Header Ads

Η μαγεία της ετυμολογίας (Φ.1888)

 

  

 Η ΜΑΓΕΙΑ ΤΗΣ ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑΣ

«Ετυμολογικές προσεγγίσεις»

Γνωστά και καθημερινά –94
 

 

     Γράφει ο Χρήστος Βλαχογιάννης*

 

Στο σημερινό μου άρθρο, αγαπητοί μου αναγνώστες, θα μου επιτρέψετε να αναφερθώ μόνον σε ένα κομβικό και σημαντικώτατο γράμμα του ελληνικού αλφαβήτου, το νυ, και ιδιαιτέρως το τελικό, αηδιασμένος από την δολοφονία που του γίνεται, τόσο από το επίσημο (ανθ)ελληνικό κράτος και φυσικά από όλους τους αγράμματους μαϊντανούς των ΜΜΕ.

Κάποτε μαθαίναμε στο σχολείο πως το αρσενικό άρθρο κλίνεται ως εξής: ὁ, τοῦ, τῷ, τὸν, … ενώ το ουδέτερο τὸ, τοῦ, τῷ, τὸ. Γίναμε δυστυχώς τραγικοί μάρτυρες του βιασμού τής γλώσσας μας που ακολούθησε, πάντοτε χάριν της δικής μας «ευκολίας», και οι κανόνες άλλαξαν. Έτσι, οι «νέοι» και πιο «εύκολοι» κανόνες λένε πως το Ν άλλοτε παραμένει κι άλλοτε φεύγει. Παραμένει, λένε, όταν βρίσκεται μπροστά από τα άηχα στιγμιαία (η πιο «εύκολη» ονομασία των ψιλών κ, π, τ), ενώ φεύγει όταν βρίσκεται μπροστά από τα εξακολουθητικά (κομψό όνομα για τα τέως μέσα και δασέα γ, β, δ, χ, φ, θ) και μπροστά από τα μ, ν κλπ. Τα σημερινά, λοιπόν, παιδιά πρέπει να αποστηθίσουν άχρηστους και δυσνόητους γραμματικούς κανόνες. Το ίδιο δυστυχώς πρέπει να κάνουν και οι ξένοι, που επιθυμούν να μάθουν Ελληνικά.

Γράφει ο Άγγελος Τσοπανάκης, ακαδημαϊκός, στην ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΡΑΜΜΑΤΙΚΗ του (εκδόσεις «Εστία»): «Σε υπέρβαση των δικαιωμάτων και των δυνατοτήτων του προφορικού λόγου στηρίζονται και οι τρεχούμενοι κανόνες για το τελικό ν, που στον προφορικό λόγο αφομοιώνεται μπροστά σε μερικά σύμφωνα, διατηρείται όμως μπροστά σε άλλα. Οι κανόνες αυτοί είναι βέβαια φυσικοί, δηλ. αυτόματοι, για τον άνθρωπο που μιλά την γλώσσα του, έστω κι αν ο ίδιος ούτε τους ξέρει ούτε τους αντιλαμβάνεται, όχι όμως τόσο φυσικοί και για κείνον που την γράφει ή για έναν ξένο, γιατί αυτός πρέπει να τους απομνημονεύσει, με αποτέλεσμα την σύγχυση. Σε όλες τις Νεοελληνικές Γραμματικές, στους τύπους τον, την, του οριστικού και αορίστου άρθρου, των αντωνυμιών, αυτόν, αυτήν, κ.ά., το τελικό ν σημειώνεται μέσα σε παρένθεση: το(ν), τη(ν), μια(ν), αυτό(ν), αυτή(ν), δημιουργώντας έτσι την ψεύτικη εντύπωση ότι το ν είναι προαιρετικό, ότι δηλαδή μπορεί να παραλείπεται. Το ίδιο ισχύει και για τα δεν, σαν, μην, εκείνον, εκείνην, που γράφονται και προφέρονται κολοβά, επειδή συμβαίνει το τελικό ν να αφομοιώνεται στον προφορικό λόγο, μπροστά σε ορισμένα σύμφωνα. Άλλος όμως είναι ο προφορικός λόγος και άλλος ο γραπτός, και η παράλειψη του τελικού ν σ’ αυτούς τους γραμματικούς τύπους και σε άλλους, ιδιαίτερα στην αιτιατική τών αρσενικών σε –ος, στα θηλυκά ουσιαστικά, που έχουν όμοιο τύπο στην ονομαστική και αιτιατική (η) τύχη, (την) τύχη, και σε άλλες περιπτώσεις δημιουργεί προβλήματα στην άμεση κατανόηση του λόγου. Αυτό όμως είναι αντίθετο προς την αποστολή τής γραμματικής και την ανάγκη τής επικοινωνίας».

 

Το ν λοιπόν, ως αναπόσπαστο, μόνιμο, σταθερό και δομικό στοιχείο τής Ελληνικής γλώσσας, ΟΥΔΕΠΟΤΕ  πρέπει να παραλείπεται στον γραπτό λόγο. Άλλο ο προφορικός, όπου ο καθένας μπορεί ευχερώς να μιλάει αυθορμήτως, έστω κι αν κάνει λάθος, να κατανοεί και να κατανοείται, ενδεχομένως και παραλείποντας το ν, σε μερικές των περιπτώσεων. Στον γραπτόν όμως λόγο επιστρατεύεται η σκέψη τού καθενός για να γράψει και το μάτι μας δεν δέχεται εύκολα σοβαρά λάθη, έστω και αν αυτά συγχωρούνται ή υπονοούνται στον προφορικό. Για παράδειγμα, όταν δούμε γραμμένο «το βασιλέα», σίγουρα αισθανόμαστε την παρουσία τού ν, όταν μόνο το προφέρουμε, και σαφώς εκπλησσόμαστε, όταν το δούμε έτσι γραμμένο αντί «τον βασιλέα». Μόλις αρχίσουμε να λέμε «το φρόνιμο..» περιμένουμε να ακολουθήσει ουδέτερο γένος «το φρόνιμο παιδί», ας πούμε. Όταν όμως δούμε «το φρόνιμο δάσκαλο», θα χρειαστεί να γυρίσουμε νοερώς πίσω και να αποκαταστήσουμε σιωπηρώς το αρσενικό «τον φρόνιμο δάσκαλο», για να εξουδετερώσουμε την εκκρεμότητα. Το ν δεν χρειάζεται παρένθεση γιατί αποτελεί οργανικό στοιχείο τής γλώσσας μας και όχι επεισοδιακό, δηλ. ευφωνικό ή εφελκυστικό. Δεν υπάρχει κανόνας που να εξισώνει την γραφή, όταν μιλάμε για «το βάρβαρο έθιμο και το(ν) βάρβαρο άνθρωπο».

Προσοχή επίσης χρειάζεται και στην ορθή γραφή τού αρνητικού μορίου δεν, το οποίο συγχέεται με τον σύνδεσμο δε. Στην φράση «η κατάσταση αυτή δε συνοδεύεται από πόνο» ο αναγνώστης αδυνατεί να κατανοήσει την ορθή έννοια, αφού δεν ξέρει το δε σε τι αντιστοιχεί. Σε αρνητικό μόριο ή αντιθετικό σύνδεσμο;

Σύμφωνα με πορίσματα της Ιατρικής Επιστήμης, η εκφορά του φθόγγου Ν συντελεί στο να αποκαθαίρεται το αίμα με επί πλέον εισροή οξυγόνου και αρτιώτερη οξυγόνωση του εγκεφάλου, με αποτέλεσμα να ενισχύεται το «νοείν», η «νόησις». Και δεν είναι καθόλου τυχαίο που η Ελληνική γλώσσα προτίμησε το γράμμα Ν για να δώσει όνομα στον ΝΟΥΝ, στην ΝΟΗΣΗ, στον ναό, στην νίκη, στο νέμω, στο νεύρον, στο νεύω… Το «γιγΝώσκω» και επομένως η «γΝώμη» προϋποθέτουν κριτική-νοητική διεργασία.

 

Θα κλείσω, παραθέτοντας ένα απόσπασμα του Οδυσσέα Ελύτη, από το κείμενό του «Για μιαν οπτική του ήχου», όπου σχολίαζε φανερώς ενοχλημένος την αποβολή του τελικού ν από την γλώσσα μας: «… Η πρωτεύουσα σ’ όλο το μάκρος της είχε γεμίσει τρύπες. Όχι απ’ αυτές που ανοίγουν οι εργάτες του Δήμου στους υπονόμους. Μιλώ για τις άλλες, πάνω στις προσόψεις των υψηλών κτηρίων, όπου προσεκτικά στήνονται οι επιγραφές εταιρειών, ιδρυμάτων και καταστημάτων. ΦαρμακείΟ, ΚαφενείοΟ, ΑιματολγικΟ ΚέντρΟ, ΠαιδαγωγικΟ ΙνστιτούτΟ. Που ο Θεός να βάλει το χέρι του… μήπως του ’φυγε του μπογιατζή το τελευταίο ψηφίο κι έμεινε ανολοκλήρωτο από αμέλεια ή, δεν αποκλείεται, από οικονομία;

Μα είναι δυνατόν; Να σου φτιάχνει ο ράφτης ένα ωραίο σακκάκι που το ένα του μανίκι τού λείπει, κι εσύ να κυκλοφορείς με καμάρι; … Φαίνεται πως η ζωή αυτή δεν έγινε για να επιτευχθεί “κάτι δύσκολο ή κάτι το υψηλό”. Καθόλου. Έγινε για την ευκολία μας. “Πονάει δόντι, βγάζει δόντι” που έλεγαν οι παλαιοί. “Πονάει περισπωμένη. Βγάζει περισπωμένη· πονάει δασεία, βγάζει δασεία. Και λαμπρά ταιριάζουν όλα”.

Συγγνώμην, αλλά το σώβρακό σου δεν τ’ αφήνεις να φαίνεται ποτέ του. Αλλά το φορείς. Δεν είναι το πρακτικό μέρος των πραγμάτων που πρωτεύει στην ζωή μας. Τα τρία τέταρτα της ανθρωπότητας διαβιούν κατά λάθος. Διαγράφουν το περιττόν, και ας είναι ωραίον, κερδίζοντας μερικά εικοσιτετράωρα πλήξης… Κανένας Ηρώδης δεν θα τολμούσε να διατάξει τέτοια γενοκτονία όπως αυτή του τελικού ν· εκτός κι αν του ’λειπε η οπτική τού ήχου…».  

 

Ο Χρήστος Βλαχογιάννης είναι Καθηγητής Μουσικής & Διευθυντής Χορωδιών

vlaxojohnmes@gmail.com 

 

Δεν υπάρχουν σχόλια