Η μαγεία της ετυμολογίας (Φ.1830)
Η ΜΑΓΕΙΑ ΤΗΣ ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑΣ
|
«Ετυμολογικές προσεγγίσεις»
Γνωστά και καθημερινά - 42
Γράφει ο Χρήστος Βλαχογιάννης
Καθηγητής Μουσικής
Θα ασχοληθούμε σήμερα με τις λέξεις που χρησιμοποιούμε για να μπορούμε να ομιλούμε. Δεν μπορείτε να φανταστείτε πόσες λεπτές εννοιολογικές αποχρώσεις υπάρχουν στην ελληνική γλώσσα!
Ξεκινάμε με την γλώσσα και το τι λέει γι’ αυτήν το Ετυμολογικόν το Μέγα (ΕτΜ): «Γλῶσσα• παρὰ τὸ γνῶ, γνώσω, γνῶσα καὶ γλῶσσα, ἡ ὑπὸ γνῶσιν ἄγουσα τὰ ἐν τῇ διανοίᾳ• ἢ δι’ ἧς τὰ τῆς ψυχῆς βουλεύματα γινώσκομεν». Η γλώσσα προήλθε από το ρήμα γνώσκω (που με ενεστωτικό διπλασιασμό το βρίσκουμε ως γι-γνώσκω=γνωρίζω), με τροπή του ν>λ και πλεονασμό του -σ. Είναι αυτή που μεταφέρει στην διάνοια (=νου, σκέψη) όσα έχουν προκύψει από την γνώση. Ή (είναι αυτή) δια της οποίας γνωρίζουμε τα βουλεύματα, τις αποφάσεις τής ψυχής.
Υπάρχει όμως και μια άλλη άποψη, που λέει πως η γλώσσα έχει προέλθει από το ρήμα λοέω, λουέω, λούω (=πλύνω, λούζω) και ιδιαιτέρως την μετοχή αορίστου, λοέσσα, η οποία με το γ να προτάσσεται (όπως γ-λουτός) και με οε>ω, γίνεται γλώσσα, που ουσιαστικώς σημαίνει το μέλος τού σώματος που είναι διαρκώς λουσμένο μέσα στην στοματική κοιλότητα.
Όμως η γλώσσα λειτουργεί και «ὡς διαγνωστικὴ οὖσα τῶν χυμῶν» (Etym. Gudianum Additamenta, gamma p. 315), για να διαχωρίζει δηλαδή τους χυμούς δια της γεύσεως. «Γλῶσσα• παρὰ τὸ εἶναι αὐτὴν γνῶσιν τῶν νοστίμων καὶ ἀνόστων, ἤγουν τῶν βρωσίμων καὶ ποσίμων, ἡδέων καὶ πικρῶν, γλυκέων καὶ ἀγλύκων», μια καταπληκτική περιγραφή των ιδιοτήτων της γλώσσας.
Ο Φώτιος, Πατριάρχης Κων/πόλεως (Επιστολές και Αμφιλόχια 56), γράφει πως γλώσσα είναι «τοῦ πνεύματος καὶ τῆς ὑπὲρ λόγον σοφίας καὶ γνώσεως ὄργανον».
Ο Ιωάννης Μαυρόπους, Έλληνας ποιητής, υμνογράφος και συγγραφέας επιστολών και ρητορικών λόγων, στο Etymologica nominum 177, υποστηρίζει πως «γνῶσιν κομίζει γλῶσσα τῶν ἐν καρδίᾳ», η γλώσσα κομίζει (=φέρει, μεταφέρει) την γνώση που υπάρχει στην καρδιά.
Τέλος, ο Ξενοφών (Opera omnia, τόμος 2) γράφει «τίς δ’ ἂν αἴσθησις ἦν γλυκέων καὶ δριμέων καὶ πάντων τῶν διὰ στόματος ἡδέων, εἰ μὴ γλῶττα τούτων γνώμων ἐνειργάσθη;», πώς θα είχαμε αίσθηση των γλυκών, των πικρών και όλων των ευχαρίστων γεύσεων μέσα στο στόμα αν δεν τα είχε ξεχωρίσει/διακρίνει η γλώσσα;
Πάμε τώρα στην φωνή. Και πάλι εκ του ΕτΜ «Φωνή, παρὰ τὸ φῶς καὶ τὸν νοῦν, ἡ τὰ ἐν τῷ νῷ φωτίζουσα· ἤ τὸ τοῦ νοὸς φῶς παρὰ τὸ φάος εἶναι τοῦ νοός· διὰ γὰρ τὴς φωνῆς τὰ τῆς ψυχῆς ἐνθυμήματα γινώσκομεν...», δηλαδή, η φωνή φέρνει στο φως αυτά πού έχουμε στον νου μας ή η φωνή είναι το φως τού νου, διότι διά της φωνής γνωρίζουμε όσα ενθυμείται η ψυχή.
Ο Αριστοτέλης (Περί Ψυχής, 420.Β5) λέει «Ἡ δὲ φωνή, ψόφος τις ἐστὶν ἐμψύχου. Τῶν γὰρ ἀψύχων οὐδὲν φωνεῖ», η φωνή είναι δείγμα/θόρυβος εμψύχου όντος, καθώς τα άψυχα δεν έχουν φωνή. Και συνεχίζει: «Σχηματίζεται δὲ ἡ φωνὴ παρὰ τὸ φῶ, τὸ φαίνω... Φαίνει γὰρ καὶ λαμπρῶς δηλοῖ τὰ ἐνθυμήματα. Φωτονόη τις ἐστιν. Τὰ τοῦ νοός εἰς φῶς ἐξάγει», ετυμολογείται, δηλαδή, από το ρήμα φω-φαίνω (=φωτίζω, λάμπω), διότι φωτίζει με λαμπρό τρόπο όσα ενθυμείται/εμπεριέχει ο νους, ονομάζεται φωτονόη (=το φως του νου) και φέρνει στο φως όσα ενυπάρχουν στον νου. «Κοινωνοῦμεν ἀλλήλοις διὰ φωνῶν, ὅθεν καὶ φωνὴ εἴρηται ὡς εἰς φῶς ἄγουσα τὰ τοῦ νοῦ γεννήματα, διὸ φώς μὸνον ὁ ἄνθρωπος λέγεται, ὡς πολύ τὸ φωτιστικὸν ἔχων καὶ ἐξαγγελτικὸν. Οὗτος καὶ τὰ γνωστικὰ ἑαυτοῦ πάθη ἐξαγγέλλει διὰ τῆς φωνῆς τὴς ἐνάρθρου» (Ἑλ.Φιλόσ. 36.35). Επικοινωνούμε μεταξύ μας με φωνές, γι’ αυτό και λέγεται φωνή, επειδή φέρνει στο φως όσα γεννάει/δημιουργεί ο νους. Έτσι, μόνον ο άνθρωπος λέγεται φως (με οξεία, που σημαίνει άνδρας), ακριβώς διότι όχι απλώς εκβάλει φωνή αλλά είναι πολύ φωτιστικός και εξαγγελτικός. Ο άνθρωπος, λοιπόν, εκφράζει την γνώση που έχει αποκτήσει με την έναρθρη φωνή. Να σημειωθεί εδώ πως στην αρχαία ελληνική γλώσσα ο/η άνθρωπος είναι λέξη διγενής και μονοκατάληκτη.
Ας δούμε, τέλος, σύμφωνα με τα όσα περιέγραψαν οι αρχαίοι Έλληνες σοφοί, ποια μπορεί να είναι η διαφορά της γλώσσας και της φωνής. Η φωνή μπορεί να φωτίζει τα ενθυμήματα και τα πάθη της ψυχής και να μας κάνει κοινωνούς αυτών αλλά δεν εμπεριέχει πάντοτε γνώση. Η γλώσσα όμως είναι αυτή που άγει/οδηγεί στο φως με γνώση τα βουλεύματα, τις αποφάσεις κατόπιν σκέψεως, της ψυχής.
Άλλωστε, η φύση έχει προνοήσει μόνον οι άνθρωποι να έχουν γλώσσα κι όχι μόνον φωνή, όπως έχουν τα ζώα. Η γλώσσα προϋποθέτει διάνοια/νου κι όχι απλώς θυμικό.
Συνεχίζεται…
Ξεκινάμε με την γλώσσα και το τι λέει γι’ αυτήν το Ετυμολογικόν το Μέγα (ΕτΜ): «Γλῶσσα• παρὰ τὸ γνῶ, γνώσω, γνῶσα καὶ γλῶσσα, ἡ ὑπὸ γνῶσιν ἄγουσα τὰ ἐν τῇ διανοίᾳ• ἢ δι’ ἧς τὰ τῆς ψυχῆς βουλεύματα γινώσκομεν». Η γλώσσα προήλθε από το ρήμα γνώσκω (που με ενεστωτικό διπλασιασμό το βρίσκουμε ως γι-γνώσκω=γνωρίζω), με τροπή του ν>λ και πλεονασμό του -σ. Είναι αυτή που μεταφέρει στην διάνοια (=νου, σκέψη) όσα έχουν προκύψει από την γνώση. Ή (είναι αυτή) δια της οποίας γνωρίζουμε τα βουλεύματα, τις αποφάσεις τής ψυχής.
Υπάρχει όμως και μια άλλη άποψη, που λέει πως η γλώσσα έχει προέλθει από το ρήμα λοέω, λουέω, λούω (=πλύνω, λούζω) και ιδιαιτέρως την μετοχή αορίστου, λοέσσα, η οποία με το γ να προτάσσεται (όπως γ-λουτός) και με οε>ω, γίνεται γλώσσα, που ουσιαστικώς σημαίνει το μέλος τού σώματος που είναι διαρκώς λουσμένο μέσα στην στοματική κοιλότητα.
Όμως η γλώσσα λειτουργεί και «ὡς διαγνωστικὴ οὖσα τῶν χυμῶν» (Etym. Gudianum Additamenta, gamma p. 315), για να διαχωρίζει δηλαδή τους χυμούς δια της γεύσεως. «Γλῶσσα• παρὰ τὸ εἶναι αὐτὴν γνῶσιν τῶν νοστίμων καὶ ἀνόστων, ἤγουν τῶν βρωσίμων καὶ ποσίμων, ἡδέων καὶ πικρῶν, γλυκέων καὶ ἀγλύκων», μια καταπληκτική περιγραφή των ιδιοτήτων της γλώσσας.
Ο Φώτιος, Πατριάρχης Κων/πόλεως (Επιστολές και Αμφιλόχια 56), γράφει πως γλώσσα είναι «τοῦ πνεύματος καὶ τῆς ὑπὲρ λόγον σοφίας καὶ γνώσεως ὄργανον».
Ο Ιωάννης Μαυρόπους, Έλληνας ποιητής, υμνογράφος και συγγραφέας επιστολών και ρητορικών λόγων, στο Etymologica nominum 177, υποστηρίζει πως «γνῶσιν κομίζει γλῶσσα τῶν ἐν καρδίᾳ», η γλώσσα κομίζει (=φέρει, μεταφέρει) την γνώση που υπάρχει στην καρδιά.
Τέλος, ο Ξενοφών (Opera omnia, τόμος 2) γράφει «τίς δ’ ἂν αἴσθησις ἦν γλυκέων καὶ δριμέων καὶ πάντων τῶν διὰ στόματος ἡδέων, εἰ μὴ γλῶττα τούτων γνώμων ἐνειργάσθη;», πώς θα είχαμε αίσθηση των γλυκών, των πικρών και όλων των ευχαρίστων γεύσεων μέσα στο στόμα αν δεν τα είχε ξεχωρίσει/διακρίνει η γλώσσα;
Πάμε τώρα στην φωνή. Και πάλι εκ του ΕτΜ «Φωνή, παρὰ τὸ φῶς καὶ τὸν νοῦν, ἡ τὰ ἐν τῷ νῷ φωτίζουσα· ἤ τὸ τοῦ νοὸς φῶς παρὰ τὸ φάος εἶναι τοῦ νοός· διὰ γὰρ τὴς φωνῆς τὰ τῆς ψυχῆς ἐνθυμήματα γινώσκομεν...», δηλαδή, η φωνή φέρνει στο φως αυτά πού έχουμε στον νου μας ή η φωνή είναι το φως τού νου, διότι διά της φωνής γνωρίζουμε όσα ενθυμείται η ψυχή.
Ο Αριστοτέλης (Περί Ψυχής, 420.Β5) λέει «Ἡ δὲ φωνή, ψόφος τις ἐστὶν ἐμψύχου. Τῶν γὰρ ἀψύχων οὐδὲν φωνεῖ», η φωνή είναι δείγμα/θόρυβος εμψύχου όντος, καθώς τα άψυχα δεν έχουν φωνή. Και συνεχίζει: «Σχηματίζεται δὲ ἡ φωνὴ παρὰ τὸ φῶ, τὸ φαίνω... Φαίνει γὰρ καὶ λαμπρῶς δηλοῖ τὰ ἐνθυμήματα. Φωτονόη τις ἐστιν. Τὰ τοῦ νοός εἰς φῶς ἐξάγει», ετυμολογείται, δηλαδή, από το ρήμα φω-φαίνω (=φωτίζω, λάμπω), διότι φωτίζει με λαμπρό τρόπο όσα ενθυμείται/εμπεριέχει ο νους, ονομάζεται φωτονόη (=το φως του νου) και φέρνει στο φως όσα ενυπάρχουν στον νου. «Κοινωνοῦμεν ἀλλήλοις διὰ φωνῶν, ὅθεν καὶ φωνὴ εἴρηται ὡς εἰς φῶς ἄγουσα τὰ τοῦ νοῦ γεννήματα, διὸ φώς μὸνον ὁ ἄνθρωπος λέγεται, ὡς πολύ τὸ φωτιστικὸν ἔχων καὶ ἐξαγγελτικὸν. Οὗτος καὶ τὰ γνωστικὰ ἑαυτοῦ πάθη ἐξαγγέλλει διὰ τῆς φωνῆς τὴς ἐνάρθρου» (Ἑλ.Φιλόσ. 36.35). Επικοινωνούμε μεταξύ μας με φωνές, γι’ αυτό και λέγεται φωνή, επειδή φέρνει στο φως όσα γεννάει/δημιουργεί ο νους. Έτσι, μόνον ο άνθρωπος λέγεται φως (με οξεία, που σημαίνει άνδρας), ακριβώς διότι όχι απλώς εκβάλει φωνή αλλά είναι πολύ φωτιστικός και εξαγγελτικός. Ο άνθρωπος, λοιπόν, εκφράζει την γνώση που έχει αποκτήσει με την έναρθρη φωνή. Να σημειωθεί εδώ πως στην αρχαία ελληνική γλώσσα ο/η άνθρωπος είναι λέξη διγενής και μονοκατάληκτη.
Ας δούμε, τέλος, σύμφωνα με τα όσα περιέγραψαν οι αρχαίοι Έλληνες σοφοί, ποια μπορεί να είναι η διαφορά της γλώσσας και της φωνής. Η φωνή μπορεί να φωτίζει τα ενθυμήματα και τα πάθη της ψυχής και να μας κάνει κοινωνούς αυτών αλλά δεν εμπεριέχει πάντοτε γνώση. Η γλώσσα όμως είναι αυτή που άγει/οδηγεί στο φως με γνώση τα βουλεύματα, τις αποφάσεις κατόπιν σκέψεως, της ψυχής.
Άλλωστε, η φύση έχει προνοήσει μόνον οι άνθρωποι να έχουν γλώσσα κι όχι μόνον φωνή, όπως έχουν τα ζώα. Η γλώσσα προϋποθέτει διάνοια/νου κι όχι απλώς θυμικό.
Συνεχίζεται…
* Ο κ. Βλαχογιάννης Χρήστος είναι Καθηγητής Μουσικής και Διευθυντής Χορωδιών
Αφήστε ένα σχόλιο