Header Ads

Η μαγεία της ετυμολογίας (Φ.1849)

 

Η ΜΑΓΕΙΑ ΤΗΣ ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑΣ

«Ετυμολογικές προσεγγίσεις»
Γνωστά και καθημερινά -59
 

  Γράφει ο Χρήστος Βλαχογιάννης*

Μιας και όλα μπήκαν στην σειρά τους μετά τον θρίαμβο του …ειδικού, είπα να διασκεδάσω την κατάσταση με κάτι παιγνιώδες για το σημερινό φύλλο.

Σκέφτηκα, λοιπόν, να ετυμολογήσω γνωστές λέξεις, που απαντούν είτε μόνες τους είτε μέσα σε φράσεις, αλλά που συνήθως δεν τις λέμε ή δεν τις γράφουμε σωστά, για διαφόρους λόγους. Είναι τα λεγόμενα «γλωσσικά ατοπήματα».

 

Πολλές φορές έχω απηυδήσει με αυτά που ακούω από συνομιλητές μου…. Ή μήπως έχω απαυδήσει; Το ρήμα είναι σύνθετο εκ των από+αυδάω>ώ (=ομιλώ, λέγω, αυδή είναι η φωνή, όλα εκ του ηχομιμητικού αύω= φωνάζω, βοώ, ηχώ), που σημαίνει μου έφυγε η φωνή, άρα έμεινα άφωνος, άλαλος, που έφτασε να σημαίνει έχω βαρεθεί, έχω κουραστεί. Το σωστό, λοιπόν, είναι «έχω απαυδήσει» ή «είμαι απηυδισμένος» ή «απηύδησα». Η αύξηση στα ρήματα μπαίνει μόνο στην οριστική του παρατατικού και του αορίστου αλλά και στην παθητική μετοχή κι αυτό που λέω είναι «αυτού καθ’ εαυτό» σωστό κι όχι «αυτό καθ’ ευατό».

 

Καλό θα είναι βέβαια να μην είμαστε προπετείς (ή μήπως προπέτες;), όταν βιαζόμαστε να δηλώσουμε κάτι με αλόγιστη θρασύτητα. Ο προπετής, λοιπόν, κι όχι προπέτης, ετυμολογείται εκ των προ+πίπτω (κατ’ αναδιπλασιασμό εκ της ρίζας πετ-, του πέτ-ομαι >πετάω = ρίχνω κάτι κάτω, καθώς ό,τι πετάει κάποτε πέφτει κάτω).

 

Η θρασύτητα αποτελεί συνέχεια της αυθάδειας. Ο αυθάδης είναι αυτός στον οποίον αρέσει υπερβολικά ο εαυτός του και ετυμολογείται εκ των αυτός+ανδάνω (με δασεία). Το ανδάνω σημαίνει ευαρεστώ, τέρπω, αρέσκω και η ρίζα του είναι το επίρρημα άδην (=υπερβολικά σε σημείο κορεσμού, αδρός =ωραίος, ευχάριστος, ώριμος, άφθονος), με το ν να προτίθεται στο δ. Αυτ(ός)(ν)δάνω >αυθαδάνω (τ>θ) >αυθάδης. Ίδιας ρίζας είναι το ηδύς (=γλυκός), η ηδονή (α>η), η αηδία (α στερητικό). Το ουδέτερο είναι αύθαδες κι όχι αυθάδες, όπως γράφεται πολλές φορές.

 

Εκ του επιρρήματος άδην δημιουργήθηκε και το ρήμα άδω >άω, με αποβολή του δ, που σημαίνει χορταίνω, πληρούμαι. Αν αυτού προηγηθούν η πρόθεση από και το επιτατικό λα έχουμε το ρήμα απολαύω (από+λα+άω >απολαάω >απολαύω, με α>υ), που σημαίνει έχω μεγάλη ευχαρίστηση από κάτι και που δυστυχώς χρησιμοποιείται ως απολαμβάνω. Παράγωγο η απόλαυση.

 

Ένα πολύ σοβαρό στοιχείο για να νοιώθουμε απόλαυση είναι να είμαστε αυτάρκεις. Η λέξη παράγεται εκ της αντωνυμίας, αυτός, και της αλκής. Η τελευταία, με την σειρά της, εκ του ρήματος αλέξω [=αποκρούω, απομακρύνω, αλάομαι (=περιπλανιέμαι) + έξω (μέλλων τού έχω)] και σημαίνει την ανδρεία, την ισχύ, το θάρρος. Αυτός+αλκή >αυτ-άρκης (λ>ρ). Η αλκή δημιούργησε το ρήμα αρκέω-ώ, που σημαίνει αποσοβώ, αποκρούω, υπερασπίζω, προφυλάσσω κλπ. Ο αυτάρκης, δηλαδή, είναι αυτός που μπορεί μόνος του να υπερασπιστεί τον εαυτό του, να αποσοβήσει κάθε κίνδυνο, να μπορεί γενικώς να ζει μόνος του. Το ουδέτερο του επιθέτου είναι αύταρκες κι όχι αυτάρκες, όπως επίσης γράφεται λανθασμένα.

 

Το ρήμα εγκύπτω συνήθως συγχέεται με το ενσκήπτω. Ενέσκηψε στο πρόβλημα, λένε και εννοούν ενέκυψε στο πρόβλημα. Να τα πάρουμε λίγο ανάποδα. Το ενσκήπτω χρησιμοποιείται συνήθως επί κατακλυσμών, καταστροφών κλπ. Π.χ. «ενέσκηψε άγριος χειμώνας». Το ρήμα είναι σύνθετο εκ της πρόθεσης εν+σκήπτω. Το σκήπτω όμως είναι κι αυτό σύνθετο εκ της ρίζας στα-, του ίστημι (=μένω σταθερός, υψώνομαι, στήνω, τοποθετώ κλπ) και του άπτω. Στα+άπτω >σταάπτω >σκήπτω, με τ>κ και αα>η και σημαίνει υποστηρίζω, πιέζω κάτι πάνω σε άλλο, πέφτω με δύναμη εναντίον κάποιου, εκτοξεύω.

Τώρα, το εκγύπτω είναι άλλο ρήμα, ετυμολογούμενο εκ της πρόθεσης εν+κύπτω (=σκύβω, κλίνω προς τα μπρος, κατεβάζω το κεφάλι από ντροπή, γέρνω προς τα μπρος εξ αιτίας βαρέως φορτίου κλπ. Το εγκύπτω σημαίνει εξετάζω με προσοχή, επικεντρώνω το ενδιαφέρον μου, αφοσιώνομαι, προσηλώνομαι σε κάτι, έννοια τελείως διάφορη του ενσκήπτω.

 

Χαριτολογώντας και τελειώνοντας, θα μπορούσα να κάνω ένα λογοπαίγνιο: Εσχάτως ενέσκηψαν (και νέες) ακρίδες, με ειδικότητα να εγκύπτουν στα ταμεία με προσήλωση, για να φρεσκάρουν λίγο το περιεχόμενό τους και να μοιράσουν το «φαγητό». Στην κοινή ελληνική αυτό λέγεται επίσης μεταφορικώς απαλλοτρίωσις.

 

Υγιαίνετε…

 (συνεχίζεται)

 

*Ο κ. Χρήστος Βλαχογιάννης είναι Καθηγητής Μουσικής και Διευθυντής Χορωδιών από το Μεσολόγγι.

 

 

Δεν υπάρχουν σχόλια