Η μαγεία της ετυμολογίας (Φ.1839)
Η ΜΑΓΕΙΑ ΤΗΣ ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑΣ
«Ετυμολογικές προσεγγίσεις»
Γνωστά και καθημερινά -51
Γράφει ο Χρήστος Βλαχογιάννης
Καθηγητής Μουσικής
(τελευταίο)
Συνέχεια στα περί δούλων, με αναφορές στο πώς οι αρχαιοελληνικοί νόμοι τούς προστάτευαν και είχαν προνοήσει να μπορούν επί κακοποιητικών συμπεριφορών από μέρους των κυρίων τους να προσφεύγουν αρμοδίως και να διεκδικούν τα δικαιώματά τους. Για παράδειγμα, ένας κακομεταχειριζόμενος δούλος είχε την δυνατότητα να καταφύγει ως ικέτης στους βωμούς τών ιερών ναών, οπότε ο κύριός του είχε την υποχρέωση να τον μεταπωλήσει. «Ὁ νόμος ἀξιοῖ οὐδέ τούς δούλους ὑβρίζεσθαι». Επί βιαιοπραγίας δε εναντίον δούλου ο νομοθέτης τον προστάτευε όπως ακριβώς και τον ελεύθερο άνθρωπο. Του παραχωρούσε μάλιστα και ένα «συνήγορο», για κάθε αμφισβήτηση σχετικώς με την περίπτωση απελευθερώσεώς του. «Ἀθηναῖοι δέ καί τῆς τῶν δούλων προνοοῦντες τύχης, ἐνομοθέτησαν καί ὑπέρ δούλων γραφάς ὕβρεως εἶναι».
Τόσο ο Ξενοφών (Κατά Μειδίου, 47) όσο και ο Ευριπίδης (Εκάβη, 291) ομιλούν για την ισότητα ελευθέρων και δούλων, σύμφωνα με τον Νόμο: «οἱ Ἀθηναῖοι ἐποίησαν ἰσηγορίαν τοῖς δούλοις», σε σχέση με τους ελεύθερους, και «Νόμος τοῖς τ’ ἐλευθέροις ἴσος καί τοῖς δούλοις».
Μάλιστα, υπήρξαν αρκετοί δούλοι με προσόντα, που έφθασαν να κατακτήσουν αξιοζήλευτες θέσεις στην κοινωνία τής εποχής τους. Όπως γράφει και ο Γεώργιος Μιστριώτης (Ελληνική Γραμματολογία, Α18), «Οι Έλληνες ήσαν φιλάνθρωποι προς τους δούλους και δεν απέκλειαν τούτους της παιδεύσεως ...δούλοι εξήρθησαν μέχρι της φιλοσοφίας...». Ο ίδιος αναφέρεται και στον Μένιππο, που έγραψε το «Περί των διαπρεψάντων εν παιδεία δούλων», έχοντας ο ίδιος προϋπάρξει δούλος.
Ένας δούλος, επίσης, μπορούσε να έχει δικά του ζώα και διάφορα περιουσιακά στοιχεία, έστω και περιορισμένα. Ο χοιροβοσκός Εύμαιος, απευθυνόμενος στον «κύριό του», τον Τηλέμαχο, λέει: «ὦ φίλε, ἐγώ μέν ἄπειμι, φυλάξων σόν καί ἐμόν βίοτον» (ρ. 593), δηλαδή, πάω να φυλάξω το δικό σου και το δικό μου βιός.
Επί πλέον, οι ελληνικοί Νόμοι απαγόρευαν την κατά αυτοδικία παρακράτηση δούλου. Σε περίπτωση αμφιβολίας, για το αν κάποιος είναι ελεύθερος ή δούλος, τεκμαίρεται ότι είναι ελεύθερος. Προβλέπονταν επίσης ποινές για τους βιαστές δούλων. Ο δε Ιπποκράτης εις τον ιατρικό του Όρκον τονίζει-ορκίζεται πως «...ἐκτός ὤν πάσης ἀδικίας...ἐπί σωμάτων ...ἐλευθέρων τε καί δούλων...», να μην κάνει διάκριση, δηλαδή, σε ελεύθερο ή δούλο, προκειμένου να προσφέρει τις υπηρεσίες του.
Η συμπεριφορά των Ελλήνων προς τους δούλους δεν είχε καμμία σχέση με αυτή των Ρωμαίων, οι οποίοι τους συμπεριφέρονταν σαν να ήταν πράγματα (res), με απαράδεκτη σκληρότητα, επιβάλλοντας κατά το δοκούν ακόμα και την θανατική ποινή. Υπάρχουν πάμπολλα παραδείγματα Ρωμαίων αυτοκρατόρων και αρχόντων, που δεν δίσταζαν να ρίχνουν δούλους σε στέρνες με ανθρωποφάγα ψάρια και να παρακολουθούν διασκεδάζοντας ποιον δούλο θα καταβροχθίσουν γρηγορώτερα. Οι πολύ άσχημες και απάνθρωπες συνθήκες ζωής των δούλων έγιναν η αιτία πολλών εξεγέρσεων, με κυριώτερη αυτήν του ‘Έλληνα δούλου, Σπάρτακου, που κόντεψε να καταλύσει τα θεμέλια της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας.
Σε αντίθεση, στην ελληνική πραγματικότητα οι δούλοι, όποτε χρειάστηκε, πολέμησαν με μεγάλη αυτοθυσία στο πλευρό των ελεύθερων Αθηναίων πολιτών. Πριν όμως τους είχε εμπιστευθεί η πολιτεία, που τους έδωσε όπλα και τους έβαλε να πολεμήσουν δίπλα-δίπλα. Μετά δε την μάχη του Μαραθώνα, στην στήλη, δίπλα στα ονόματα των πεσόντων ελευθέρων πολιτών, έβαλαν και εκείνα των πεσόντων δούλων, αφού πριν τους έθαψαν δημοσία δαπάνη και έκαναν μνεία στην γενναιότητά τους. «Ἐμαχέσαντο γάρ καί δοῦλοι τότε .. ἦν δέ ἄρα καί δήμου δίκαιον βούλευμα, εἰ δή καί Ἀθηναῖοι μετέδοσαν δούλοις δημοσίᾳ ταφῆναι καί τά ὀνόματα ἐγγραφῆναι στήλῃ · δηλοῖ δέ ἀγαθούς σφάς ἐν τῷ πολέμῳ γενέσθαι…». Μάλιστα ο Μιλτιάδης ελευθέρωσε όσους από τους δούλους πολέμησαν και επέζησαν.
Και πριν την ναυμαχία της Σαλαμίνας, οι Αθηναίοι φρόντισαν για την εξασφάλιση και σωτηρία, τόσο των οικογενειών τους αλλά και των δούλων τους: «…παῖδας δέ καί γυναῖκας καί ἀνδράποδα, σῴζειν ἕκαστον ὡς ἄν δύνηται» (Πλουτάρχου, Θεμιστοκλής 10).
Πάρα πολλά θα μπορούσε να πει κανείς για την ανθρώπινη μεταχείριση που είχαν στην Αρχαία Ελλάδα οι δούλοι, αλλά αυτό ας αποτελέσει θέμα ειδικής διατριβής από άλλους πλην εμού. Ήδη έχω καταχραστεί αρκετό από τον διατιθέμενο χώρο.
Θα κλείσω με ετυμολογία των σπουδαιοτέρων λέξεων, δια των οποίων καλούσαν τους δούλους. Πρώτα-πρώτα την ίδια την λέξη, δούλος. Εκ του δέω (=δένω), ο «δεμένος», δηλαδή, που δεν μπορεί να πάει όπου ερά (ελεύθερος). Το ρήμα δουλεύω σημαίνει είμαι δούλος. Ο ελεύθερος άνθρωπος εργάζεται. Ανδράποδο έλεγαν τον δούλο, που αιχμαλωτίστηκε στον πόλεμο, εκ των ανήρ+πους, επειδή ο νικητής έβαζε το πόδι του στο στήθος του κάτω πεσμένου νικημένου αντιπάλου. Αιχμάλωτος, ο δια αιχμής (=μύτης, δόρατος) αλωθείς, κυριευθείς. Πενέστη, εκ του πένομαι+ειμί, δηλαδή, είμαι πτωχός, πένης, ονόμαζαν τον εργάτη και κατ’ επέκτασιν τον δούλο. Οικέτης και πιο σπάνια, οικεύς, ήταν ο δούλος μέσα στο σπίτι (οικία). Οπάων, ο ακόλουθος, ο θεράπων, εκ του οπάζω (=ακολουθώ, έπομαι, προσφέρω), εξ ου και οπαδός. Παις, παίδων, λεγόταν ο δούλος, ανεξαρτήτως ηλικίας, όπως εμείς λέμε σήμερα «το παιδί για όλες τις δουλειές», με θηλυκό του την παιδίσκη. Μόθωνα, κατά τον Ησύχιο, «οὕτω καλοῦσι Λακεδαιμόνιοι τόν οἰκογενῆ δοῦλον, ὅν οἱ Ἀθηναῖοι οἰκότριβα φασί μόθωνας, τούς παρατρεφομένους παιδίσκους οἱ Λάκωνες». Ετυμολογείται (μάλλον) εκ της μάχαιρας, μάχης (αμύσσω+αιρέω), με α>ο και χ>θ. Στην ισπανική το mozo (προφέρεται μόθο) σημαίνει παιδί για δουλειές. Εκ του mozo το muchacho (μουτσάτσο). Οι Ιταλοί το παρέλαβαν ως mozzo, εξ ου το αντιδάνειο μούτσος.
Τόσο ο Ξενοφών (Κατά Μειδίου, 47) όσο και ο Ευριπίδης (Εκάβη, 291) ομιλούν για την ισότητα ελευθέρων και δούλων, σύμφωνα με τον Νόμο: «οἱ Ἀθηναῖοι ἐποίησαν ἰσηγορίαν τοῖς δούλοις», σε σχέση με τους ελεύθερους, και «Νόμος τοῖς τ’ ἐλευθέροις ἴσος καί τοῖς δούλοις».
Μάλιστα, υπήρξαν αρκετοί δούλοι με προσόντα, που έφθασαν να κατακτήσουν αξιοζήλευτες θέσεις στην κοινωνία τής εποχής τους. Όπως γράφει και ο Γεώργιος Μιστριώτης (Ελληνική Γραμματολογία, Α18), «Οι Έλληνες ήσαν φιλάνθρωποι προς τους δούλους και δεν απέκλειαν τούτους της παιδεύσεως ...δούλοι εξήρθησαν μέχρι της φιλοσοφίας...». Ο ίδιος αναφέρεται και στον Μένιππο, που έγραψε το «Περί των διαπρεψάντων εν παιδεία δούλων», έχοντας ο ίδιος προϋπάρξει δούλος.
Ένας δούλος, επίσης, μπορούσε να έχει δικά του ζώα και διάφορα περιουσιακά στοιχεία, έστω και περιορισμένα. Ο χοιροβοσκός Εύμαιος, απευθυνόμενος στον «κύριό του», τον Τηλέμαχο, λέει: «ὦ φίλε, ἐγώ μέν ἄπειμι, φυλάξων σόν καί ἐμόν βίοτον» (ρ. 593), δηλαδή, πάω να φυλάξω το δικό σου και το δικό μου βιός.
Επί πλέον, οι ελληνικοί Νόμοι απαγόρευαν την κατά αυτοδικία παρακράτηση δούλου. Σε περίπτωση αμφιβολίας, για το αν κάποιος είναι ελεύθερος ή δούλος, τεκμαίρεται ότι είναι ελεύθερος. Προβλέπονταν επίσης ποινές για τους βιαστές δούλων. Ο δε Ιπποκράτης εις τον ιατρικό του Όρκον τονίζει-ορκίζεται πως «...ἐκτός ὤν πάσης ἀδικίας...ἐπί σωμάτων ...ἐλευθέρων τε καί δούλων...», να μην κάνει διάκριση, δηλαδή, σε ελεύθερο ή δούλο, προκειμένου να προσφέρει τις υπηρεσίες του.
Η συμπεριφορά των Ελλήνων προς τους δούλους δεν είχε καμμία σχέση με αυτή των Ρωμαίων, οι οποίοι τους συμπεριφέρονταν σαν να ήταν πράγματα (res), με απαράδεκτη σκληρότητα, επιβάλλοντας κατά το δοκούν ακόμα και την θανατική ποινή. Υπάρχουν πάμπολλα παραδείγματα Ρωμαίων αυτοκρατόρων και αρχόντων, που δεν δίσταζαν να ρίχνουν δούλους σε στέρνες με ανθρωποφάγα ψάρια και να παρακολουθούν διασκεδάζοντας ποιον δούλο θα καταβροχθίσουν γρηγορώτερα. Οι πολύ άσχημες και απάνθρωπες συνθήκες ζωής των δούλων έγιναν η αιτία πολλών εξεγέρσεων, με κυριώτερη αυτήν του ‘Έλληνα δούλου, Σπάρτακου, που κόντεψε να καταλύσει τα θεμέλια της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας.
Σε αντίθεση, στην ελληνική πραγματικότητα οι δούλοι, όποτε χρειάστηκε, πολέμησαν με μεγάλη αυτοθυσία στο πλευρό των ελεύθερων Αθηναίων πολιτών. Πριν όμως τους είχε εμπιστευθεί η πολιτεία, που τους έδωσε όπλα και τους έβαλε να πολεμήσουν δίπλα-δίπλα. Μετά δε την μάχη του Μαραθώνα, στην στήλη, δίπλα στα ονόματα των πεσόντων ελευθέρων πολιτών, έβαλαν και εκείνα των πεσόντων δούλων, αφού πριν τους έθαψαν δημοσία δαπάνη και έκαναν μνεία στην γενναιότητά τους. «Ἐμαχέσαντο γάρ καί δοῦλοι τότε .. ἦν δέ ἄρα καί δήμου δίκαιον βούλευμα, εἰ δή καί Ἀθηναῖοι μετέδοσαν δούλοις δημοσίᾳ ταφῆναι καί τά ὀνόματα ἐγγραφῆναι στήλῃ · δηλοῖ δέ ἀγαθούς σφάς ἐν τῷ πολέμῳ γενέσθαι…». Μάλιστα ο Μιλτιάδης ελευθέρωσε όσους από τους δούλους πολέμησαν και επέζησαν.
Και πριν την ναυμαχία της Σαλαμίνας, οι Αθηναίοι φρόντισαν για την εξασφάλιση και σωτηρία, τόσο των οικογενειών τους αλλά και των δούλων τους: «…παῖδας δέ καί γυναῖκας καί ἀνδράποδα, σῴζειν ἕκαστον ὡς ἄν δύνηται» (Πλουτάρχου, Θεμιστοκλής 10).
Πάρα πολλά θα μπορούσε να πει κανείς για την ανθρώπινη μεταχείριση που είχαν στην Αρχαία Ελλάδα οι δούλοι, αλλά αυτό ας αποτελέσει θέμα ειδικής διατριβής από άλλους πλην εμού. Ήδη έχω καταχραστεί αρκετό από τον διατιθέμενο χώρο.
Θα κλείσω με ετυμολογία των σπουδαιοτέρων λέξεων, δια των οποίων καλούσαν τους δούλους. Πρώτα-πρώτα την ίδια την λέξη, δούλος. Εκ του δέω (=δένω), ο «δεμένος», δηλαδή, που δεν μπορεί να πάει όπου ερά (ελεύθερος). Το ρήμα δουλεύω σημαίνει είμαι δούλος. Ο ελεύθερος άνθρωπος εργάζεται. Ανδράποδο έλεγαν τον δούλο, που αιχμαλωτίστηκε στον πόλεμο, εκ των ανήρ+πους, επειδή ο νικητής έβαζε το πόδι του στο στήθος του κάτω πεσμένου νικημένου αντιπάλου. Αιχμάλωτος, ο δια αιχμής (=μύτης, δόρατος) αλωθείς, κυριευθείς. Πενέστη, εκ του πένομαι+ειμί, δηλαδή, είμαι πτωχός, πένης, ονόμαζαν τον εργάτη και κατ’ επέκτασιν τον δούλο. Οικέτης και πιο σπάνια, οικεύς, ήταν ο δούλος μέσα στο σπίτι (οικία). Οπάων, ο ακόλουθος, ο θεράπων, εκ του οπάζω (=ακολουθώ, έπομαι, προσφέρω), εξ ου και οπαδός. Παις, παίδων, λεγόταν ο δούλος, ανεξαρτήτως ηλικίας, όπως εμείς λέμε σήμερα «το παιδί για όλες τις δουλειές», με θηλυκό του την παιδίσκη. Μόθωνα, κατά τον Ησύχιο, «οὕτω καλοῦσι Λακεδαιμόνιοι τόν οἰκογενῆ δοῦλον, ὅν οἱ Ἀθηναῖοι οἰκότριβα φασί μόθωνας, τούς παρατρεφομένους παιδίσκους οἱ Λάκωνες». Ετυμολογείται (μάλλον) εκ της μάχαιρας, μάχης (αμύσσω+αιρέω), με α>ο και χ>θ. Στην ισπανική το mozo (προφέρεται μόθο) σημαίνει παιδί για δουλειές. Εκ του mozo το muchacho (μουτσάτσο). Οι Ιταλοί το παρέλαβαν ως mozzo, εξ ου το αντιδάνειο μούτσος.
* Ο κ. Βλαχογιάννης Χρήστος είναι
Καθηγητής μουσικής-διευθυντής χορωδιών
Αφήστε ένα σχόλιο