Header Ads

Η μαγεία της ετυμολογίας (Φ.1870)

 

Η ΜΑΓΕΙΑ ΤΗΣ ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑΣ

«Ετυμολογικές προσεγγίσεις»

Γνωστά και καθημερινά – 76

 

 

    Γράφει ο Χρήστος Βλαχογιάννης*

 

Για να μην τρελλαθούμε με τα όσα συμβαίνουν γύρω μας, με τα όσα προτείνονται από τους συγχρόνους «πολιτισμένους» όπου γης και γίνεται επίμονη προσπάθεια να επιβληθούν σε όλους μας ως «φυσικά», σήμερα θα κάνω μια διάκριση των φύλων που υπάρχουν στον κόσμο που γνωρίζουμε, το πώς αυτά λειτουργούν στην ζωή μας, ποια τα χαρακτηριστικά τους και ποιος ο ρόλος του καθ’ ενός απ’ αυτά. Εννοείται πως η ετυμολογία έχει τον πρώτο ρόλο στην κατανόηση των χαρακτηριστικών ενός εκάστου και δι’ αυτής θα επιχειρήσω να αποκαταστήσω την τάξη (=τακτοποίηση, σειρά, διάταξη, παραδεκτή ορθότητα), για να ξέρουμε τι λέμε μετά πάσης βεβαιότητος.

Σύμφωνα, λοιπόν, με την γλώσσα μας υπάρχουν τρία γένη, το αρσενικό, το θηλυκό και το ουδέτερο. Άλλο τι δεν αναφέρεται.

 

Ξεκινάμε από το αρσενικό, το άρσεν ή άρσην ή άρρεν. Κατά μία άποψη ετυμολογείται εκ του άρω/αραρίσκω (=συνδέω, συνάπτω, αρμόζω), πιθανόν διότι το άρρεν συνάπτεται προς το θήλυ. Μάλιστα επί γάμου χρησιμοποιείται το αρμόττω/αρμόζω, με την έννοια του νυμφεύω, υπανδρεύω, που σημαίνει μια ισχυρή σύναψη, δεσμό, σύνδεση. Ο ίδιος συνειρμός ενυπάρχει και στην αρχαιότατη περίφραση για τον γάμο «ρμόζειν την θυγατέρα», που σημαίνει παντρεύω την θυγατέρα μου. Και ο Πίνδαρος (Πυθιόνικος 9.207) χρησιμοποιεί το ρήμα αυτό, με την ίδια σημασία: «Ἁρμόζει κόρᾳ ἄνδρα». Την ίδια λογική ακολουθούν και στα ελληνόφωνα της Κ. Ιταλίας, που χρησιμοποιούν το ρμάζομαι ή ρμάζομαι ως παντρεύομαι.

 

Ιδίας ετυμολογίας είναι και η άποψη πως η λέξη προέρχεται εκ του παραγώγου αρόω (=οργώνω, ανασηκώνω το χώμα, σπείρω, τίκτω). Αροτήρ μάλιστα λεγόταν ο πατέρας. Ενισχυτικό της άποψης αυτής είναι το γεγονός πως τα αρσενικά τετράποδα αίρονται/σηκώνονται στα δυο τους πόδια για να βατέψουν.

 

Η άλλη άποψη θέλει το άρρην/άρσην να προέρχεται εκ του άρδω/έρδω, αρδεύω. Στα κρητικά έρσην (άρσην) είναι αυτός που εκχύνει σπέρμα, το γονιμοποιό υγρό. «ρσην· παρὰ τὸ ἄρδω τὸ ποτίζω καὶ τὸ μετεγχέω· ὁ γὰρ ἀνὴρ τῇ γυναικὶ ἐπαρδεύει. ἄρδω ἄρσω ἄρσην ὁ ἄρδων τὴν θήλειαν. καὶ γὰρ διὰ τοῦτο πόσις λέγεται ὁ ἀνὴρ παρὰ τὸ ποτίζειν τῇ γονῇ (γυνῇ). παρὰ τὸ ἔρδω τὸ πράττω· ὁ μέλλων ἔρσω καὶ ἄρσην ἐξ αὐτοῦ, τοὐτέστιν ὁ πρακτικός» (Αίλιος Ηρωδιανός, περί γάμου και συμβιώσεως).

 

Στις ξένες γλώσσες τώρα, που έχουν βασίσει την απόδοση του αρσενικού εκ του ελληνικού μάσσων (=μείζων), καθ’ ότι το αρσενικό νεογνό είναι μεγαλύτερο του θηλυκού. Υπάρχει και επιτατικό προθεματικό μασι- (μασίγδουπος, αυτός που κάνει πολύ μεγάλο γδούπο). Στην  λατινική το άρρεν είναι mas, στην γαλλική masculin και mâle, στην ιταλική mascio, στην ισπανική masculino, στην αγγλική masculine και στην γερμανική Masculinum.

 

Πάμε στο θηλυκό κι ακούμε τι μας λέει ο Πλάτων στον περίφημο διάλογό του «Κρατύλος ή περί ονομάτων ορθότητος».

«Τὸ δὲ "θῆλυ" ἀπὸ τῆς θηλῆς τί, φαίνεται, ἐπωνομάσθη· ἡ δὲ "θηλὴ" ἄρα γέ, ὦ Ἐρμόγενες, ὅτι τεθηλέναι ποιεῖ ὦσπερ τα ἀρδόμενα;» [Το δε “θήλυ” φαίνεται ότι έχει ονομασθεί από την θηλή (την ρόγα του μαστού). Η δε “θηλή” άραγε, Ερμογένη, ονομάστηκε έτσι γιατί κάνει κάτι να θάλλει, όπως ακριβώς όσα ποτίζονται; Πλάτων, Κρατύλος, 414α].

Πόσο δίκιο έχει αυτός ο μέγας Έλληνας σοφός!

 

Ας πάρουμε όμως τα πράγματα με την σειρά. Το αρχικό ρήμα είναι τρέφω. Εκ του θέματος θρα- του παρακειμένου (τέ-θρα-μμαι) έχουμε θρα- >θαρ- (με ρα>αρ) >θαλ- (με ρ>λ), για να προκύψει το ρήμα θάλλω, που μας δίνει το αποτέλεσμα της τροφής, άρα ανθίζω, ακμάζω, κάνω κάτι να μεγαλώσει, να αναπτυχθεί.

 

Ο λαός μας, πολύ σοφά, χρησιμοποιεί το ρήμα θηλυκώνω κι όχι ...αρσενικώνω, όταν θέλει να μιλήσει για την συναρμογή άρρενος και θήλεος. Τα αρσενικά συνήθως ψάχνουν να συναρμοστούν με τα θηλυκά. Το άρρεν αρδεύει το θήλυ για να το γονιμοποιήσει και να το κάνει να θάλλει. Αυτό προστάζει και εφαρμόζει η φύση. Αυτός δηλαδή είναι ο κανόνας. Φυσικά σε ένα κανόνα υπάρχουν και εξαιρέσεις αλλά οι εξαιρέσεις δεν αποτέλεσαν κι ούτε θα αποτελέσουν ποτέ κανόνα, εκτός κι αν αλλάξει η φύση μας ή μας την …αλλάξουν!

 

Πάμε στις ξένες γλώσσες, που αυτήν την φορά χρησιμοποιούν ως ρίζα τους το φύω, φύμα. Λατινικά femina (εκ του feo =φύω), γαλλικά femme, ιταλικά femmina, ισπανικά mujer (εκ του λατινικού mulier, που προέκυψε από την συνεκδοχή γυνή μαχλάς =ακμαία, οργώσα), αγγλικά woman (εκ του γυνή. «Το όνομα “γυνή” εκ του “γονή” μοι φαίνεται είναι» Πλάτωνος Κρατύλος) και γερμανικά Weib, εκ της ίδια ρίζας με την αγγλική.   

 

Και μας έμεινε το ουδέτερο. Εκ του αρνητ. ου+δε+έτερος. Ο έτερος ετυμολογείται εκ του φάσκω (=λέγω, φάτις =λόγος, κρίση) + άρω. Φάταρος >φέταρος (α>ε) >έταρος (με το φ να γίνεται δασεία) >έτερος (α>ε) >εταίρος, δηλαδή αυτός που έχει κριθεί πως αρμόζει σε κάποιον και κατ’ επέκτασιν ομιλητής ή μαθητής, σωματοφύλακας, σύντροφος. Το αρνητικό ου στην αρχή δείχνει πως το ουδέτερο (γένος) δεν συναρμόζεται, δεν ταιριάζει ούτε με το αρσενικό ούτε με το θηλυκό.

 

Κλείνοντας ας δούμε και τις ξένες γλώσσες. Εκ του ελληνικού νη (αρνητ. μόριο) + έτερος οι Λατίνοι είπαν τον ουδέτερο neuter, οι Γάλλοι neutre, οι Ιταλοί και οι Ισπανοί neutro, οι Άγγλοι neutral και neuter και οι Γερμανοί neutral.

 

Τώρα, αν η …κλιματική αλλαγή εμφανίσει και κάποιο άλλο φύλο/είδος μένει να αποδειχτεί!!

Δεν υπάρχουν σχόλια