Γιατί το πλαφόν στη χονδρική φυσικού αερίου τελικά είναι ένα ημίμετρο... (Φ.1824)
Έπειτα από εννέα μήνες διαβουλεύσεων μέσα στη δίνη της ενεργειακής κρίσης ενώ οι καταναλωτές απορρόφησαν τις αυξήσεις των τιμών και τα κράτη δαπάνησαν σημαντικά κεφάλαια των προϋπολογισμών τους για να συγκρατήσουν σε κάποιο βαθμό τις αυξήσεις, τελικά οι Ευρωπαίοι ηγέτες ήρθαν σε συμφωνία για ένα πολυσυζητημένο μέτρο, αυτό του πλαφόν στην τιμή του φυσικού αερίου. Το μέτρο αυτό, από την ημέρα της ψήφισής του ως ώρας βέβαια δεν έχει φανεί στην Ελλάδα γιατί ενώ έχουμε μείωση τιμών στην Ευρώπη, αντίθετα στη χώρα μας έχουμε σταθερά τις ψηλότερες τιμές χονδρικής πανευρωπαϊκά για 15 μέρες συνεχόμενα (3-4πλάσι από άλλες χώρες της Μεσογείου).
Όπως δημοσιεύθηκε και πρόσφατα στην Ναυτεμπορική από τον Κο Οικονόμου και Καθ. Δούκα, τα αντίπαλα στρατόπεδα προσέγγισαν το θέμα της διαχείρισης της τιμής από διαφορετικές οπτικές, ανάλογα με τον βαθμό εξάρτησής τους και της θέσης ισχύος τους στην αγορά. Η συμφωνία αυτή τελικά αναφέρεται σε ένα δυναμικό πλαφόν, στα 180 ευρώ/MWh και πάνω, στις κεντρικές πλατφόρμες εμπορίου φυσικού αερίου, εφόσον η τιμή ξεπεράσει αυτό το όριο για τρεις διαδοχικές ημέρες και εφόσον οι τιμές χονδρικής είναι, για την ίδια περίοδο, 35 ευρώ/MWh παραπάνω από την παγκόσμια τιμή του υγροποιημένου φυσικού αερίου (LNG). Φυσικά από το «τίποτα» είναι ένα θετικό βήμα ότι επιτέλους υπήρξε κατάληξη στις συζητήσεις. Είναι, όμως, δικαιολογημένοι οι πανηγυρισμοί ότι λύθηκε το πρόβλημα;
Κάθε άλλο. Η συμφωνία αυτή στοχεύει να μειώσει τον κίνδυνο να εμφανιστούν περιστατικά ακραία υψηλών τιμών, αλλά δεν λύνει το πρόβλημα των υψηλών τιμών ενέργειας, για τους ακόλουθους λόγους:
Δεν αφορά τα «δύσκολα» συμβόλαια, δηλαδή τα διμερή, τα over the counter (OTC), τα συμβόλαια της επόμενης ημέρας, όπου έχουμε τις μεγάλες διακυμάνσεις και οι τιμές διαμορφώνονται σε μη ανταγωνιστικές συνθήκες πολλές φορές. Αυτό, όπως αναφέρθηκε ήδη και στις συζητήσεις, ουσιαστικά αφήνει μεγάλο κενό για τα φορτία LNG τα οποία έχουν ανάγκη οι χώρες και θα μπορούν να διαπραγματευθούν σε πολύ υψηλότερες τιμές.
Το μέτρο τίθεται σε ισχύ από τις 15 Φεβρουαρίου, αφήνοντας έτσι άλλους δύο μήνες αιχμιακής (peak) ζήτησης φυσικού αερίου ακάλυπτους. Κάτι που σημαίνει ότι τα κράτη¬μέλη μπορεί να χρειαστεί να θυσιάσουν ένα σημαντικό ποσοστό του ΑΕΠ τους (2%¬5%) για να καλύψουν το κενό.
Μπορεί να ιδωθεί σαν σήμα στην παγκόσμια αγορά ότι οι Ευρωπαίοι καταναλωτές μπορούν να αγοράζουν φυσικό αέριο σε πολύ υψηλές τιμές, της τάξης των 180 ευρώ/ MWh – κάτι τέτοιο θα ήταν καταστροφικό.
Το αποτέλεσμα στον τελικό καταναλωτή μπορεί να είναι μικρό, εφόσον δεν ληφθούν και μέτρα προστασίας στην τελική τιμή, όπως είναι το εθνικό πλαφόν στη λιανική, ώστε να μειωθεί η κερδοσκοπία και όλες οι γνωστές παθογένειες.
ΟΣΟΝ ΑΦΟΡΑ την Ελλάδα, οι επιπτώσεις του μέτρου μπορεί να μην είναι ιδιαίτερα κρίσιμες, δεδομένης της δομής της αγοράς και των υποδομών της χώρας σε υγροποιημένο φυσικό αέριο.
Η τελική ερώτηση για τη χώρα μας είναι: Μήπως έχει οικονομικά μεγαλύτερη αξία να επιταχύνουμε την απεξάρτηση από το φυσικό αέριο, αντί να το επιδοτούμε έμμεσα ή άμεσα; Για παράδειγμα, στην Ελλάδα, μόλις 1,4 GW νέων εγκαταστάσεων ηλιακών συστημάτων μπήκαν στο σύστημα το 2022, όταν η Πορτογαλία έβαλε 2,5 GW και η Ολλανδία 4 GW. Οι μεγάλες αγορές, όπως η Γερμανία και η Ισπανία, προσέγγισαν τα 8 GW. Συνεπώς, η χώρα κινείται πολύ αργά στην ενεργειακή μετάβαση σε σχέση με τις δυνατότητές της.
Βλάσης Οικονόμου – Institute for European Energy and Climate Policy
Όπως δημοσιεύθηκε και πρόσφατα στην Ναυτεμπορική από τον Κο Οικονόμου και Καθ. Δούκα, τα αντίπαλα στρατόπεδα προσέγγισαν το θέμα της διαχείρισης της τιμής από διαφορετικές οπτικές, ανάλογα με τον βαθμό εξάρτησής τους και της θέσης ισχύος τους στην αγορά. Η συμφωνία αυτή τελικά αναφέρεται σε ένα δυναμικό πλαφόν, στα 180 ευρώ/MWh και πάνω, στις κεντρικές πλατφόρμες εμπορίου φυσικού αερίου, εφόσον η τιμή ξεπεράσει αυτό το όριο για τρεις διαδοχικές ημέρες και εφόσον οι τιμές χονδρικής είναι, για την ίδια περίοδο, 35 ευρώ/MWh παραπάνω από την παγκόσμια τιμή του υγροποιημένου φυσικού αερίου (LNG). Φυσικά από το «τίποτα» είναι ένα θετικό βήμα ότι επιτέλους υπήρξε κατάληξη στις συζητήσεις. Είναι, όμως, δικαιολογημένοι οι πανηγυρισμοί ότι λύθηκε το πρόβλημα;
Κάθε άλλο. Η συμφωνία αυτή στοχεύει να μειώσει τον κίνδυνο να εμφανιστούν περιστατικά ακραία υψηλών τιμών, αλλά δεν λύνει το πρόβλημα των υψηλών τιμών ενέργειας, για τους ακόλουθους λόγους:
Δεν αφορά τα «δύσκολα» συμβόλαια, δηλαδή τα διμερή, τα over the counter (OTC), τα συμβόλαια της επόμενης ημέρας, όπου έχουμε τις μεγάλες διακυμάνσεις και οι τιμές διαμορφώνονται σε μη ανταγωνιστικές συνθήκες πολλές φορές. Αυτό, όπως αναφέρθηκε ήδη και στις συζητήσεις, ουσιαστικά αφήνει μεγάλο κενό για τα φορτία LNG τα οποία έχουν ανάγκη οι χώρες και θα μπορούν να διαπραγματευθούν σε πολύ υψηλότερες τιμές.
Το μέτρο τίθεται σε ισχύ από τις 15 Φεβρουαρίου, αφήνοντας έτσι άλλους δύο μήνες αιχμιακής (peak) ζήτησης φυσικού αερίου ακάλυπτους. Κάτι που σημαίνει ότι τα κράτη¬μέλη μπορεί να χρειαστεί να θυσιάσουν ένα σημαντικό ποσοστό του ΑΕΠ τους (2%¬5%) για να καλύψουν το κενό.
Μπορεί να ιδωθεί σαν σήμα στην παγκόσμια αγορά ότι οι Ευρωπαίοι καταναλωτές μπορούν να αγοράζουν φυσικό αέριο σε πολύ υψηλές τιμές, της τάξης των 180 ευρώ/ MWh – κάτι τέτοιο θα ήταν καταστροφικό.
Το αποτέλεσμα στον τελικό καταναλωτή μπορεί να είναι μικρό, εφόσον δεν ληφθούν και μέτρα προστασίας στην τελική τιμή, όπως είναι το εθνικό πλαφόν στη λιανική, ώστε να μειωθεί η κερδοσκοπία και όλες οι γνωστές παθογένειες.
ΟΣΟΝ ΑΦΟΡΑ την Ελλάδα, οι επιπτώσεις του μέτρου μπορεί να μην είναι ιδιαίτερα κρίσιμες, δεδομένης της δομής της αγοράς και των υποδομών της χώρας σε υγροποιημένο φυσικό αέριο.
Η τελική ερώτηση για τη χώρα μας είναι: Μήπως έχει οικονομικά μεγαλύτερη αξία να επιταχύνουμε την απεξάρτηση από το φυσικό αέριο, αντί να το επιδοτούμε έμμεσα ή άμεσα; Για παράδειγμα, στην Ελλάδα, μόλις 1,4 GW νέων εγκαταστάσεων ηλιακών συστημάτων μπήκαν στο σύστημα το 2022, όταν η Πορτογαλία έβαλε 2,5 GW και η Ολλανδία 4 GW. Οι μεγάλες αγορές, όπως η Γερμανία και η Ισπανία, προσέγγισαν τα 8 GW. Συνεπώς, η χώρα κινείται πολύ αργά στην ενεργειακή μετάβαση σε σχέση με τις δυνατότητές της.
Βλάσης Οικονόμου – Institute for European Energy and Climate Policy
Αφήστε ένα σχόλιο