Η μαγεία της ετυμολογίας (Φ.1876)
Γνωστά και καθημερινά –82
Γράφει ο Χρήστος Βλαχογιάννης*
Δυστυχώς, για ακόμα μια φορά, η πόλη μου έγινε γνωστή από κάτι αποβράσματα, από κάτι τομάρια, από κάτι υπανθρώπους, από κάτι λεκέδες, από κάτι ανεξίτηλες κηλίδες, που σημαδεύουν την ζωή μας, την ιστορία μας, τον πολιτισμό μας.
Δεν θέλω να πω περισσότερα. Δεν χωρούν άλλωστε κατάλληλα λόγια να περιγράψουν τέτοια φρίκη. Θα μείνω, λοιπόν, στο κομμάτι της ετυμολογίας μόνο.
Ο λεκές ή σπίλος ή και η με παρόμοια έννοια κηλίδα είναι λέξεις που κατάγονται από το επίρρημα πάλαι (παλαιός =αυτός που έχει παταχθεί-χτυπηθεί επί πολύν καιρό, αυτός που φέρει τα σημάδια του χρόνου, ο γέρος, με ρίζα πα- εκ του παίω, πατάσσω + λαι, επιτατικό που σημαίνει επί πολύ), που μας έδωσε το πελός (=φαιός, μολυβδόχρωμος, με α>ε), το πίνος (=ακαθαρσία, σκουριά πάνω σε μέταλλα, με ε>ι, λ>ν), το σπίλος (=ρύπος, στίγμα, λέρα) και το κελαινός (=κάτι σκοτεινού χρώματος, κυρίως ως επίθετο του αίματος, μαύρος, με π>κ), ο οποίος με αντιμετάθεση μας έδωσε τον λεκέ, και την κηλίδα, κυρίως επί αίματος, με ε>η.
Ο ανεξίτηλος έχει την ρίζα του στο ρήμα είμι (=έρχομαι, πηγαίνω, πορεύομαι, εισέρχομαι, διέρχομαι κλπ) και συγκεκριμένα στο γ΄ πρόσωπο της προστακτικής, ίτω (=ας πάει, ας γίνει ό,τι θέλει). Εξ αυτού του τύπου δημιουργήθηκε και ο ιός (=το βέλος, με την διπλή σημασία του ρήματος, τόσο όταν έφευγε από το τόξο όσο κι όταν εισέρχονταν στο σώμα, όμως και το δηλητήριο, επειδή άλειφαν τα βέλη μ’ αυτό, ο νοσογόνος παράγων, που εισέρχεται και φθείρει το σώμα, αλλά και η σκουριά, για τον ίδιο λόγο, επειδή εισέρχεται και φθείρει το μέταλλο). Εκ του ιού ο ίτης (=ιταμός, θρασύς, τολμηρός, ορμητικός) και ο ίτηλος, που αν προηγηθεί η πρόθεση εξ γίνεται εξίτηλος, αυτός ο οποίος φθείρεται. Όταν μπει στην αρχή το αρνητικό αν, τότε έχουμε τον ανεξίτηλο, αυτόν ο οποίος δεν φθείρεται, δεν εξαλείφεται, δεν σβήνεται (μαρκαδόρος).
Οι ξένες γλώσσες, για να αποδώσουν τον ανεξίτηλο, έχουν δανεισθεί το ελληνικό ρήμα δηλέομαι (=φθείρω, βλάπτω, καταστρέφω). Έτσι οι Λατίνοι είπαν delere το εξαλείφω, αφανίζω, διαγράφω, (deleo πρώτο πρόσωπο), και delebile αυτόν που μπορεί να καταστραφεί. Οι Γάλλοι τον τελευταίο délébile, οι Ιταλοί delibile, οι Ισπανοί deleble, και οι Άγγλοι delible (και delete το διαγράφω). Προσθέτοντας όλοι μπροστά το in, δημιουργούν τον ανεξίτηλο (indelebile, indélébile, indelibile, indeleble, indelible).
Με τόσα και τόσα που συμβαίνουν την ελληνική κοινωνία οι άνθρωποι έχουμε καταντήσει ικέτες, να παρακαλάμε για το αυτονόητο, το δικαίωμα να μπορούμε να ζούμε με αξιοπρέπεια, δηλαδή.
Αναζητώντας την ετυμολογία του ικέτη, πέφτουμε πάλι στο σχετικό ρήμα του είκω, το ίημι (=θέτω σε κίνηση, εξακοντίζω, σπεύδω, στέλνω, ρίχνω, εκτινάσσω) και συγκεκριμένα στον παρακείμενο του ρήματος (ε-ίκα), που μας δίνει ρίζα ι και ένα νέο ρήμα, το ί-κω, που κι αυτό σημαίνει έρχομαι, φθάνω μέχρι κάπου. Ο ικέτης (ίκω+έτης) είναι αυτός που στέλνεται εξ ανάγκης από κάποιον-ους να ζητήσει βοήθεια ή προστασία αλλά και ο φυγάς, που ζητούσε άσυλο. H ικεσία ήταν θεσμός της αρχαίας ελληνικής κοινωνίας προστατευόμενος από τον Ικέσιο Δία (και η φιλοξενία από τον Ξένιο Δία), και είχε και συγκεκριμένη εθιμοτυπία, δηλαδή να γονατίσει ο ικέτης μπροστά σ’ αυτόν που του ζητούσε βοήθεια, να του αγκαλιάσει τα γόνατά του και να του πει αυτό που ήθελε. Αν υπήρχε δυνατότητα, κατέφευγε σε έναν ιερό χώρο (βωμό ή ακόμα και στην εστία οικίας κάποιου) κι έτσι γινόταν συνήθως δεκτός ως «ξένος» (φιλοξενούμενος) και πρόσωπο ιερό. Εδώ είναι χρήσιμο να γίνει μια αναφορά στην σημασία του ξένου στην ελληνική και σ’ αυτήν στις ξένες γλώσσες. Οι Έλληνες τον ξένο τον είδαν και ως φίλο (ξεῖνοι πατρῷοι= φίλοι πατρικοί), ενώ οι Λατίνοι ως εχθρό (hospes=ξένος, που γέννησε το hostis=εχθρός). Παρατηρεί σχετικώς ο Λατίνος, Maurus Servius Honoratus (Σχόλια στην Αινειάδα, 4.423): «Qui errant Graecorum “hostes”, ξένους appellant. Inde nostri “hostes”, pro hospitibus dixerunt, nam inimici dicebantur». Δηλαδή, αυτούς, που για τους Έλληνες ήταν φιλοξενούμενοι, τους ονόμασαν ξένους, ενώ εμείς τους είπαμε “hostes”, διότι εχθροί απεκλήθησαν.
Ενδιαφέρον παρουσιάζει η λογική των ξένων γλωσσών ως προς την απόδοση του ικετεύω, δια του λατινικού supplico (sub+plico), που ουσιαστικά αποτελεί δάνειο εκ του ελληνικού υπό-πλέκω, κάμπτω δηλαδή και αγκαλιάζω (πλέκω) τα γόνατα. Οι Γάλλοι το είπαν supplier, οι Ιταλοί supplicare, οι Ισπανοί suplicar, ο Άγγλοι supplicate και οι Γερμανοί supplizieren.
Και θα κλείσω με το πολύ γνωστό ρήμα έχω (=κρατώ, κατέχω, φέρω κλπ) και την λογική που ακολουθούν οι ξένες γλώσσες, δηλωτικό της υλιστικής νοοτροπίας, που αντιπροσωπεύει το ευρωπαϊκό κατεστημένο, και που έχει ποτίσει κι εμάς, ως γνήσιες μαϊμούδες και μιμητές τους. Οι Λατίνοι το είπαν habeo, εκ του κάπτω, χάπτω (=αρπάζω). Δηλαδή, κατά την δυτική σκέψη, για να «έχεις» πρέπει να «αρπάζεις». Γι’ αυτό και η αρχική σημασία του είναι καταλαμβάνω.
Οι Γάλλοι το είπαν avoir, οι Ιταλοί avere, οι Ισπανοί haber, οι Άγγλοι have και οι Γερμανοί haben.
Παραφράζοντας δε την λαϊκή ρήση «προσέχουμε για να έχουμε», το κάνω «αρπάζουμε για να έχουμε», για να είμαστε και στο …πνεύμα της πανάκειας των «επενδυτών» και δη των ...πράσινων!!
Ο Χρήστος Βλαχογιάννης είναι Καθηγητής Μουσικής & Διευθυντής Χορωδιών
vlaxojohnmes@gmail.com
Αφήστε ένα σχόλιο