Η μαγεία της ετυμολογίας (Φ.1818)
Η ΜΑΓΕΙΑ ΤΗΣ ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑΣ
|
«Ετυμολογικές προσεγγίσεις»
Γνωστά και καθημερινά - 30
Γράφει ο Χρήστος Βλαχογιάννης
Καθηγητής Μουσικής
Με τα όσα καταιγιστικά συμβαίνουν γύρω μας, αγαπητοί αναγνώστες, κοντεύουμε να χάσουμε το μυαλό μας και σε κάποιες των περιπτώσεων αναρωτιόμαστε: «Μα, έχουμε σώας τας φρένας;» ή «Σίγουρα είναι καλά το μυαλό μας;». Όταν ακούμε φρένα, αυτομάτως σκεφτόμαστε το αυτοκίνητο, το μηχανάκι, το ποδήλατο, κάτι -τέλος πάντων- που ανακόπτει και συγκρατεί την πορεία τού οχήματος. Εννοούμε όμως και το μυαλό, τον εγκέφαλο, που διευθύνει και καθοδηγεί τα πάντα. Για να δούμε από πού προέρχεται η λέξη, τι σοφό σκαρφίστηκαν πάλι οι πρόγονοί μας; Το ουσιαστικό είναι η φρην/φρενός, που κυριολεκτικώς σημαίνει το διάφραγμα, που διαχωρίζει την καρδιά και τους πνεύμονες από τα λοιπά εντόσθια και ετυμολογείται εκ του φως+ροή. Ο Πλάτων, στον περίφημο διάλογό του, Κρατύλος (411), γράφει: «φρόνησις φορᾶς ἐστὶ καὶ ροῦ νόησις…». Το αρχικό μονοσύλλαβο ρήμα είναι το φρω (=φρονώ, έχω κατά νουν). Το ρήμα αυτό έδωσε και τα σχετικά παράγωγα φρενόω/φρενώ (=συγκρατώ, συνετίζω, ποιώ κάποιον φρόνιμο) και το νεοελληνικό φρενάρω, παράγωγο του οποίου είναι τα φρένα, που συγκρατούν, «συνετίζουν» το όχημα. Οι Λατίνοι είπαν το τιθασσεύω, freno, και τον χαλινό, δια του οποίου συγκρατείται ο ίππος, frenum-frena. Οι Γάλλοι είπαν τον χαλινό frein και το τροχοπεδώ freiner, οι Ιταλοί freno και frenare (εξ ου και το αντιδάνειο φρενάρω), οι Ισπανοί freno και enfrenar, και οι Γερμανοί Bremse και bremsen αντιστοίχως. Άρα, συνεκδοχικώς φρην είναι η καρδιά, η ψυχή, ο νους, η διάνοια.
Κάτι ήξερε ο Διογένης ο Κυνικός που έψαχνε να βρει άνθρωπο με το λυχνάρι του, τον σημερινό φακό μας. Είχε καταλάβει τι παλαβωμάρα κουβαλούσαν οι άνθρωποι κι έψαχνε να βρει κάνα λογικό. Ο φακός είναι σύνθετη λέξη εκ του φάος >φως+άγω, δηλαδή, αυτός που φέρει το φως. Και πράγματι ο φακός (φαικός=λαμπρός και φαίηκες=οφθαλμοί) διορθώνει την αδυναμία του ματιού και φέρει, συμπληρώνει την ελλείπουσα ποσότητα φωτός. Το θέμα όμως είναι πως η καταγωγή του φακού είναι από το πολύ γνωστό όσπριο, την φακή. Η φακή είναι πανάρχαια πελασγική λέξη, γνωστή από τους κλασικούς τουλάχιστον χρόνους, για την ιδιότητα της εστίασης των οπτικών ακτίνων. Στις Νεφέλες δε του Αριστοφάνη γίνεται ακριβής αναφορά, στον διάλογο μεταξύ του Σωκράτη και του Στρεψιάδη:
Στρεψιάδης: «ἤδη παρὰ τοῖσι φαρμακοπώλαις τὴν λίθον ταύτην ἑώρακας, τὴν καλήν, τὴν διαφανῆ, ἀφ' ἧς τὸ πῦρ ἅπτουσι;»
Σωκράτης: «τὴν ὕαλον λέγεις;»
Η φακή προέρχεται εκ του φαιός (το χρώμα του λυκαυγούς, σκοτεινόχρωμος, μουντός), εξ αιτίας του σκούρου χρώματός της και του ζωμού της, όταν μαγειρεύεται. Ο φακός ονομάστηκε έτσι λόγω του αμφίκυρτου σχήματός του, που μοιάζει με την φακή. Το υποκοριστικό τού φακού είναι η φακίδα, που προσδιορίζει την κηλίδα του δέρματος.
Οι Λατίνοι είπαν την φακή και τον φακό lens/lentis, οι Γάλλοι lentille, οι Ιταλοί τον φακό lente και την φακή lenticchia, οι Ισπανοί lente και lentejas, οι Άγγλοι lens και οι Γερμανοί Linse. Η ελληνική τους ρίζα είναι το ετήσιο ποώδες φυτό, λάθυρος, που μοιάζει πολύ με την φακή.
«Κρατάει χρόνια αυτή η κολώνια», λέει ένα γνωστό άσμα. Ωραία και …μυρωδάτη λέξη! Η ρίζα της είναι το ρήμα κολέω (=θεραπεύω, εργάζομαι αλλά μόνον εν συνθέσει, όπως βου-κόλος), που έδωσε το παράγωγο κολώνη (=αποικιακή πόλη). Στα λατινικά το ρήμα έγινε colo, με την ίδια σημασία του ελληνικού αλλά επιπροσθέτως και οικώ τόπο, για να ακολουθήσει την ελληνική κολώνη και να την μετατρέψει σε colonia. Οι Γάλλοι είπαν την αποικία colonie, οι Ιταλοί και οι Ισπανοί colonia, οι Άγγλοι colony και οι Γερμανοί Kolonie. Το λεξικό Σουίδα μας πληροφορεί πως κολώνη είναι η μεγάλη πόλη. Η προέλευση της μυρωδάτης κολώνιας (Eau de Cologne: εμπορική ονομασία αραιωμένου αρώματος κίτρου), ανάγεται στις αρχές 18ου αιώνα, στην Κολωνία (παραμεθόρια πόλη-φρούριο της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, στην δυτική όχθη του Ρήνου), όπου παρασκευαζόταν, αλλά με την σημείωση πως η ετυμολογία της Κολωνίας προηγήθηκε του προϊόντος της, που έλαβε το όνομά του από την πόλη όπου δημιουργήθηκε. Άρα η σωστή της γραφή είναι κολώνια κι όχι κολόνια.
Όταν δέχεσαι ένα δώρο, λες συνήθως «ευχαριστώ». Έχουμε σκεφτεί όμως ποτέ τι σημαίνει και πώς ετυμολογείται; Είναι σύνθετο ρήμα εκ του ευ (καλώς) + χαριστώ (χάρις+στω/σταθώ/ίστημι) και σε ελεύθερη μετάφραση σημαίνει θα σου χαριστώ με το καλό, θα σου κάνω χάρη για ανταπόδοση, θα σου σταθώ καλώς. Ουσιαστικώς αποτελεί μια έμμεση υπόσχεση ότι κι εσύ θα κάνεις κάτι για να ανταποδώσεις αυτό που σου προσφέρθηκε. Η ανταπάντηση στο ευχαριστώ είναι το παρακαλώ, δηλαδή σε καλώ να σταθείς παρά (=δίπλα) και να το ανταποδώσεις.
Κάτι ήξερε ο Διογένης ο Κυνικός που έψαχνε να βρει άνθρωπο με το λυχνάρι του, τον σημερινό φακό μας. Είχε καταλάβει τι παλαβωμάρα κουβαλούσαν οι άνθρωποι κι έψαχνε να βρει κάνα λογικό. Ο φακός είναι σύνθετη λέξη εκ του φάος >φως+άγω, δηλαδή, αυτός που φέρει το φως. Και πράγματι ο φακός (φαικός=λαμπρός και φαίηκες=οφθαλμοί) διορθώνει την αδυναμία του ματιού και φέρει, συμπληρώνει την ελλείπουσα ποσότητα φωτός. Το θέμα όμως είναι πως η καταγωγή του φακού είναι από το πολύ γνωστό όσπριο, την φακή. Η φακή είναι πανάρχαια πελασγική λέξη, γνωστή από τους κλασικούς τουλάχιστον χρόνους, για την ιδιότητα της εστίασης των οπτικών ακτίνων. Στις Νεφέλες δε του Αριστοφάνη γίνεται ακριβής αναφορά, στον διάλογο μεταξύ του Σωκράτη και του Στρεψιάδη:
Στρεψιάδης: «ἤδη παρὰ τοῖσι φαρμακοπώλαις τὴν λίθον ταύτην ἑώρακας, τὴν καλήν, τὴν διαφανῆ, ἀφ' ἧς τὸ πῦρ ἅπτουσι;»
Σωκράτης: «τὴν ὕαλον λέγεις;»
Η φακή προέρχεται εκ του φαιός (το χρώμα του λυκαυγούς, σκοτεινόχρωμος, μουντός), εξ αιτίας του σκούρου χρώματός της και του ζωμού της, όταν μαγειρεύεται. Ο φακός ονομάστηκε έτσι λόγω του αμφίκυρτου σχήματός του, που μοιάζει με την φακή. Το υποκοριστικό τού φακού είναι η φακίδα, που προσδιορίζει την κηλίδα του δέρματος.
Οι Λατίνοι είπαν την φακή και τον φακό lens/lentis, οι Γάλλοι lentille, οι Ιταλοί τον φακό lente και την φακή lenticchia, οι Ισπανοί lente και lentejas, οι Άγγλοι lens και οι Γερμανοί Linse. Η ελληνική τους ρίζα είναι το ετήσιο ποώδες φυτό, λάθυρος, που μοιάζει πολύ με την φακή.
«Κρατάει χρόνια αυτή η κολώνια», λέει ένα γνωστό άσμα. Ωραία και …μυρωδάτη λέξη! Η ρίζα της είναι το ρήμα κολέω (=θεραπεύω, εργάζομαι αλλά μόνον εν συνθέσει, όπως βου-κόλος), που έδωσε το παράγωγο κολώνη (=αποικιακή πόλη). Στα λατινικά το ρήμα έγινε colo, με την ίδια σημασία του ελληνικού αλλά επιπροσθέτως και οικώ τόπο, για να ακολουθήσει την ελληνική κολώνη και να την μετατρέψει σε colonia. Οι Γάλλοι είπαν την αποικία colonie, οι Ιταλοί και οι Ισπανοί colonia, οι Άγγλοι colony και οι Γερμανοί Kolonie. Το λεξικό Σουίδα μας πληροφορεί πως κολώνη είναι η μεγάλη πόλη. Η προέλευση της μυρωδάτης κολώνιας (Eau de Cologne: εμπορική ονομασία αραιωμένου αρώματος κίτρου), ανάγεται στις αρχές 18ου αιώνα, στην Κολωνία (παραμεθόρια πόλη-φρούριο της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, στην δυτική όχθη του Ρήνου), όπου παρασκευαζόταν, αλλά με την σημείωση πως η ετυμολογία της Κολωνίας προηγήθηκε του προϊόντος της, που έλαβε το όνομά του από την πόλη όπου δημιουργήθηκε. Άρα η σωστή της γραφή είναι κολώνια κι όχι κολόνια.
Όταν δέχεσαι ένα δώρο, λες συνήθως «ευχαριστώ». Έχουμε σκεφτεί όμως ποτέ τι σημαίνει και πώς ετυμολογείται; Είναι σύνθετο ρήμα εκ του ευ (καλώς) + χαριστώ (χάρις+στω/σταθώ/ίστημι) και σε ελεύθερη μετάφραση σημαίνει θα σου χαριστώ με το καλό, θα σου κάνω χάρη για ανταπόδοση, θα σου σταθώ καλώς. Ουσιαστικώς αποτελεί μια έμμεση υπόσχεση ότι κι εσύ θα κάνεις κάτι για να ανταποδώσεις αυτό που σου προσφέρθηκε. Η ανταπάντηση στο ευχαριστώ είναι το παρακαλώ, δηλαδή σε καλώ να σταθείς παρά (=δίπλα) και να το ανταποδώσεις.
* Ο κ. Βλαχογιάννης Χρήστος είναι Καθηγητής Μουσικής και Διευθυντής Χορωδιών
Αφήστε ένα σχόλιο