω καλλίτερα, να περιεργαστώ, που αποδίδει σαφώς την έννοια της παρατήρησης. Η προέκταση του κύπτω, ως κυπτάζω >κυττάζω (με πτ >ττ, όπως επτά >εττά) χρησιμοποιεί την κατάληξη -αζω, που δηλώνει συνέχεια, εδραίωση. Είναι ένα από τα πολλά ρήματα που έχουμε για το οράν, βλέπειν, αλλά με λεπτές εννοιολογικές διαφορές.
Η δεύτερη γραφή ως κοιτάζω προέρχεται εκ του ρήματος κείω >κείμαι (=ξαπλώνω, πλαγιάζω, ευρίσκομαι κάτω, κοιμάμαι, είμαι πεθαμένος) και με τροπή του ε>ο, κοιμίζω, κοιτών, κοίτη (=κρεββάτι), κοιτάζω (=βάζω κάποιον να κοιμηθεί στην κοίτη του), κώμα (με οι>ω). Πολλοί υποστηρίζουν πως το ρήμα γράφεται έτσι επειδή ετυμολογείται εκ του κοίτη, που τάχα σημαίνει φυλάκιο, σκοπιά, απ’ όπου παρατηρεί ο σκοπός. Πουθενά όμως δεν αναφέρεται η κοίτη ως σκοπιά. Είναι δε απορίας άξιο πώς όλοι αυτοί που γράφουν και υποστηρίζουν την εν λόγω γραφή δεν έχουν σκεφθεί πως η έννοια αυτού του ρήματος είναι εντελώς αντίθετη με την ενέργεια του βλέπω, που απαιτεί εγρήγορση, κι όχι …ύπνο (κοιμάμαι) και ξάπλα.
Δυο λέξεις, των οποίων συγχέεται τόσο η γραφή όσο φυσικά και η έννοια είναι η λαύρα και η λάβρα. Στην λαύρα (λαύρη, στην ιωνική), που σημαίνει στενή οδός, διάδρομος, δια του οποίου εισέρχεται ο λαός, η ετυμολογία της ανάγεται στο αττικό λεfώς >λευώς >λαυώς, με την συνήθη εναλλαγή του α>ε, και στην κατάληξη -ρα, μέσω της οποίας εκφράζεται συνήθως βεβαιότητα, αλληλουχία αλλά και ροή (εκ του άρω, αραρίσκω), όπως σφύ-ρα, έχθ-ρα και ασφαλώς λαύ-ρα. Ο Πολυδεύκης στο Ονομαστικόν του μας πληροφορεί για την σημασία που έδινε ο Όμηρος στην λαύρα: «Τὰς δὲ στενὰς ὁδούς, στενωποὺς καὶ λαύρας, Ὁμήρου εἰπόντος». Βεβαίως, ας μην μας διαφεύγει πως και ο λαός προέρχεται εκ του λάς (=πέτρα), που κατά προτροπήν του Διός έριχναν πίσω τους ο Δευκαλίων και η Πύρρα, για να γεννηθούν/δημιουργηθούν οι άνθρωποι, μετά τον κατακλυσμό. Το γνωστό μας Λαύριο, πρέπει να ονομάστηκε έτσι από τις λαύρες, τις στενές οδούς, δηλαδή, και τους στενούς διαδρόμους των ορυχείων του. Ομοίως ο λαβύρινθος αλλά και η Αγία Λαύρα (με πολλά κελλιά).
Τώρα, η λάβρα έχει άλλη ετυμολογία. Το πρώτο της συνθετικό είναι εκ του επιτατικού λα (εκ του ρήματος λω=θέλω) και το δεύτερο συνθετικό το βρόμος (=μεγάλη ταραχή, οργή, μανία, εκ του βρυχάομαι). Το επίθετο λάβρος σημαίνει τον βίαιο, τον ορμητικό, τον σφοδρό (κυρίως επί φυσικών φαινομένων) και δευτερευόντως τον άπληστο, τον λαίμαργο, επί ανθρώπων. Η έκφραση «φωτιά και λάβρα» αναφέρεται προφανώς στην δεύτερη έννοια και σημαίνει φωτιά και ορμή, ορμητικότητα.
Θα έχετε, φαντάζομαι, ακούσει την έκφραση «εν κρυπτώ και παραβύστω». Για το «κρυπτώ» δεν χρειάζεται ιδιαίτερη μνεία. Εκείνο όμως το «παραβύστω» χρήζει τέτοιας μνείας. Ο παράβυστος είναι ο αγενής εκείνος, που στριμώχνεται απρόσκλητος ανάμεσα σε άλλους για να χωρέσει ή το κάθισμα που τοποθετείται σε μια γωνία, για να χωρέσει και αυτός, ή το κρεββατάκι, που τοποθετούν οι γονείς, όπου υπάρχει νεογέννητο, για να το προσέχουν. Παράβυστον στην αρχαία Αθήνα λεγόταν ο μυστικός στεγασμένος χώρος, όπου συνέρχονταν οι ένδεκα δικαστές της Ηλιαίας για να δικάσουν κακουργήματα, που συνεπάγονταν την θανατική ποινή, σε αντίθεση με τις άλλες ποινικές υποθέσεις, τις οποίες δίκαζαν στο ύπαιθρο.
Η ετυμολογία του επιθέτου είναι εκ της πρόθεσης παρά (=δίπλα, πλησίον) και του ρήματος βύω (=βάζω, τοποθετώ), που αποτελεί μετασχηματισμό του βάω (=βαίνω, βαδίζω, προχωρώ) αλλά και της βάσεως, του βάζω >βύζω (α>υ) >βύω. Συνολικώς το επίθετο σημαίνει αυτόν που τοποθετείται δίπλα, παράμερα, σε μη ορατό σημείο, άρα μυστικό και η έκφραση περιγράφει ενέργειες που γίνονται με άκρα μυστικότητα.
Μία απ’ αυτές είναι το ρήμα κυττάζω, το οποίο σπανίως θα δούμε να γράφεται έτσι. Η συνήθης σημερινή του γραφή είναι κοιτάζω. Το πρωταρχικό ρήμα όμως είναι το κύπτω/σκύπτω (=σκύβω), που σημαίνει σκύβω για να δω καλλίτερα, να περιεργαστώ, που αποδίδει σαφώς την έννοια της παρατήρησης. Η προέκταση του κύπτω, ως κυπτάζω >κυττάζω (με πτ >ττ, όπως επτά >εττά) χρησιμοποιεί την κατάληξη -αζω, που δηλώνει συνέχεια, εδραίωση. Είναι ένα από τα πολλά ρήματα που έχουμε για το οράν, βλέπειν, αλλά με λεπτές εννοιολογικές διαφορές.
Η δεύτερη γραφή ως κοιτάζω προέρχεται εκ του ρήματος κείω >κείμαι (=ξαπλώνω, πλαγιάζω, ευρίσκομαι κάτω, κοιμάμαι, είμαι πεθαμένος) και με τροπή του ε>ο, κοιμίζω, κοιτών, κοίτη (=κρεββάτι), κοιτάζω (=βάζω κάποιον να κοιμηθεί στην κοίτη του), κώμα (με οι>ω). Πολλοί υποστηρίζουν πως το ρήμα γράφεται έτσι επειδή ετυμολογείται εκ του κοίτη, που τάχα σημαίνει φυλάκιο, σκοπιά, απ’ όπου παρατηρεί ο σκοπός. Πουθενά όμως δεν αναφέρεται η κοίτη ως σκοπιά. Είναι δε απορίας άξιο πώς όλοι αυτοί που γράφουν και υποστηρίζουν την εν λόγω γραφή δεν έχουν σκεφθεί πως η έννοια αυτού του ρήματος είναι εντελώς αντίθετη με την ενέργεια του βλέπω, που απαιτεί εγρήγορση, κι όχι …ύπνο (κοιμάμαι) και ξάπλα.
Δυο λέξεις, των οποίων συγχέεται τόσο η γραφή όσο φυσικά και η έννοια είναι η λαύρα και η λάβρα. Στην λαύρα (λαύρη, στην ιωνική), που σημαίνει στενή οδός, διάδρομος, δια του οποίου εισέρχεται ο λαός, η ετυμολογία της ανάγεται στο αττικό λεfώς >λευώς >λαυώς, με την συνήθη εναλλαγή του α>ε, και στην κατάληξη -ρα, μέσω της οποίας εκφράζεται συνήθως βεβαιότητα, αλληλουχία αλλά και ροή (εκ του άρω, αραρίσκω), όπως σφύ-ρα, έχθ-ρα και ασφαλώς λαύ-ρα. Ο Πολυδεύκης στο Ονομαστικόν του μας πληροφορεί για την σημασία που έδινε ο Όμηρος στην λαύρα: «Τὰς δὲ στενὰς ὁδούς, στενωποὺς καὶ λαύρας, Ὁμήρου εἰπόντος». Βεβαίως, ας μην μας διαφεύγει πως και ο λαός προέρχεται εκ του λάς (=πέτρα), που κατά προτροπήν του Διός έριχναν πίσω τους ο Δευκαλίων και η Πύρρα, για να γεννηθούν/δημιουργηθούν οι άνθρωποι, μετά τον κατακλυσμό. Το γνωστό μας Λαύριο, πρέπει να ονομάστηκε έτσι από τις λαύρες, τις στενές οδούς, δηλαδή, και τους στενούς διαδρόμους των ορυχείων του. Ομοίως ο λαβύρινθος αλλά και η Αγία Λαύρα (με πολλά κελλιά).
Τώρα, η λάβρα έχει άλλη ετυμολογία. Το πρώτο της συνθετικό είναι εκ του επιτατικού λα (εκ του ρήματος λω=θέλω) και το δεύτερο συνθετικό το βρόμος (=μεγάλη ταραχή, οργή, μανία, εκ του βρυχάομαι). Το επίθετο λάβρος σημαίνει τον βίαιο, τον ορμητικό, τον σφοδρό (κυρίως επί φυσικών φαινομένων) και δευτερευόντως τον άπληστο, τον λαίμαργο, επί ανθρώπων. Η έκφραση «φωτιά και λάβρα» αναφέρεται προφανώς στην δεύτερη έννοια και σημαίνει φωτιά και ορμή, ορμητικότητα.
Θα έχετε, φαντάζομαι, ακούσει την έκφραση «εν κρυπτώ και παραβύστω». Για το «κρυπτώ» δεν χρειάζεται ιδιαίτερη μνεία. Εκείνο όμως το «παραβύστω» χρήζει τέτοιας μνείας. Ο παράβυστος είναι ο αγενής εκείνος, που στριμώχνεται απρόσκλητος ανάμεσα σε άλλους για να χωρέσει ή το κάθισμα που τοποθετείται σε μια γωνία, για να χωρέσει και αυτός, ή το κρεββατάκι, που τοποθετούν οι γονείς, όπου υπάρχει νεογέννητο, για να το προσέχουν. Παράβυστον στην αρχαία Αθήνα λεγόταν ο μυστικός στεγασμένος χώρος, όπου συνέρχονταν οι ένδεκα δικαστές της Ηλιαίας για να δικάσουν κακουργήματα, που συνεπάγονταν την θανατική ποινή, σε αντίθεση με τις άλλες ποινικές υποθέσεις, τις οποίες δίκαζαν στο ύπαιθρο.
Η ετυμολογία του επιθέτου είναι εκ της πρόθεσης παρά (=δίπλα, πλησίον) και του ρήματος βύω (=βάζω, τοποθετώ), που αποτελεί μετασχηματισμό του βάω (=βαίνω, βαδίζω, προχωρώ) αλλά και της βάσεως, του βάζω >βύζω (α>υ) >βύω. Συνολικώς το επίθετο σημαίνει αυτόν που τοποθετείται δίπλα, παράμερα, σε μη ορατό σημείο, άρα μυστικό και η έκφραση περιγράφει ενέργειες που γίνονται με άκρα μυστικότητα.
Πώς λέμε Μητσοτάκης Α.Ε.!!!
* Ο κ. Βλαχογιάννης Χρήστος είναι Καθηγητής Μουσικής και Διευθυντής Χορωδιών
Αφήστε ένα σχόλιο