Η μαγεία της ετυμολογίας (1) (Φ.1851)
«Ετυμολογικές προσεγγίσεις»
Γράφει ο Χρήστος Βλαχογιάννης*
Λοιπόν, αγαπητοί μου αναγνώστες, μπήκαμε για τα καλά στο καλοκαίρι και άρχισαν ήδη να μας απειλούν τα καιρικά φαινόμενα. Αναμενόμενο! Κι όλα αυτά ένεκα της κλιματικής αλλαγής, που τελικώς κάποιους βολεύει αλλά όχι εμάς. Εμείς όμως πρέπει να αντιδράσουμε και να περιορίσουμε σε πρώτη φάση τις αγελάδες από το να …πέρδονται, γιατί εκβάλλουν πολύ διοξείδιο του άνθρακα (μπορεί και μεθάνιο, αφού ζέχνουν!!) και θα τον χάσουμε τον πλανήτη και μαζί μ’ αυτόν θα χαθούμε κι εμείς. Τώρα οι αγελάδες, μετά τα γουρούνια, μετά τα κοτόπουλα, μετά οι ντομάτες, μετά τα αγγούρια και στο τέλος θα τρώμε …φωτοτυπίες! Αμέ, εξαιρετική τροφή και με χαμηλά λιπαρά. Ένα πακέτο το μήνα/ τον γιατρό τον κάνει …πέρα! Δεν κάνει ρίμα αλλά ποιος νοιάζεται;
Περιορίστε, λοιπόν, συνολικώς το …πορδοβολητό, για να σώσουμε τον πλανήτη!!
Για το …μυρωδικό ρήμα, πέρδομαι, δεν βρήκα «στεκούμενη» ετυμολογία. Εικάζω πως μάλλον ηχομιμητική είναι η καταγωγή του, εκ του πρρ, πρρ, του θορύβου που προηγείται της εξαπλώσεως της οσμής. Άρα, το ρήμα είναι πέρδομαι ή κλάνω και το προϊόν πέρδησις ή πορδή ή κλανιά.
Προσοχή, δεν είναι αμαρτία να αλαφρώνουμε από τα αέριά μας. «Εξ απαλών ονύχων» ο άνθρωπος αυτό κάνει. Η φράση σημαίνει από την μωρουδιακή του ηλικία, που τα νύχια του είναι απαλά. Ο όνυξ-όνυχος ή νύχι, στην καθομιλουμένη, έχει προέλθει εκ του θέματος του μέλλοντος, του ρήματος νύσσω (=κεντώ, ωθώ, σπρώχνω, μέλλων, νύξ-ω), με πρόταξη του ευφωνικού ο.
Κατ’ αρχήν ή μήπως κατ’ αρχάς; Σωστό είναι το δεύτερο, όταν θέλουμε να δηλώσουμε πως στην αρχή της ομιλίας μας θα πούμε κάτι, κι όταν το ακούμε περιμένουμε το δεύτερο, το τρίτο κ.ο.κ. Το κατ’ αρχήν χρησιμοποιείται για να δηλώσει τι επιτάσσει ένα διάταγμα, μια εγκύκλιος, τι επιτάσσει, δηλαδή, η επιτετραμμένη προς τούτο Αρχή. Η Δικαστική Αρχή, για παράδειγμα. Η αρχή ετυμολογείται εκ του ρήματος άρχω (=είμαι πρώτος, οδηγώ, κυβερνώ, κυριαρχώ, υπερισχύω), που είναι σύνθετο εκ των άρ-ω+άγ-ω > αράγω >άργω >άρχω (γ>χ).
Η πρότασή μου είναι να πιάσετε τις κοντινές παραλίες (μην έχετε και έξοδα, γιατί οι επώνυμες …τσούζουν), με τα σορτσάκια σας, τις ομπρέλες σας, τους χυμούς σας, με στυλ γενικώς ατημέλητο. Τι να σημαίνει όμως αυτό το «ατημέλητο». Προστρέχουμε στην ετυμολογία του για να δούμε το νόημα. Φαίνεται πως το πρώτο συνθετικό είναι η άτη (=όλεθρος, βλάβη) και το ρήμα μέλω (=φροντίζω για κάποιον) ή μέλλω (=σκοπεύω να πράξω κάτι), με την έννοια ότι υπάρχει μία επιζήμια και βλαβερή κατάσταση, συνήθως λόγω συνεχούς αναβολής ή καθυστέρησης. Υπάρχει το ουσιαστικό ατημέλεια, που σημαίνει αλογιστία, μη φροντίδα, απροσεξία, ολιγωρία, αδιαφορία, όλα με αρνητική σημασία. Υπάρχει βεβαίως και ο αμελής (α στερητ. + μέλλω), που αρκετές φορές συγχέεται με τον ατημέλητο, ίσως όχι αδίκως, διότι οι έννοιές του είναι συναφείς. Μόνο που το ατημέλητος έχει μέσα και την άτη, κάτι που μάλλον κατατάσσει τον ατημέλητο σε πιο αρνητική θέση από τον απλώς αμελή. Εμείς σήμερα χρησιμοποιούμε τον ατημέλητο ως απεριποίητο, αφρόντιστο, λίγο χύμα, κάτι που ταιριάζει με το ύφος και την ξεγνοιασιά του καλοκαιριού.
Χύμα μεν αλλά όταν εξοκέλλετε θα μπείτε σε περιπέτειες. Το ρήμα είναι σύνθετο εκ της πρόθεσης εκ>εξ + κέλλω (=οδηγώ πλοίο στην ξηρά, κατά τον Όμηρο, και πάντοτε μ’ αυτήν την σημασία). Η ρίζα όμως του κέλλω ανάγεται στο κελεύω (=παρακινώ, ωθώ προς τα μπρος, παραγγέλνω, διατάσσω, παροτρύνω) κι αυτού στο ηχομιμητικό καλέω-ώ (=λαλώ, φωνάζω, προσκαλώ, εκ του κακκάζω). Επιστρέφοντας στον Όμηρο, και συνδυάζοντας τα προαναφερθέντα ρήματα, μπορούμε να πούμε πως η διαδικασία τού να οδηγηθεί ένα πλοίο στην ξηρά απαιτεί συντονισμό δυνάμεων πολλών ανδρών, που γίνεται κατορθωτή με παραγγέλματα (κέλομαι, κελεύω). Κέλομαι >κέλ-νω >κέλλω (λν>λλ). Παράγωγο είναι το ουσιαστικό κέλης, που είναι ο κυνηγετικός ή αγωνιστικός ίππος, αλλά και ταχύπλοο πλοιάριο με μία μόνο κώπη, καθώς και το γυναικείο μόριο. Επί αλόγου, έχει την έννοια ότι παροτρύνεται συνεχώς δια παραγγέλματος από τον αναβάτη του να ριχτεί μπροστά αλλά και να επιστρέψει σ’ αυτόν, όταν το καλεί.
Μια ανεπιθύμητη περιπέτεια, εντελώς όμως, της καλοκαιρινής ανεμελιάς είναι να βρεθείς σε κρεββάτι χειρουργού -ή μήπως χειρούργου;- και να χρειαστείς εγχείρηση.
Χειρουργός είναι ο άνθρωπος που εγχειρεί. Ούτε χειρούργος είναι (κατά το κακούργος, ραδιούργος, πανούργος) ούτε εγχειρίζει. Εγχειρίζω σημαίνει δίνω κάτι στο χέρι κάποιου και εγχειρώ ότι κάνω κάτι σε κάποιον, χρησιμοποιώντας το χέρι μου. Λεπτή μεν αλλά ουσιώδης διαφορά. Η χειρ-χειρός (=το χέρι) προέρχεται εκ του χαίρω, με α>ε, υπό την έννοια πως το αίσθημα της χαράς εκφράζεται σε όλα τα μήκη και τα πλάτη της γης δια των χειρών: Χειροκροτήματα, χειραψίες, χειρονομίες, αγκαλιάσματα κλπ.
Μπορεί να μας τα κόψουνε κι αυτά λόγω …κλιματικής αλλαγής και επόμενης «πανδημίας».
*Ο κ. Χρήστος Βλαχογιάννης είναι Καθηγητής Μουσικής και Διευθυντής Χορωδιών από το Μεσολόγγι.
Αφήστε ένα σχόλιο