Η μαγεία της ετυμολογίας (Φ.1887)
Η ΜΑΓΕΙΑ ΤΗΣ ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑΣ
Γράφει ο Χρήστος Βλαχογιάννης*
Βλέποντας όλους αυτούς τους «ακαταδίωκτους» και άλλους νεόκοπους άεργους κοπρίτες της εξουσίας να παρελάζουν στις τηλεοράσεις μας, με περισσό θράσος, προσπαθώντας να μας πείσουν πώς το άσπρο μπορεί να είναι και μαύρο και πως «κάνουν πουλάκια» τα ματάκια μας, σκέφτηκα με ποιο τρόπο θα μπορούσαμε να τους βρίζουμε, χωρίς να κινδυνεύουμε να μας μπουζουριάσει ο …«χρυσός» Σερίφης με τις …χοές του και τα …καλλιεργημένα μπουμπούκια του; Νομίζω πως βρήκα την λύση. Να τους βρίζουμε αρχαιοελληνικά. Βεβαίως υπάρχει ο τσιρίδας κωλοτούμπας, που ξέρει αρχαιοελληνικά, και θα τους τα μαρτυράει, ως μαρτυριάρης! Μπορεί όμως και να τα ξέχασε, με τόσο «σοβαρές» ασχολίες που έχει και τόσα πάρε-δώσε με τον «εκλεκτό».
Μια βρισιά, γενικώς για όλους, είναι η δημοφιλής και με αρνητική χροιά λέξη αρχολίπαρος, που σημαίνει αυτό που ποθεί σφοδρά την εξουσία αλλά και τον μέχρι αυτοεξευτελισμού πρόθυμο προς αυτούς που κατέχουν την εξουσία. Το πρώτο συνθετικό της είναι το ρήμα άρχω (=είμαι πρώτος, οδηγώ, κυβερνώ, κυριαρχώ, υπερισχύω), κι αυτό σύνθετο εκ των άρ-ω+άγ-ω > αράγω >άργω >άρχω (γ>χ). Το δεύτερο είναι το λίπος, λιπαρός, εκ του λείβω (=φθείρομαι, φθίνω, λειώνω, χύνω, εκ του λείπω, με π>β) και σημαίνει τον υγρό από λάδι ή λίπος. Μεταφορικώς, λοιπόν, ο αρχολίπαρος είναι αυτός που γλυστράει, αναρριχάται σ’ αυτούς που άρχουν, στην εξουσία, προσκολλάται στους κατέχοντες αυτήν, ο γλείφτης, ο γλίτσας, όπως αλλοιώς και ιδιαιτέρως εύστοχα τον ονομάζει ο λαός μας.
Συνήθως όλα αυτά τα αιλουροειδή και ερπετοειδή δεν διαθέτουν και κάνα ιδιαίτερο μυαλό. Τουναντίον, θα έλεγα, στερούνται βασικών γραμματικών γνώσεων, που φροντίζουν να το διαφημίζουν κιόλας, με τις κοτσάνες, που ενίοτε ή συχνάκις αμολάνε. Ένα τέτοιον τύπο ανέτως τον φωνάζουμε ρωποπερπερήθρα, που σημαίνει αυτόν που ακατάπαυστα εκστομίζει βλακείες, μπούρδες, ακατάσχετες φλυαρίες. Η λέξη είναι σύνθετη, με πρώτο συνθετικό το ρώπος (ρέω >ροή, ρίπτω >ροπή >ρέπω, με ε>ο, που σημαίνει κλίνω προς το ένα μέρος ή προς το άλλο και χρησιμοποιείται επί πλάστιγγας, όταν γέρνει προς τα κάτω), που κατά τους Liddell & Scott σημαίνει τα «μικρὰ καὶ παντοειδῆ ἐμπορεύματα» και κατά τον Ησύχιο το ευτελούς αξίας φορτίο, το φτηνόπραγμα, θα λέγαμε σήμερα. «Ἀντὶ τοῦ οὐδενὸς ἄξιον» είναι η ακριβής φράση του. Το δεύτερο συνθετικό είναι ο πέρπερος, η φλυαρία, ετυμολογούμενη εκ του διπλασιασμού της πρόθεσης υπέρ: (υ)περ + (υ)περ >περπερίζω, λέω δηλαδή συνέχεια, ακατάπαυστα, υπερβολικά πράγματα. Χαρακτηριστική είναι η φράση στην προς Κορινθίους Επιστολή του Παύλου, που, όταν μιλάει για την αγάπη, λέει «οὐ περπερεύεται», δηλαδή, δεν υπερηφανεύεται, δεν φλυαρεί.
Γι’ αυτούς που (ψιλο-χοντρο)κουνάνε την …ουρά τους υπάρχει το αβροβάτης, σύνθετη λέξη εκ του αβρός + βαίνω (=προχωρώ). Για τον αβρό υπάρχουν δύο προσεγγίσεις. Η μία λέει εκ του σείω >σαίνω (=κουνάω την ουρά, κολακεύω, χαϊδεύω, περιποιούμαι), με ρίζα σα-, + το ρήμα φέρω. Σα-φρός >αβρός (φ>β και το σ ως δασεία), αυτός που περπατάει και κινείται με κομψό τρόπο, ο ευλύγιστος, ο τρυφερός. Η άλλη άποψη λέει πως προέρχεται εκ του αήρ >βαβήρ >αβήρ >αβρός (το β ως δασεία), υπό την έννοια πως ο εν λόγω «τρυφερούλης και ευλυγιστούλης» έχει έναν αέρα από φυσικού του. Τώρα μάλιστα που έγινε και παράδειγμα προς μίμηση δια Νόμου, «πήρε αέρα η …πρύμνη του»!
Αλλ’ ας μην αφήσουμε απ’ έξω τις προκλητικές με τις πράξεις και το τουπέ τους «καθώς πρέπει» κυρίες. Γι’ αυτές υποψιαζόμαστε διάφορα αλλά δεν τα λέμε. Είπαμε, ο Σερίφης παραφυλάει να μας μπουζουριάσει. Αν, λοιπόν, πούμε σε μία απ’ αυτές τις καλλίπυγες κυρίες «τράβα, μωρή, ανασεισίφαλλη», τι νομίζετε πως θα καταλάβει; Το δεύτερο συνθετικό ίσως. Το πρώτο, το ρήμα ανα-σείω (=κουνάω, αναταράζω, λαϊκιστί κουτουπώνω) και το δεύτερο ο φαλλός, χωρίς επεξήγηση. Μπα, μπορεί να τις παρεξήγησα, τις καλλίπυγες. Καλός, κάλλιος κάλλιστος + πυγή, που αποτελεί παράγωγο του ρήματος πυκάζω, με κ>γ, και σημαίνει καλύπτω πυκνώς. Πυγή λέγεται ο πρωκτός (επειδή καλύπτεται από τους γλουτούς), οι γλουτοί, τα οπίσθια γενικώς. Ορίστε, σας τα ’πα όλα για τις φιλήδονες και καλλίπυγες κυρίες (λέγονται και εύπυγες) και κινδυνεύω να συλληφθώ πάραυτα!
Μια τελευταία και σπάνια βρισιά, που ταιριάζει και επί των δύο παραδοσιακών φύλων, είναι το σποδηριλαύρος/α. Σύνθετη λέξη προφανώς, εκ του σποδέω (=κοπανίζω, τρίβω, κατατρώγω, καταγόμενο εκ του σπάω, με α>ο) + λαύρα (=στενή οδός, διάδρομος, δια του οποίου εισέρχεται ο λαός >λεfώς >λευώς >λαυώς, με α>ε, και η κατάληξη -ρα, μέσω της οποίας εκφράζεται συνήθως βεβαιότητα, αλληλουχία αλλά και ροή, εκ του άρω, αραρίσκω), λέξη που μεταξύ τών παραπάνω σημαίνει και τον απόπατο, όπως μας πληροφορεί ο Hofmann στο Λεξικό του. Σποδηρολαύρος, άρα, είναι αυτός/ή που καταβροχθίζει κόπρανα.
Διασώζει όμως και μια εξίσου όμορφη και σπάνια λέξη, τον λαβραγόρη, «τὸν κομπορρήμονα, τὸν ἀγορεύοντα αὐθαδῶς», αυτήν την φορά εκ του λάβρος (=ορμητικός, βίαιος, σφοδρός, άπληστος).
Για δέστε παραδείγματα που είχε προβλέψει για το μέλλον ο Γερμανός!!
Ο Χρήστος Βλαχογιάννης είναι Καθηγητής Μουσικής & Διευθυντής Χορωδιών
Αφήστε ένα σχόλιο