Η μαγεία της ετυμολογίας (Φ.1869)
«Ετυμολογικές προσεγγίσεις»
Γνωστά και καθημερινά – 75
Γράφει ο Χρήστος Βλαχογιάννης*
Σήμερα, που λέτε, το άρθρο μου δεν έχει …δράκο.
Τι εννοούμε άραγε όταν λέμε αυτήν την έκφραση; Ποιος είναι ο δράκος; Τον έχουμε συνηθίσει να αποτελεί πρόσωπο του παραμυθιού άγριο, τρομερό και φοβερό στην όψη, εκδικητικό, άκρως επικίνδυνο. Εγώ όμως τι σχέση έχω μ’ αυτόν; Στα άρθρα μου μπορεί να μην εμπεριέχονται τέτοια πρόσωπα αλλά πολλές φορές τούς μοιάζουν στο αποτέλεσμα. Για παράδειγμα οι «αγαπημένοι» μου πολιτικοί, που ναι μεν έχουν όψη μειλίχια (αποκτώμενη δι’ ειδικής εκπαίδευσης) αλλά όσα υφιστάμεθα, απ’ αυτά που ψηφίζουν και με τα τέσσερα, σίγουρα είναι φοβερά και τρομερά.
Ας δούμε όμως την πολύ ενδιαφέρουσα ετυμολογία του δράκου. Υπάρχει ένα ρήμα, το δέρκομαι, που σημαίνει κυττώ με μεγάλη προσοχή, έχω οξεία όραση και βλέπω καθαρά μέχρι μακρυά, απαστράπτω. Το δέρκομαι έχει προέλθει από την σύνθεση της λέξεως τέρ-μα, με τ>δ, και του ρήματος κο-έω (=παρατηρώ). Το τέρμα όμως έχει προέλθει από το τέλος, με ρ>λ, κι αυτό εκ του ταν-ύω (=εκτείνω, τεντώνω, μακρύνω στο έπακρο, μέχρι το τέλος). Ταν- >τεν- (α>ε) >τέλ-ος (ν>λ). Ο επικός αόριστος του δέρκομαι κάνει έ-δρακον, με το θέμα του να αποτελεί την ρίζα του δράκοντος. Ο δράκων κατά την μυθολογία ήταν όφις τρικέφαλος με έξι οφθαλμούς, γι’ αυτό και έβλεπε πολύ καλά, αλλά και θαλάσσιο ψάρι-τέρας. Επίσης ήταν κηρύκειο, περιελιγμένο με όφι, αλλά και στρατιωτική σημαία, που διακρίνονταν από μακρυά.
Η ρίζα του παρακειμένου του ρήματος δέρκομαι, δέ-δορκα, μας έδωσε την δορκ-άδα και με δ>ζ την ζορκ-άδα, την ζαρκάδα (ο>α), το γνωστό μας ζαρκάδι, που ονομάστηκε έτσι γιατί έχει μεγάλα μάτια και κυττάει παντού με προσοχή, για τον φόβο των αρπακτικών. Από την ίδια ρίζα είναι και ο οξυδερκής, αυτός που έχει οξεία όραση, αντίληψη, και μεταφορικώς ο εύστροφος, ο πολύ έξυπνος, αυτός που αντιλαμβάνεται πολλά πράγματα.
Πάμε λίγο στις ξένες γλώσσες, που για το ζαρκάδι αλλά και το ελάφι έχουν την ίδια λέξη, κάτι όχι ιδιαιτέρως ακριβές. Η ελληνική του ρίζα όμως, κεραός (=κερασφόρος έλαφος), ίσως τα περιλαμβάνει και τα δύο, καθ’ ότι αμφότερα φέρουν κέρατα. Στην λατινική είναι cervus, στην γαλλική cerf, στην ιταλική cervo, στη ισπανική ciervo, στην αγγλική hart και deer και στην γερμανική Hirich.
Τον δράκοντα όμως τον έχουν εκφράσει ακριβώς όπως η ελληνική, draco-nis, dragon, dragone, dragón, dragon, Drachen.
Όταν τρώτε μην κυττάτε ιστορίες με δράκους, γιατί και φοβόσαστε και σας κόβεται η όρεξη. Η όρεξις είναι μια ενδιαφέρουσα λέξη, με πολύ ωραία και μακρά διαδρομή.
Παράγεται εκ του ρήματος ορέγω και ορέγομαι (=εκτείνω, απλώνω, παρέχω, λαμβάνω, πιάνω, επιθυμώ, σκοπεύω, χτυπώ) κι αυτό με την σειρά του εκ της ρίζας ερ-, του αείρω, άρνυμαι, όρνυμι (=σηκώνω, εγείρω, ερεθίζω, συλλέγω, αθροίζω), με ε>ο, και του ρήματος άγω, με α>ε. Στην σύγχρονη ελληνική πραγματικότητα η λέξη σημαίνει την επιθυμία.
Ενδιαφέρον παρουσιάζει μία από τις έννοιες του ορέγω-ομαι, ως εκτείνω σε συνδυασμό με το ερεθίζω, στις ξένες γλώσσες. Η φράση «χεῖρα ὀρέγω» σημαίνει εκτείνω, υψώνω, ανορθώνω το χέρι. Οι Λατίνοι είπαν το ορέγω, erego (=ανορθώνω, ευθύνω) και την όρθωση erectio. Αν μεταφέρετε την έννοια στο σεξουαλικό κομμάτι τότε έχουμε τους Γάλλους να λένε την ανόρθωση, την στύση, érection, οι Ιταλοί erezione, οι Ισπανοί erección, οι Άγγλοι erection και οι Γερμανοί Errichtung (πολύ …ερωτική γλώσσα, οι άτιμοι!!). Αυτό εξηγεί την όρεξη ως ερωτικό πόθο, επιθυμία, αποτέλεσμα του οποίου είναι η ερωτική διέγερση-στύση, αλλά για τους άνδρες μόνο. Η γυναικεία όρεξη προφανώς περιορίζεται στο κομμάτι της επιθυμίας και μόνο, για λόγους …πρακτικούς!
Και μιας και μιλήσαμε ακροθιγώς για την ερωτική διέγερση, ας σχολιάσουμε πώς εξ αυτής και δια σπέρματος (=σπόρος) διαιωνίζεται η ζωή. Γράφει ο σοφός Ησίοδος (Έργα και Ημέραι, στ. 735-6) «…μηδ᾽ ἀπὸ δυσφήμοιο τάφου ἀπονοστήσαντα σπερμαίνειν γενεήν, ἀλλ᾽ ἀθανάτων ἀπὸ δαιτός», δηλαδή να μη σπέρνεις απογόνους γυρίζοντας από δυσοίωνη ταφή αλλά επιστρέφοντας από ευωχία των αθανάτων. Η λέξη σπέρμα έχει την έννοια του τέκνου («αυτό είναι σπέρμα μου», λέει μια συνηθισμένη έκφραση γονέων για το παιδί τους). Όμως η προοπτική γεννήσεως ενός τέκνου γεννά ελπίδα, προσδοκία.
Το ρήμα είναι το σπείρω και αιολ. σπέρω (=διασκορπίζω, ρίχνω σπόρο, σπέρνω-κάνω παιδιά), εκ του σπά-ω, σπαρ-άσσω (=σπάζω, κομματιάζω).
Η έννοια του σπέρματος ως ελπίδας γέννησε τις ξένες λέξεις spes (=ελπίδα, αρχικώς sperem), spero (=ελπίζω), spargo (=σπέρνω) στην λατινική, αντιστοίχως espoir και espérance (=ελπίδα), espérer (=ελπίζω) στην γαλλική, στην ιταλική speranza και sperare, στην ισπανική esperanza και esperar και στην αγγλική sprinkle (=ραντίζω). Η πρωτογενής του έννοια έμεινε σχεδόν αναλλοίωτη σε όλες τις ανωτέρω γλώσσες: Sperma, sperme, sperma, esperma, sperm, Samen.
* Ο κ. Βλαχογιάννης Χρήστος είναι
Καθηγητής μουσικής-διευθυντής χορωδιών
Αφήστε ένα σχόλιο