Η μαγεία της ετυμολογίας (Φ.1852)
«Ετυμολογικές προσεγγίσεις»
Γράφει ο Χρήστος Βλαχογιάννης*
Και πάλι δεν θα σας πλακώσω την καρδιά με τα τραγικά, που συμβαίνουν στην χώρα μας με τις φωτιές. Εγώ θα επιμείνω σε καλοκαιρινούς ρυθμούς και συγκεκριμένα στο υγρό στοιχείο, στην θάλασσα.
Η κολύμβηση, ή το κολύμπι στην λαϊκή, έχει την τιμητική του σε κάθε γωνιά της χώρας μας, όπου υπάρχει θάλασσα ή έστω λίμνη.
Το ρήμα είναι κολυμβώ. Παρατηρείστε με θαυμασμό την ετυμολογία του ρήματος και μακαρίστε την πανέμορφη και σοφή γλώσσα μας. Εκ του κόρυς (=κάρα, α>ο, α>υ, η κεφαλή) και του ρήματος βάω >βαίνω (=πηγαίνω). Όντως, όταν το σώμα βρίσκεται μέσα στην θάλασσα, φαίνεται το κεφάλι να πηγαίνει μόνο του. Πιο αρχαίο ρήμα για το κολυμβώ ήταν το νήχω ή νάχω, όμως εκ του νέω >νω (=πλέω).
Πάμε στις ξένες γλώσσες τώρα. Οι Λατίνοι είπαν το πλέω, no, και εξ αυτού οι Γάλλοι nager, το κολυμβώ και natation την κολύμβηση, οι Ιταλοί nuotare και nuoto και οι Ισπανοί nadar και natación αντιστοίχως. Οι Άγγλοι για το κολύμπι χρησιμοποιούν το swimming αλλά και το natation.
Κολύμπι όμως χωρίς βουτιά δεν λέει! Η βουτιά προέρχεται εκ του βυθός, με ρήμα το βυθίζω, βουτώ, με υ>ου και θ>τ. Εκ του βυθός και ο πυθμήν-ένος, με π>β. Η έκφραση που ακούγεται ως ναυτικό παράγγελμα «να φουντάρουμε», στην κυριολεξία σημαίνει να ρίξουμε την άγκυρα κι αυτή να πάει στον βυθό (β>φ). Επίσης όταν θέλουμε να πούμε για κάποιον πως θέλει να αυτοκτονήσει, λέμε «θα πάει να φουντάρει». Ακριβώς το ίδιο πράγμα είναι, αλλά αντί για άγκυρα αυτός κρεμάει μια πέτρα στον λαιμό του και πάει στον πάτο, στον βυθό.
Και μιας και μιλήσαμε για άγκυρα, ας δούμε από πού προέρχεται. Εκ του αγκύλος (=κυρτός), με λ>ρ. Ο αγκύλος όμως είναι σύνθετη λέξη εκ του άγ-αν (=πολύ) + κοίλος (κυ-έω >κύκλος >κοίλος, με αποβολή του δεύτερου κ και οι>υ).
Οι ξένες γλώσσες χρησιμοποιούν ακριβώς την ελληνική ρίζα και οι Γάλλοι την λένε ancre, οι Ιταλοί ancora, οι Ισπανοί ancla, οι Άγγλοι anchor και οι Γερμανοί Anker.
Ας πάμε τώρα και στην μεγάλη ευκολία του καλοκαιριού, που λίγοι μπορούν να την έχουν, το πλοίο. Ένα καραβάκι να κάνουμε βόλτες και να πηγαίνουμε σε όποια παραλία επιθυμούμε.
Το πλοίο ετυμολογείται εκ του πέλω, του οποίου η αρχική σημασία, κατά τον Όμηρο, ήταν διατελώ εν κινήσει, με σχετικό ρήμα το ελάω. Με αναγραμματισμό έχουμε το πλέω, του οποίου η μετοχή είναι πλόμενος, και εξ αυτού το πλο-ίον. Το μικρό πλοίο λέγεται πλοιάριον και στην ναυτική γλώσσα πλοιάρι>προιάρι, με λ>ρ.
Το πλοίο στις ξένες γλώσσες έχει την ρίζα του στο ελληνικό βαστάζω (=εγείρω, υψώνω, εξ ου και η έκφραση «κτίζειν πλοία»), που δηλώνει τον τρόπο που κατασκευάζεται ένα πλοίο, που χτίζεται σιγά-σιγά από κάτω και υψώνεται προς τα πάνω.
Μέσω του παλαιοαγγλικού bât οι Γάλλοι το είπαν bateau, οι Ιταλοί battello, οι Ισπανοί bote, οι Άγγλοι boat και οι Γερμανοί Boot.
Η βάρκα όμως, το καράβι γενικώς στην αρχαία ελληνική γλώσσα λεγόταν ναυς-νηός. Η λέξη ετυμολογείται εκ του ρήματος νέω, με πολλές σημασίες, αλλά κι αυτό εκ του νάσσω (=πιέζω, θλίβω, στοιβάζω κοντά-κοντά, συσσωρεύω, γεμίζω μέχρι πάνω). Οι σημασίες του νέω είναι κλώθω, συσσωρεύω, κολυμπώ (ήταν ανάγκη, λόγω των θαλασσίων μεταφορών και της μικρής χωρητικότητας των πλοίων, αυτά να γεμίζουν με όσο το δυνατόν περισσότερα εμπορεύματα) και τέλος πηγαίνω κι έρχομαι (όπως το πλοίο, η ναυς, φεύγει και επανέρχεται, έτσι και ο άνθρωπος στο σπίτι του).
Συνεχίστε να περνάτε όμορφα και μη σκιάζεστε το καλοκαίρι…
*Ο κ. Χρήστος Βλαχογιάννης είναι Καθηγητής Μουσικής και Διευθυντής Χορωδιών από το Μεσολόγγι.
Αφήστε ένα σχόλιο