Header Ads

Η μαγεία της ετυμολογίας (Φ.1883)

 

 Η ΜΑΓΕΙΑ ΤΗΣ ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑΣ

«Ετυμολογικές προσεγγίσεις»

Γνωστά και καθημερινά –89
 

 

     Γράφει ο Χρήστος Βλαχογιάννης*

 



Περίοδος Αποκριάς γαρ, είπα να είμαι ετυμολογικώς επίκαιρος. Υπάρχουν πάρα πολλά κατά τόπους παραδοσιακά τραγούδια, που λέγονται αυτές τις μέρες. Μιας, λοιπόν, η ειδικότητά μου είναι η μουσική, σκέφτηκα να παραθέσω μερικές λέξεις απ’ αυτά κι αν το καταφέρουμε να δούμε και την ετυμολογία τους.



Πριν όμως πάμε στις λέξεις ας κάνουμε μια ετυμολόγηση της κυρίαρχης φιγούρας της εποχής που διάγουμε, του καρναβάλου, ο οποίος στην ουδέτερή του εκδοχή σημαίνει γενικώς τις Απόκριες, και του γενικού χαρακτηριστικού των ημερών, του κεφιού.

Το καρναβάλι αποτελεί ελληνοποιημένο αντιδάνειο εκ της ισπανικής (Carnaval) αλλά η ρίζα του είναι ελληνική και συνίσταται εκ δύο λέξεων, κάρνος + βορά. Ο κάρνος είναι το βόσκημα, το κρέας (Κάρνειος Απόλλων, ένα προσωνύμιο του Θεού, ως προστάτου του ποιμνίου), εκ του ρήματος κείρω (=κουρεύω, σφάζω), η δε βορά η τροφή, εκ του βιβρώσκω (=τρώγω και βρώσις το φαγητό). Γράφει το Ετυμολογικόν το Μέγα: «Βορά, ἡ τροφή. παρὰ τὸ βῶ τὸ τρέφω∙ ὁ μέλλων, βόσω∙ βορός, καὶ βορά. ἐξ αὐτῶν βοράζω, τὸ τρέφω».



Οι Λατίνοι είπαν το κείρω>caro και το κρέας, την σάρκα, caro-carnis. Οι Γάλλοι chair, οι Ιταλοί & οι Ισπανοί carne, και οι Άγγλοι carnal (=σαρκικός).

Οι Γάλλοι λένε το καρναβάλι Carnaval, οι Ιταλοί Carnevale, οι Ισπανοί, όπως προείπαμε, Carnaval, οι Άγγλοι Carnival και οι Γερμανοί Karneval.



Ζητούμενο γενικώς τις Απόκριες είναι το κέφι των εμπλεκομένων, η καλή διάθεση δηλαδή. Αν ανατρέξετε στα σύγχρονα λεξικά υπάρχει η απολυτότητα πως πρόκειται για τουρκική λέξη, αραβική και δεν ξέρω γω τι άλλο, πάντως όχι ελληνική. Μα και μόνο η όψη τής λέξης «μιλάει» πως πρόκειται για την κεφαλή, που είναι η πρώτη που αισθάνεται τις συνέπειες της ευωχίας, της μέθης. Η κεφαλή έχει προέλθει από μεταπλάσεις του επιρρήματος επάνω (=επί+άνω). Επανή >κεπανή, με το κ να προτάσσεται, όπως απήνη>καπάνη, >κεφανή (π>φ) >κεφαλή (ν>λ), το επάνω μέρος του σώματος. Όταν λέμε «κάνω κεφάλι» εννοούμε κάνω κέφι, έχω καλή διάθεση.



Οι μόνιμοι πρωταγωνιστές των σατιρικών δημοτικών τραγουδιών είναι οι δύστυχοι γέροι και οι γριές, που είτε δεν μπορούν να αντεπεξέλθουν στα …καθήκοντα του φύλου τους (γέροι) είτε θέλουν να αποδείξουν πως ο χρόνος δεν πέρασε από πάνω τους και μέχρι και γάμο φαντασιώνονται (γριές).

Τόσο ο γέρος όσο και η γριά έχουν την ίδια ρίζα, το ηχομίμητο ρήμα χραύω, χράω (=χαράσσω, ξύνω, γράφω, εκ του ήχου του ξυσίματος, χράφ, χράτς, γράτς, χράβ), ρήμα που έδωσε και τον αδηφάγο, τον αμείλικτο Χρόνο-Κρόνο. Ο χρόνος, δηλαδή, που περνάει ξύνει, σκάβει, φθείρει, γράφει πάνω στα σώματα και φέρνει το γήρας. Γρα- >γαρ- (ρα>αρ) >γήρ-ας (α>η), γέρ-ων (η>ε), γρα-ύς, γρα-ία (=η γριά).



Η γριά, που λέτε, των δημοτικών τραγουδιών θέλει να παντρευτεί δύο, ένα γέρο κι ένα νιο, αλλά «τον γέρο στο χαγιάτ’[ι], τον νιό στο κρεββατάκ’[ι]». Το χαγιάτι στην τουρκική σημαίνει τον στενό διάδρομο σπιτιού ή την προέκταση των εσωτερικών χώρων, με ρίζα του το ελληνικό ρήμα χάζομαι (=χωρώ. Ιλ. Ο, 426: «μὴ δή πω χάζεσθε μάχης ἐν στείνεϊ τῷδε» / μην παρατάτε την μάχη τέτοια δύσκολη ώρα). Άρα, το χαγιάτι ήταν στενό εξωτερικό μέρος …εξορίας του γέρου για να απολαύσει τον νιο!



Το πρόβλημα του γέρου ήτανε στα σκέλια του, εκεί ανάμεσα όπου το «αρμόδιο όργανο» δεν εγείρονταν! Το σκέλος προέρχεται εκ του ρήματος σκαίρω (=πηδώ, σκιρτώ, χορεύω, εγείρομαι), με αι>ε και λ>ρ.

Το πρόβλημα του γέρου κάλυπτε εν μέρει η βράκα, το φαρδύ ρούχο-σκελέα, που ενδεχομένως φόραγε, για …άνετες κινήσεις. Η λέξη ετυμολογείται εκ του (F)ράκος (=ξεσχισμένο ρούχο) κι αυτό εκ του ρήγνυμι (=εκρήγνυμαι, διαχωρίζομαι, σπάω σε κομμάτια).



Χαμογελάστε αυτές τις μέρες του ξεφαντώματος και όχι μόνο. Δεν είναι καθόλου σίγουρο πως θα έχουμε εσαεί την πολυτέλεια να καθόμαστε κάτω και να γελάμε (χαμαί+γέλως).



Καλές Αποκριές και Καλή Σαρακοστή…



Ο Χρήστος Βλαχογιάννης είναι Καθηγητής Μουσικής & Διευθυντής Χορωδιών

vlaxojohnmes@gmail.com






Δεν υπάρχουν σχόλια