Η μαγεία της ετυμολογίας (Φ.1823)
Η ΜΑΓΕΙΑ ΤΗΣ ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑΣ
|
«Ετυμολογικές προσεγγίσεις»
Γνωστά και καθημερινά - 35
Γράφει ο Χρήστος Βλαχογιάννης
Καθηγητής Μουσικής
1ο φύλλο του νέου έτους και είπα να το υποδεχτώ με θεματολογία που δεν θα περιμένατε για πρώτο άρθρο. Συνήθως λέγονται, ανταλλάσσονται ευχές.
Αυτές τις μέρες των γιορτών, συνήθως πίνουμε υπερβολικώς και τις πιο πολλές φορές δεν ελέγχουμε αυτά που λέμε και πράττουμε. Εγώ θα μείνω στο «λέμε», που σαν μία από τις φυσικές του απόρροιες έχει και το βρίσιμο, τις βωμολοχίες, δηλαδή, τα άσεμνα πειράγματα, τις προσβολές κλπ.
Ας μεταφερθούμε στους αρχαίους, που κι αυτοί έβριζαν, αλλά το έκαναν με έξυπνο και πειραχτικό τρόπο. Ας δούμε μερικές απ’ αυτές τις βρισιές κι ας ξεκινήσουμε από την λέξη που τις περιέχει σχεδόν όλες:
Βωμολοχία. Είναι σύνθετη λέξη εκ του βωμός+λοχάω-ώ ή λοχεύω (=κείμαι, γεννώ, τίκτω, είμαι λεχώνα, παραμονεύω, ενεδρεύω, ελλοχεύω). Να δούμε πρώτα πόθεν ο βωμός. Εκ του ρήματος βάω (=βαίνω) και το επίρρημα άνω προκύπτει ο βουνός (=το βουνό, το ύψωμα, βαανός >βουνός, με αα>ου). Με τροπή του ου>ω και ν>μ προκύπτει ο βωμός (=υψωμένο μέρος, υποστήριγμα, βάθρο, τύμβος, τάφος, θυσιαστήριο με βάση). Τι ακριβώς όμως σημαίνει ο συνδυασμός των δύο αυτών συνθετικών, βωμός και λοχεύω, παραμονεύω, δηλαδή, στον βωμό. Την εξήγηση μας την δίνει η πληροφορία πως, μετά τις θυσίες, υπήρχαν επαίτες (πώς λέμε στις μέρες μας, «ευπαθής ομάδα»), που περίμεναν ανυπόμονα να πάρουν κάνα κομμάτι από τα κρέατα των θυσιών. Και, σαν να μην έφτανε που ήταν ανυπόμονοι, ήταν και θρασείς και επιτίθεντο λεκτικώς σ’ αυτόν που τελούσε την θυσία, με απρεπείς και αισχρές εκφράσεις. Αυτός ανταπέδιδε με όμοιο τρόπο και έφταναν μέχρι τσακωμού. Ε, αυτή η συνηθισμένη στιχομυθία ονομάστηκε βωμολοχία και βωμολόχος ο περί τους βωμούς λοχών επαίτης, με σκοπό να λάβει κάτι από τα κρέατα των θυσιών.
Μια συνήθης έκφραση, που χρησιμοποιούσε κάποιος που ενοχλείτο από την συμπεριφορά κάποιου άλλου ήταν το «αποσκότισόν με», δηλαδή, μη με σκοτίζεις. Δεν χρειάζεται, νομίζω, να συμπληρώσω τι προσθέτουμε εμείς σήμερα σε παρόμοιες περιπτώσεις. Τον αποκαλούσε επίσης υποτιμητικά, μαψ (=ο ανόητος), την ρίζα του σημερινού, μάπας. Ο δε μαψ εκ του μη+άψις (=άπτω), με την έννοια του ματαίου, του ανώφελου, «στα χαμένα», όπως θα λέγαμε σήμερα.
Άλλα ...κοσμητικά: Αμάρευμα (=κατακάθι της κοινωνίας, αμάρα=χαντάκι), εκ του στερητ. α και του ρήματος μαραίνω >μείρομαι (=σβήνω, τήκομαι, ξηραίνομαι, αποθνήσκω), αυτός, δηλαδή, που δεν λειώνει με τίποτα, ο άχρηστος.
Βδέλυγμα (=σίχαμα), εκ του βδέω (=βρωμάω, πέρδομαι, κλάνω) ή, κατ’ άλλους εκ του βδέλλω ή βδελύσσω (=απομυζώ, αμέλγω, αρμέγω, εξ ου και βδέλλα, που ρουφά το αίμα), που σημαίνει αυτόν που ουσιαστικά είναι παράσιτο, που σου ρουφάει το αίμα σαν την βδέλλα.
Κύντερος (=ο αναίσχυντος, ο κοπρίτης), εκ του κύων (=σκύλος), ετυμολογούμενο εκ του κοινός, με οι>υ, διότι το συγκεκριμένο ζώο συνοικεί με τον άνθρωπο και θηρεύει από κοινού μαζί του. Κυν+άγω >κυνηγός.
Λέχριος (=λεχρίτης, άεργος, τεμπέλης), εκ του λέκτρον και λέχος (=κρεββάτι, κλίνη, ανάκλιντρο) και σημαίνει αυτόν κάθεται συνέχεια ξάπλα, χωρίς να δουλεύει, τον τεμπέλη.
Έκφαυλος (=ατιμασμένος, μηδαμινός, τιποτένιος, ελεεινός, κακός, άθλιος), εκ της πρόθεσης εκ+φαύλος. Ο φαύλος είναι μια πολύ ωραία λέξη, που προέρχεται εκ του ρήματος θλάω >φλάω (=σπάζω, καταστρέφω), με θ>φ, +αύρα, αυτός, δηλαδή που σπάει την αύρα, αυτός που κοπανάει τον αέρα (κοπανιστός αέρας).
Κόβαλος (=παράσιτο), εκ του κοέω, κοώ (=ακούω, παρατηρώ, εξ ου και ακοή) + άλιος (=ανώφελος, μάταιος). Κο(ώ)+άλιος (με δασεία) >κοβάλιος >κόβαλος, με την δασεία να τρέπεται σε β.
Κόπρειος (=βρωμερός, τιποτένιος), εκ του κόπτω+ροή, που μας έδωσε την κοπριά, τα περιττώματα ανθρώπων και ζώων (κακαράντζες), κομμένα σε κομμάτια. Περίπου ίδιας σημασίας είναι και το σκωραμίς (=απατεώνας, καθίκι), ετυμολογούμενο εκ του σκωρ/σ-κατ-ός, κι αυτό εκ του κάτ-ω, που δηλώνει την κοπριά, που συσσωρεύεται στην γη.
Και για να κλείσουμε με …σκατούλια (εντάξει, το ’πα χαϊδευτικά!) αλλά και χιούμορ περί αυτά, παραθέτω κάποιες φράσεις του Αριστοφάνη, του μεγίστου των κωμικών μας, του οποίου η γλώσσα μπορεί να «τσάκιζε κόκκαλα» αλλά ουδέποτε παραβίαζε τους κανόνες της ευπρέπειας.
Για τα «παλληκάρια της κουρκούτης» έλεγε: «Χέσαιτο γαρ ει μαχαίσετο», δηλαδή, «έτσι και μαχότανε, σίγουρα θα χεζότανε». «Ποιοι κυβερνούν; Οι ευρύπρωκτοι», που δεν νομίζω να χρειάζεται επεξήγηση (μη μας ακούσει καμμιά drag queen, χαθήκαμε). «Έχεις βρώμικη φωνή, κακή ανατροφή, είσαι χυδαίος, επομένως έχεις όλα τα προσόντα για πολιτικός».
Λέτε να ’ξερε κάτι περισσότερο ο Αριστοφάνης, περίοδο που διάγουμε;
Αυτές τις μέρες των γιορτών, συνήθως πίνουμε υπερβολικώς και τις πιο πολλές φορές δεν ελέγχουμε αυτά που λέμε και πράττουμε. Εγώ θα μείνω στο «λέμε», που σαν μία από τις φυσικές του απόρροιες έχει και το βρίσιμο, τις βωμολοχίες, δηλαδή, τα άσεμνα πειράγματα, τις προσβολές κλπ.
Ας μεταφερθούμε στους αρχαίους, που κι αυτοί έβριζαν, αλλά το έκαναν με έξυπνο και πειραχτικό τρόπο. Ας δούμε μερικές απ’ αυτές τις βρισιές κι ας ξεκινήσουμε από την λέξη που τις περιέχει σχεδόν όλες:
Βωμολοχία. Είναι σύνθετη λέξη εκ του βωμός+λοχάω-ώ ή λοχεύω (=κείμαι, γεννώ, τίκτω, είμαι λεχώνα, παραμονεύω, ενεδρεύω, ελλοχεύω). Να δούμε πρώτα πόθεν ο βωμός. Εκ του ρήματος βάω (=βαίνω) και το επίρρημα άνω προκύπτει ο βουνός (=το βουνό, το ύψωμα, βαανός >βουνός, με αα>ου). Με τροπή του ου>ω και ν>μ προκύπτει ο βωμός (=υψωμένο μέρος, υποστήριγμα, βάθρο, τύμβος, τάφος, θυσιαστήριο με βάση). Τι ακριβώς όμως σημαίνει ο συνδυασμός των δύο αυτών συνθετικών, βωμός και λοχεύω, παραμονεύω, δηλαδή, στον βωμό. Την εξήγηση μας την δίνει η πληροφορία πως, μετά τις θυσίες, υπήρχαν επαίτες (πώς λέμε στις μέρες μας, «ευπαθής ομάδα»), που περίμεναν ανυπόμονα να πάρουν κάνα κομμάτι από τα κρέατα των θυσιών. Και, σαν να μην έφτανε που ήταν ανυπόμονοι, ήταν και θρασείς και επιτίθεντο λεκτικώς σ’ αυτόν που τελούσε την θυσία, με απρεπείς και αισχρές εκφράσεις. Αυτός ανταπέδιδε με όμοιο τρόπο και έφταναν μέχρι τσακωμού. Ε, αυτή η συνηθισμένη στιχομυθία ονομάστηκε βωμολοχία και βωμολόχος ο περί τους βωμούς λοχών επαίτης, με σκοπό να λάβει κάτι από τα κρέατα των θυσιών.
Μια συνήθης έκφραση, που χρησιμοποιούσε κάποιος που ενοχλείτο από την συμπεριφορά κάποιου άλλου ήταν το «αποσκότισόν με», δηλαδή, μη με σκοτίζεις. Δεν χρειάζεται, νομίζω, να συμπληρώσω τι προσθέτουμε εμείς σήμερα σε παρόμοιες περιπτώσεις. Τον αποκαλούσε επίσης υποτιμητικά, μαψ (=ο ανόητος), την ρίζα του σημερινού, μάπας. Ο δε μαψ εκ του μη+άψις (=άπτω), με την έννοια του ματαίου, του ανώφελου, «στα χαμένα», όπως θα λέγαμε σήμερα.
Άλλα ...κοσμητικά: Αμάρευμα (=κατακάθι της κοινωνίας, αμάρα=χαντάκι), εκ του στερητ. α και του ρήματος μαραίνω >μείρομαι (=σβήνω, τήκομαι, ξηραίνομαι, αποθνήσκω), αυτός, δηλαδή, που δεν λειώνει με τίποτα, ο άχρηστος.
Βδέλυγμα (=σίχαμα), εκ του βδέω (=βρωμάω, πέρδομαι, κλάνω) ή, κατ’ άλλους εκ του βδέλλω ή βδελύσσω (=απομυζώ, αμέλγω, αρμέγω, εξ ου και βδέλλα, που ρουφά το αίμα), που σημαίνει αυτόν που ουσιαστικά είναι παράσιτο, που σου ρουφάει το αίμα σαν την βδέλλα.
Κύντερος (=ο αναίσχυντος, ο κοπρίτης), εκ του κύων (=σκύλος), ετυμολογούμενο εκ του κοινός, με οι>υ, διότι το συγκεκριμένο ζώο συνοικεί με τον άνθρωπο και θηρεύει από κοινού μαζί του. Κυν+άγω >κυνηγός.
Λέχριος (=λεχρίτης, άεργος, τεμπέλης), εκ του λέκτρον και λέχος (=κρεββάτι, κλίνη, ανάκλιντρο) και σημαίνει αυτόν κάθεται συνέχεια ξάπλα, χωρίς να δουλεύει, τον τεμπέλη.
Έκφαυλος (=ατιμασμένος, μηδαμινός, τιποτένιος, ελεεινός, κακός, άθλιος), εκ της πρόθεσης εκ+φαύλος. Ο φαύλος είναι μια πολύ ωραία λέξη, που προέρχεται εκ του ρήματος θλάω >φλάω (=σπάζω, καταστρέφω), με θ>φ, +αύρα, αυτός, δηλαδή που σπάει την αύρα, αυτός που κοπανάει τον αέρα (κοπανιστός αέρας).
Κόβαλος (=παράσιτο), εκ του κοέω, κοώ (=ακούω, παρατηρώ, εξ ου και ακοή) + άλιος (=ανώφελος, μάταιος). Κο(ώ)+άλιος (με δασεία) >κοβάλιος >κόβαλος, με την δασεία να τρέπεται σε β.
Κόπρειος (=βρωμερός, τιποτένιος), εκ του κόπτω+ροή, που μας έδωσε την κοπριά, τα περιττώματα ανθρώπων και ζώων (κακαράντζες), κομμένα σε κομμάτια. Περίπου ίδιας σημασίας είναι και το σκωραμίς (=απατεώνας, καθίκι), ετυμολογούμενο εκ του σκωρ/σ-κατ-ός, κι αυτό εκ του κάτ-ω, που δηλώνει την κοπριά, που συσσωρεύεται στην γη.
Και για να κλείσουμε με …σκατούλια (εντάξει, το ’πα χαϊδευτικά!) αλλά και χιούμορ περί αυτά, παραθέτω κάποιες φράσεις του Αριστοφάνη, του μεγίστου των κωμικών μας, του οποίου η γλώσσα μπορεί να «τσάκιζε κόκκαλα» αλλά ουδέποτε παραβίαζε τους κανόνες της ευπρέπειας.
Για τα «παλληκάρια της κουρκούτης» έλεγε: «Χέσαιτο γαρ ει μαχαίσετο», δηλαδή, «έτσι και μαχότανε, σίγουρα θα χεζότανε». «Ποιοι κυβερνούν; Οι ευρύπρωκτοι», που δεν νομίζω να χρειάζεται επεξήγηση (μη μας ακούσει καμμιά drag queen, χαθήκαμε). «Έχεις βρώμικη φωνή, κακή ανατροφή, είσαι χυδαίος, επομένως έχεις όλα τα προσόντα για πολιτικός».
Λέτε να ’ξερε κάτι περισσότερο ο Αριστοφάνης, περίοδο που διάγουμε;
* Ο κ. Βλαχογιάννης Χρήστος είναι Καθηγητής Μουσικής και Διευθυντής Χορωδιών
Αφήστε ένα σχόλιο