Η μαγεία της ετυμολογίας (Φ.1868)
Η ΜΑΓΕΙΑ ΤΗΣ ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑΣ
«Ετυμολογικές προσεγγίσεις»
Γνωστά και καθημερινά – 74
Γράφει ο Χρήστος Βλαχογιάννης*
Υπόσχεση πολιτικού εν Ελλάδι (βαρύγδουπη): «Το μαχαίρι θα φτάσει στο κόκκαλο», όταν πρόκειται για κάτι μεγάλο, που είτε εμπλέκεται το συνάφι τους (ανεξαρτήτως κόμματος) είτε πρωταγωνιστεί η ανικανότητά τους να το διαχειριστούν και να δώσουν λύση.
Δεν θα μείνω στο αστείο της υπόσχεσης, που στο 99.9% δεν τηρείται (αφήνω και 0.1%, έτσι για την …πιθανότητα να ισχύσει) αλλά στην ετυμολογία του κοκκάλου.
Στις περισσότερες των περιπτώσεων το κόκκαλο είναι στρογγυλό κι αν του κάνεις μια εγκάρσια τομή θα πάρεις μια ροδέλα, ένα κύκλο. Εκεί πάει ετυμολογικώς το μυαλό μου, στον κύκλο, ο οποίος ετυμολογείται κατά το εν ήμισυ εκ του κύω (=φουσκώνω, κυρτός) και κατά το έτερον εκ του κοίλος. Κυ-κοιλος >κύκλος. Εκ του κυκλικός, με υ>ο, προέκυψε ο κοκλικός >κοκικός >κόκκος (της άμμου, των καρπών δένδρων, το κουκούτσι, οι όρχεις, που λέγονται και κοκκωτή, το γυναικείο μόριο κλπ) και στην συνέχεια το κόκκαλο. Εκ του κύκλου, με υ>ο και κ>χ προέκυψε ο κόχλος (=κοχύλι) και ο κοχλίας (=σαλιγκάρι με ελικοειδές όστρακο). Ένα είδος κοχλία της ξηράς με όστρακο είναι ο κόκκαλος ή κοκκάλια ή κοκάλια ή κωκάλια (ο>ω). Μεγάλη και ενδιαφέρουσα διαδρομή, δεν μπορείτε να πείτε…
Το κόκκαλο το λέμε και οστό, το οποίο ετυμολογείται εκ του επιτατικού-αθροιστικού o + το ρήμα ίστημι (ρίζα -στα), υπό την έννοια πως τα οστά στέκονται μαζί στον σκελετό.
Ας πάμε τώρα στις ξένες γλώσσες, να δούμε πώς εκφράζουν κάποια από τα παραπάνω. Το οστούν (οστό, κόκκαλο) στα λατινικά είναι ossum, στα γαλλικά os, στα ιταλικά osso, στα ισπανικά hueso και στα αγγλικά ossify (οστεοποιώ). Όπως αντιλαμβάνεστε, έχουν προτιμήσει και λάβει την ρίζα εκ του «οστούν».
Το κοχύλι στα λατινικά είναι conchylium, στα γαλλικά coquillage, στα ιταλικά conchiglia, στα ισπανικά concha και στα αγγλικά shell (κέλ-υφος, εκ του καλύπτω).
Όταν, λοιπόν, σας λένε πως «το μαχαίρι θα φτάσει στο κόκκαλο», να τους δουλεύετε, όπως κι αυτοί, και να τους ρωτάτε «μήπως καλλίτερα να φτάσει, στο οστούν ή μήπως στον κόχλο;».
Τι να κάνουμε όμως που πολλοί απ’ αυτούς τους άθλιους (όχι του Ουγκώ) «έχουν αστέρι», κατά την λαϊκή ρήση, «τους έχει φέξει» να μας κυβερνάνε.
Αστέρι, ε; Ο αστήρ, του αστέρος. Μία ετυμολογική άποψη τον θέλει να έχει ρίζα το επιτατικό α + στερεός (τον ουρανό τον λέμε και στερέωμα). Ο στερεός όμως ετυμολογείται εκ του στηρίζω (ί-στη-μι + ρέζ-ω=πράττω, με ε>ι), ρήμα που σημαίνει κάνω κάτι για να σταθείς.
Άλλη ετυμολογία είναι εκ του στόρνυμι-στρώννυμι (=στρώνω), ακριβώς επειδή τα αστέρια είναι κατεσπαρμένα, κατεστρωμένα στον ουρανό. Προσωπικώς με πείθει περισσότερο η δεύτερη άποψη. Παρ’ όλα αυτά, εσείς διαλέγετε και παίρνετε.
Στις ξένες γλώσσες τώρα. Στην λατινική είναι astrum, στην γαλλική aster και aster, στην ιταλική astro, στην ισπανική estrella, στην αγγλική star και στην γερμανική Stern. Κι όμως υπάρχει κι άλλη ρίζα εκ του στόρνυμι-στρώνυμι. Έτσι, στην λατινική για το άστρο υπάρχει και η λέξη stella & sterula εκ του storno (=στρώνω, στρόνυμι), στην γαλλική étoile, στην ιταλική stella, στην αγγλική όμως ο αστερισμός είναι con-stellation και υπάρχει κι ένας άλλος τύπος στην γερμανική, Gestirrn.
Τώρα τον χειμώνα να τρώτε και κάνα μηλαράκι, διότι ως γνωστόν «ένα μήλο την ημέρα, τον γιατρό τον κάνει πέρα».
Το μήλον ή μάλον (Δωρ.) ή μείλον (Βοιωτ.) προέρχεται εκ του ρήματος είλω, είλλω, ειλέω, έννοιες που ταυτίζονται μ’ αυτές του ελλάω, ελαύνω (=βάζω σε κίνηση, διώχνω, καταπιέζω, προσβάλλω κ.ά.) και δείχνουν όλες κίνηση. Εξ αυτού του ρήματος και η είλη (=πλήθη). Το μ προτάσσεται μάλλον εκ του ομού, θέλοντας να δηλώσει τα πλήθη των καρπών (μήλο, κυδώνι, ροδάκινο), που βρίσκονται πάνω στα δέντρα. Εκτός του καρπού της μηλιάς, μήλον επίσης σημαίνει το πρόβατο, την κατσίκα, τις παριές των μαστών κοριτσιού και τα οιδήματα κάτω από τα μάτια.
Θυμόσαστε ποια ήταν η Αμάλθεια; Η κατσίκα, της οποίας το γάλα θήλασε ο Δίας. Α επιτατικό + μάλον (=κατσίκα) + θεός.
Μαλλός επίσης λέγεται το τριχωτό του προβάτου, το μαλλί στην καθομιλουμένη. Μάλον >μαλνός >μαλλός >μαλλί, με λν>λλ.
Δεν θα μείνω στο αστείο της υπόσχεσης, που στο 99.9% δεν τηρείται (αφήνω και 0.1%, έτσι για την …πιθανότητα να ισχύσει) αλλά στην ετυμολογία του κοκκάλου.
Στις περισσότερες των περιπτώσεων το κόκκαλο είναι στρογγυλό κι αν του κάνεις μια εγκάρσια τομή θα πάρεις μια ροδέλα, ένα κύκλο. Εκεί πάει ετυμολογικώς το μυαλό μου, στον κύκλο, ο οποίος ετυμολογείται κατά το εν ήμισυ εκ του κύω (=φουσκώνω, κυρτός) και κατά το έτερον εκ του κοίλος. Κυ-κοιλος >κύκλος. Εκ του κυκλικός, με υ>ο, προέκυψε ο κοκλικός >κοκικός >κόκκος (της άμμου, των καρπών δένδρων, το κουκούτσι, οι όρχεις, που λέγονται και κοκκωτή, το γυναικείο μόριο κλπ) και στην συνέχεια το κόκκαλο. Εκ του κύκλου, με υ>ο και κ>χ προέκυψε ο κόχλος (=κοχύλι) και ο κοχλίας (=σαλιγκάρι με ελικοειδές όστρακο). Ένα είδος κοχλία της ξηράς με όστρακο είναι ο κόκκαλος ή κοκκάλια ή κοκάλια ή κωκάλια (ο>ω). Μεγάλη και ενδιαφέρουσα διαδρομή, δεν μπορείτε να πείτε…
Το κόκκαλο το λέμε και οστό, το οποίο ετυμολογείται εκ του επιτατικού-αθροιστικού o + το ρήμα ίστημι (ρίζα -στα), υπό την έννοια πως τα οστά στέκονται μαζί στον σκελετό.
Ας πάμε τώρα στις ξένες γλώσσες, να δούμε πώς εκφράζουν κάποια από τα παραπάνω. Το οστούν (οστό, κόκκαλο) στα λατινικά είναι ossum, στα γαλλικά os, στα ιταλικά osso, στα ισπανικά hueso και στα αγγλικά ossify (οστεοποιώ). Όπως αντιλαμβάνεστε, έχουν προτιμήσει και λάβει την ρίζα εκ του «οστούν».
Το κοχύλι στα λατινικά είναι conchylium, στα γαλλικά coquillage, στα ιταλικά conchiglia, στα ισπανικά concha και στα αγγλικά shell (κέλ-υφος, εκ του καλύπτω).
Όταν, λοιπόν, σας λένε πως «το μαχαίρι θα φτάσει στο κόκκαλο», να τους δουλεύετε, όπως κι αυτοί, και να τους ρωτάτε «μήπως καλλίτερα να φτάσει, στο οστούν ή μήπως στον κόχλο;».
Τι να κάνουμε όμως που πολλοί απ’ αυτούς τους άθλιους (όχι του Ουγκώ) «έχουν αστέρι», κατά την λαϊκή ρήση, «τους έχει φέξει» να μας κυβερνάνε.
Αστέρι, ε; Ο αστήρ, του αστέρος. Μία ετυμολογική άποψη τον θέλει να έχει ρίζα το επιτατικό α + στερεός (τον ουρανό τον λέμε και στερέωμα). Ο στερεός όμως ετυμολογείται εκ του στηρίζω (ί-στη-μι + ρέζ-ω=πράττω, με ε>ι), ρήμα που σημαίνει κάνω κάτι για να σταθείς.
Άλλη ετυμολογία είναι εκ του στόρνυμι-στρώννυμι (=στρώνω), ακριβώς επειδή τα αστέρια είναι κατεσπαρμένα, κατεστρωμένα στον ουρανό. Προσωπικώς με πείθει περισσότερο η δεύτερη άποψη. Παρ’ όλα αυτά, εσείς διαλέγετε και παίρνετε.
Στις ξένες γλώσσες τώρα. Στην λατινική είναι astrum, στην γαλλική aster και aster, στην ιταλική astro, στην ισπανική estrella, στην αγγλική star και στην γερμανική Stern. Κι όμως υπάρχει κι άλλη ρίζα εκ του στόρνυμι-στρώνυμι. Έτσι, στην λατινική για το άστρο υπάρχει και η λέξη stella & sterula εκ του storno (=στρώνω, στρόνυμι), στην γαλλική étoile, στην ιταλική stella, στην αγγλική όμως ο αστερισμός είναι con-stellation και υπάρχει κι ένας άλλος τύπος στην γερμανική, Gestirrn.
Τώρα τον χειμώνα να τρώτε και κάνα μηλαράκι, διότι ως γνωστόν «ένα μήλο την ημέρα, τον γιατρό τον κάνει πέρα».
Το μήλον ή μάλον (Δωρ.) ή μείλον (Βοιωτ.) προέρχεται εκ του ρήματος είλω, είλλω, ειλέω, έννοιες που ταυτίζονται μ’ αυτές του ελλάω, ελαύνω (=βάζω σε κίνηση, διώχνω, καταπιέζω, προσβάλλω κ.ά.) και δείχνουν όλες κίνηση. Εξ αυτού του ρήματος και η είλη (=πλήθη). Το μ προτάσσεται μάλλον εκ του ομού, θέλοντας να δηλώσει τα πλήθη των καρπών (μήλο, κυδώνι, ροδάκινο), που βρίσκονται πάνω στα δέντρα. Εκτός του καρπού της μηλιάς, μήλον επίσης σημαίνει το πρόβατο, την κατσίκα, τις παριές των μαστών κοριτσιού και τα οιδήματα κάτω από τα μάτια.
Θυμόσαστε ποια ήταν η Αμάλθεια; Η κατσίκα, της οποίας το γάλα θήλασε ο Δίας. Α επιτατικό + μάλον (=κατσίκα) + θεός.
Μαλλός επίσης λέγεται το τριχωτό του προβάτου, το μαλλί στην καθομιλουμένη. Μάλον >μαλνός >μαλλός >μαλλί, με λν>λλ.
* Ο κ. Βλαχογιάννης Χρήστος είναι
Καθηγητής μουσικής-διευθυντής χορωδιών
Αφήστε ένα σχόλιο