Header Ads

Η μαγεία της ετυμολογίας (Φ.1834)

 

Η ΜΑΓΕΙΑ ΤΗΣ ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑΣ

«Ετυμολογικές προσεγγίσεις»
Γνωστά και καθημερινά - 46

Γράφει ο Χρήστος Βλαχογιάννης
Καθηγητής Μουσικής

 

(2ο μέρος)

 

Συνεχίζω σήμερα με άλλες λέξεις, που ετυμολογούνται εκ της αλός.

Αν η δασεία της λέξεως τραπεί σε , έχουμε την λέξη φαλός >φαλαρός >φαληρός (=λευκός, να ασπρίζει, όπως Φάληρο).

 

Η αλς-θάλασσα όμως «κλύζει πάντα τνθρώπων κακά» κι απ’ αυτήν γεννήθηκε το ρήμα λούω (=βρέχω, νίπτω ολόκληρο το σώμα μου, κάνω λουτρό). Ο Αριστοφάνης στον Πλούτο (656-658) γράφει: «πρτον μέν ατόν πί θάλατταν γομεν, πειτ’ λομεν ... ψυχρ θαλάττ λούμενος», δηλαδή, πρώτα τον οδηγήσαμε στην θάλασσα και μετά τον λούσαμε. Εκ του λούω όμως και το λύω, καθ’ ότι «τό λουτρόν λύει τήν κόπωσιν», σε ξεκουράζει, δηλαδή.

 Εάν η δασεία του θέματος αλ- ή ελ- της αλός τραπεί εις , παράγεται η κάλπη (=τρέξιμο με πηδήματα), το ρήμα καλπάζω, το κέλλω (=ωθώ, ελλιμενίζω) και εξ αυτού ο κόλπος, «ες ν α νες κέλλουσιν», η στοργική αγκαλιά της θάλασσας, ο οποίος μεταγενέστερα έλαβε την έννοια της αγκάλης, ως κόρφος.

 Σχετικό ρήμα με το κέλλω είναι το κελεύω (=παρακινώ, διατάσσω) και εξ αυτού ο κελευστής, αυτός που καλεί, παροτρύνει, διατάσσει τους κωπηλάτες. «Κελευστής νομάζετο δι' σματος καθοδηγν ν τ πλοί τούς ρέτας (=κωπηλάτες), πως ν ρυθμ λαύνωσι τάς κώπας. Τό σμα τοτο λέγετο κέλευσμα, καί μέν κελευστής ξρχε τούτου, ο δέ ρέται κούοντες κωπηλάτουν πρός τόν ρυθμόν ατο» (Λεξικόν Αρχαιοτήτων Τσιβανόπουλου, εκδ. Ελεύθερη Σκέψις). Συνεκδοχικώς και το ρήμα καλώ, διότι ο κελευστής κέλεται (=καλεί, παροτρύνει) τους κωπηλάτες ν’ ακολουθήσουν τον ρυθμό του.

 Ίδιας ρίζας είναι η λέξη κέλευθος (=οδός). «Υγρά κέλευθα» είναι οι δρόμοι της θαλάσσης. «Μνηστρες δ ναβάντες πέπλεον γρ κέλευθα... (νας) περε (=πέρασε) κέλευθον» (Οδ. Δ, 842 και Β, 434). Οι θαλάσσιοι δρόμοι κέλλοντες παράγουν θόρυβο, κελάρυσμα, κέλαδον (κέλλω+άδω). «…ει γλαυκπις θήνη, κρα Ζέφυρον, κελάδοντ π ονοπα πόντον» (Οδ. Β 420-21), η Αθηνά με τα λαμπερά μάτια φύσηξε πίσω τους τον φρέσκο Ζέφυρο, που κελαηδούσε (=έκανε θόρυβο, αναστάτωνε, κυματούσε) το κρασάτο πέλαγος. Τα κελαδήματα αργότερα χρησιμοποιήθηκαν και επί των ποταμών («ποταμν κελαδήματα», Αριστοφ. Νεφέλαι, 238) και τελικώς χαρακτήριζαν κάθε θόρυβο, από το κελάδημα των πτηνών μέχρι το υπόκωφο μουγκρητό του Εγκέλαδου (εν+κέλαδος).

 Όταν κάποιος κέλλει, ελ-αύνει. Κι αν χρησιμοποιεί κουπιά από ελάτη, τότε λάμνει και λέγεται ελ-έτης, και με τροπή του λ>ρ, ερ-έτης (=κωπηλάτης). Όταν δε ερέττει υπό τις διαταγές άλλου, τότε λέγεται υπό+ερέτης =υπερέτης >υπηρέτης.

 Ο ελέτης, λοιπόν ή ερέτης, αυτός που ελαύνει με κουπιά, λέγεται και κωπ-ηλάτης, ελατρεύς και εξ αυτού η λατρεία, που κυριολεκτικώς σημαίνει η υπηρεσία αλλά και η φροντίδα για καθαριότητα. Μέχρι και σήμερα την λέμε λάτρα.

 Εκ της ρίζας ελ-, και με προσθήκη του Τ στην αρχή, έχουμε το τέλος, τελώ, τήλε (=μακρυά), τέλλω, εντέλλω (εντολή), επιτέλλω (επιτελείον), ανατέλλω (ανατολή). Εκ του τέλλω, με Σ στην αρχή, έχουμε το στέλλω (=ετοιμάζω εκστρατεία), τον στόλο, την στολή, το στολίδι(ον).

 Ο ναυτικός, για να αντιμετωπίσει τα ορμητικά κύματα, απόρροια του δυνατού ανέμου και εξ αυτού των κυμάτων, πρέπει να σύρει τα ιστία κάτω προς την άλα. Έτσι έχουμε το ρήμα κ(άτω)-αλ(άω) >καλάω >χαλάω-ώ (=αφήνω να πέσουν, χαλαρώνω), με κ>χ. Γι’ αυτόν τον λόγο και η αλυσίδα που συγκρατεί την άγκυρα και την αφήνει να πέσει στην άλα, ονομάζεται χαλαστόν. Μεταγενέστερα το ρήμα χαλώ προσέλαβε την σημασία του καταστρέφω. Αξίζει να μνημονευτεί μια φράση από το Απόσπασμα 719 του Αισχύλου που λέει «θηναοι τόν κρατον (οίνο) χάλιν λέγουσι». Λέγεται ακόμα και χαλίκρητος, διότι χαλάει αυτόν που το πίνει. Έτσι δεν λέμε κι εμείς σήμερα, όταν το κρασί δεν είναι καλό; «Χάλι είναι» ή «με χάλασε». Κακώς, λοιπόν, κάποια αξιόλογα ελληνικά Λεξικά υποστηρίζουν πως η λέξη είναι αραβική.

 Ο Όμηρος γράφει επιγραμματικά για τα δεινά που επιφέρει η θάλασσα «Ο γάρ γωγέ τί φημι κακώτερον λλο θαλάσσης, νδρα τε συγχεαι, ε καί μάλα καρτερός εη». (Οδ. Θ 138-39), δηλαδή, λέω ότι δεν υπάρχει άλλο μεγαλύτερο κακό από την θάλασσα, στο να επιφέρει σύγχυση στον άνδρα, ακόμα κι αν είναι δυνατός. Έτσι, αυτός ο άνδρας ο κρατερός, που παλαίει (=παλεύει) με τα κύματα, κάποια στιγμή καταβάλλεται και γίνεται παλαιός, καταβεβλημένος, καραβοτσακισμένος. Δράττομαι δε της ευκαιρίας να σημειώσω πως η λέξη παλαιός κακώς στην …δημοτικιά γράφεται παλιός κι όχι παλός >παληός. Αλλοιώνεται όλη της η ρίζα.

 

Συνεχίζεται…

Δεν υπάρχουν σχόλια