Γιορτάζοντας την Επέτειο της Εθνεγερσίας στη σημερινή αλλοτριωμένη Ελλάδα (Φ. 1886)
Του Αλεξάνδρου Π. Κωστάρα *
Την 25η Μαρτίου κάθε έτους οι απανταχού Έλληνες στρέφουμε την σκέψη μας στο μακρυνό 1821 που αποτελεί το «λίκνο» της Εθνικής μας Παλιγγενεσίας. Εορτάζουμε και τιμούμε την ημέρα αυτή, κατά την οποία ξεσηκώθηκαν οι προπάτορές μας εναντίον των Οθωμανών και κατάφεραν επιτέλους, ύστερα από επανειλημμένες αποτυχημένες προσπάθειες, να σπάσουν τα δεσμά της μακραίωνης δουλείας, που τούς είχαν χαλκεύσει οι κατακτητές μετά την Άλωση της Κωνσταντινουπολης. Θυσιάσθηκαν οι Αγωνιστές του Εικοσιένα, για να μάς παραδώσουν μια Ελλάδα ελεύθερη, απαλλαγμένη πλήρως από κάθε εξάρτηση. Αυτή η Ελλάδα μπορεί να ήταν υλικά φτωχή, είχε όμως ένα μοναδικό και αξιοθαύμαστο πνευματικό πλούτο, που τον επιμαρτυρούσαν οι παραδοσιακές αξίες του Ελληνισμού, με τις οποίες ήταν σφιχτά δεμένη η Ελλάδα της Εθνεγερσίας και οι μεταγενέστερες διάδοχες μορφές της, που επορεύθησαν στα ίχνη αυτής. Την κληρονομιά της Εθνεγερσίας η Ελλάδα της μακράς περιόδου της υλικής της φτώχειας την διαχειρίσθηκε με σύνεση, διότι φρόντισε να διαφυλάσσει ως κόρη οφθαλμού τα «χρυσαφικά» της, τις αξίες δηλ. και τις παραδόσεις, με τις οποίες γαλουχήθηκε διαχρονικά ο Ελληνισμός. Όχι μόνο στα χρόνια της ένδοξης ιστορίας του κατά την περίοδο της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, αλλά και στα χρόνια της μιζέριας, που ακολούθησαν μετά την κατάλυση αυτής από την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Η τελευταία μπορεί να υποδούλωσε εξωτερικά τους Έλληνες, αφού τούς στέρησε της ελευθερία, δεν μπόρεσε όμως ποτέ να τους αλώσει εσωτερικά, διότι ισχυρά αναχώματα σε μια τέτοια άλωση ήσαν τα «χρυσαφικά» του Ελληνισμού. Και πρωτίστως η πίστη στην Ορθοδοξία και η αγάπη στην Πατρίδα, που αποτελούσαν άλλωστε τα άϋλα δομικά στοιχεία της εθνικής του ταυτότητας, την οποία δεν μπόρεσε να πάρει ποτέ κανένας κατακτητής από τους Έλληνες. Ούτε ακόμη και ο σκληρός Οθωμανός δυνάστης. Γι’ αυτό, όταν ήλθε το πλήρωμα του χρόνου, οι Έλληνες με την βοήθεια της εσωτερικής τους ελευθερίας ανέκτησαν και την άλλη, την εξωτερική ελευθερία, που τούς είχαν στερήσει οι Οθωμανοί. Την εσωτερική ελευθερία του τότε μόνο την χάνει κάποιος, όταν παραιτηθεί εκουσίως από αυτήν.
Υπό το πρίσμα αυτό μπορούμε να δούμε, τί λείπει από τον σημερινό εορτασμό της επετείου της Εθνεγερσίας, που γίνεται με ανούσιες παρελάσεις, τυπικές καταθέσεις στεφάνων και ξύλινους πανηγυρικούς λόγους, που χάνουν μετά από λίγο την εφήμερη λάμψη τους σάν τα φώτα της γιορτής, μόλις γυρίσεις τον διακόπτη. Διότι, τί ωφελεί να θυμάσαι με τυπικές εκδηλώσεις τα ιστορικά γεγονότα μιας επετείου, όταν έχεις αφήσει να χαθεί η αληθινή λάμψη του «θησαυρού» που περικλείουν; Είναι σαν να έχεις χάσει την ψίχα ενός καρπού και να κρατάς ως ανάμνηση το κέλυφός του. Ο εορτασμός της εθνεγερσίας όμως δεν είναι – και δεν πρέπει να είναι – μόνον ημέρα μήμης των ιστορικών γεγονότων που συνέβησαν κατ’ αυτήν. Είναι ακόμη – και θα έλεγα πρωτίστως – ημέρα απολογισμού πεπραγμένων, ημέρα απογραφής της κληρονομίας που μάς άφησαν οι προπάτορές μας, για να βλέπουμε κάθε τόσο, τί παραλάβαμε από αυτούς και τί μάς έμεινε τελικά από αυτή την κληρονομιά. Ο απολογισμός αυτός σε κρατάει σε μια συνεχή επαφή με την Επέτειο της Εθνεγερσίας και σε αναγκάζει να ψάχνεις συνεχώς, για να βρεις, με ποιό τρόπο θα εξασφαλίσεις την διατήρηση της κληρονομίας και πώς θα μπορέσεις να αναπληρώσεις άμεσα τις ενδεχόμενες απώλειες αυτής.
Στην αρχαία Σπάρτη η αλλαγή της φρουράς στην εξουσία γινόταν σε δημόσια τελετή με πανηγυρικό τρόπο. Σε αυτή την τελετή οι απερχόμενοι από τα κοινά γηραιότεροι Σπαρτιάτες, παρέδιδαν την «σκυτάλη» της εξουσίας στους νεωτέρους. Και αυτοί τούς έδιναν την διαβεβαίωση: «Εμείς θα γίνουμε καλύτεροι από εσάς» («άμμες δε γ’ εσόμεθα πολλώ κάρρονες», τους έλεγαν). Ποιά είναι σήμερα η δική μας απάντηση σε σχέση με την κληρονομιά της Εθνεγερσίας κατά την διαδοχή της «σκυτάλης» από τους γηραιότερους στους νεώτερους; Δεν υπάρχει σήμερα κάποια τελετή παράδοσης. Και φυσικά είναι μάταιο να αναζητείς κάποιο τυπικό μιας τέτοιας ανύπαρκτης τελετής. Ούτε δίνονται σήμερα, άτυπα έστω, υποσχέσεις από τους νεώτερους στους γηραιότερους. Δεν χρειάζονται άλλωστε, αφού όλα γίνονται πια σιωπηρά. Και τα αποτελέσματα της διαδοχής της «σκυτάλης» δεν σού τα προλέγουν πια οι νεώτεροι, αλλά τα βιώνεις με τον πιο τραγικό τρόπο μέσα από την ανάγννωσή τους. Διαβάζοντας αυτά τα αποτελέσματα κλαίει η ψυχή σου από την εσωτερική φωνή τους, καθώς ακούς να σου επαναλαμβάνεται στερεότυπα στην σημερινή Ελλάδα η στάση κάθε νεώτερης γενιάς σε σχέση με την κληρονομιά της Εθνεγερσίας: «Άμμες δε γ’ εσόμεθα πολλώ χείρονες». «Εμείς θα γίνουμε πολλοί χειρότεροι από εσάς απέναντι σε αυτή την ανόητη και ασύμβατη με την εποχή μας κληρονομιά της Εθνεγερσίας. Πάψτε πια να μάς μιλάτε για αυτήν»! Το ίδιο ακριβώς σου λένε, με άλλα λόγια, και τα ξεραμένα κλαριά ενός δένδρου, που συναντάς στον δρόμο σου. Αυτά τα κλαριά ξεράθηκαν, επειδή έπαψαν να παίρνουν χυμούς από τις ρίζες του δένδρου. Και το ίδιο ασφαλώς θα συμβεί και με όλο το δένδρο. Θα ξεραθεί και αυτό, εφ’ όσον δεν τρέφεται πια από τις ρίζες του.
Την εικόνα μιας βαθμιαίας αποξήρανσης του εθνικού μας «δένδρου» παρουσιάζει ανάγλυφα η σημερινή Ελλάδα, που έχει αποκοπεί από τις «ρίζες» της: την κληρονομιά της Εθνεγερσίας. Η Ελλάδα της Εθνεγερσίας ξεψύχησε, δυστυχώς, επάνω στα βουνά της Ηπείρου στον πόλεμο του 1940 μαζί με τα παλληκάρια, που θυσιάστηκαν υπερασπιζόμενα αυτή την Ελλάδα. Μετά την Απελευθέρωση άρχισε η «εργολαβία» «κατεδάφισης» της παραδοσιακής Ελλάδας της Εθνεγερσίας, αφού βάλαμε τις «μπουλντόζες» του εθνομηδενισμού να «γκρεμίσουν» τους «πυλώνες» του παραδοσιακού τριπτύχου (Πατρίδα-Θρησκεία-Οικογένεια), που ενέπνεε και καθοδηγούσε τους αγωνιστές του Εικοσιένα, αλλά και τους προπάτορές μας του μεταγενέστερου Ελληνισμού, οι οποίοι επορεύθησαν στα ίχνη τους. Η «εργολαβία» στους δύο πρώτους «πυλώνες», την «Πατρίδα» και την «Θρησκεία», ολοκληρώθηκε την περίοδο της Μεταπολίτευσης, που ήταν περίοδος συστηματικής «σποράς» της αθεΐας και του εθνομηδενισμού μέσα στα σχολεία. Και τώρα δρέπουμε απλώς τα «αγκάθια» τους που μάς «αγκυλώνουν». Μάς απέμεινε μόνον ο «πυλώνας» της Οικογένειας – προ πολλού «ραγισμένος» και αυτός από τις «μπουλντόζες» μας – στον οποίο επιφέραμε ένα τεράστιο – κρίσιμο για την διατήρησή του – «ρήγμα» με την πρόσφατη νομιμοποίηση του γάμου των ομοφύλων ζευγαριών. Τί άλλο μένει λοιπόν, για να πεισθούμε για την κατάντια και την υποκρισία μας, καθώς έχουμε το θράσος να συνεχίζουμε να εορτάζουμε την Επέτειο της Εθνεγερσίας, μολονότι έχουμε αποποιηθεί την κληρονομιά της και έχουμε υποθηκεύσει έτσι το μέλλον της σε μια δημογραφικώς θνήσκουσα Ελλάδα με τρία και πλέον εκατομμύρια μουσουλμάνους λαθρομετανάστες εντός των τειχών αυτής;
* Αλεξάνδρος Π. Κωστάρας
Ομότιμος Καθηγητής Νομικής Σχολής Πανεπιστημίου Θράκης
Αφήστε ένα σχόλιο