Header Ads

Η μαγεία της ετυμολογίας (Φ.1889)

   

 Η ΜΑΓΕΙΑ ΤΗΣ ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑΣ

«Ετυμολογικές προσεγγίσεις»

Γνωστά και καθημερινά –95
 

 

     Γράφει ο Χρήστος Βλαχογιάννης*

 

 

Αγαπητοί αναγνώστες, ζητώ συγγνώμη για την κατάχρηση του χώρου, που μου διατίθεται από την φιλόξενη «Φωνή της Κορινθίας», καθώς σήμερα το άρθρο μου δεν θα είναι στα γνώριμα πλαίσια.

Θα μου επιτρέψετε να αναφερθώ σε κάτι πολύ σπουδαίο που έγινε στην πατρίδα μου, το Μεσολόγγι, αυτές τις μέρες, πριν 198 χρόνια. Ήταν τότε που κάποιοι «τρελλοί» αποφάσισαν να πεθάνουν παρά να σκλαβωθούν στους απείρως πολυαριθμότερους Τούρκους, θεωρητικώς μην έχοντας την παραμικρή ελπίδα να επιβιώσουν.

Εκείνο όμως που κάνει αυτήν τους την απόφαση τεράστια και μοναδική στα ανθρώπινα χρονικά είναι που το συναποφάσισαν ομοφώνως, χωρίς να βρίσκονται σε καθεστώς οποιουδήποτε εξαναγκασμού.

Άντεξαν πολιορκίες τεσσάρων χρόνων από Τουρκικά και Αιγυπτιακά στρατεύματα. Μόλις λίγες χιλιάδες ψυχωμένων αγωνιστών ντρόπιασαν πολλές χιλιάδες εμπειροπόλεμων στρατιωτών, με σύγχρονο εξοπλισμό, που δεν μπορούσαν να καταλάβουν το «καλυβάκι» -κατά τον Διονύσιο Σολωμό- παρά τις λυσσαλέες προσπάθειές τους.

Ήταν όμως η πείνα και η εξαθλίωση, που έπαιξαν καταλυτικό ρόλο στην πτώση τού Μεσολογγίου.

Όσο βοηθούσε ο Μιαούλης με τα καράβια του και τους ανεφοδίαζε ήταν καλά, άντεχαν. Η μητέρα πατρίδα, βλέπετε, είχε άλλα στον νου της και δεν επεδείκνυε και μεγάλο καημό να βοηθήσει το δόλιο Μεσολόγγι. Ασχολιόταν με το μοίρασμα των αξιωμάτων. Δεν ευκαιρούσαν ν’ ασχοληθούν με το, έτσι κι αλλοιώς, καταδικασμένο Μεσολόγγι. Είχαν να ρυθμίσουν τα διάφορα «θαλασσοδάνεια» από τους «προστάτες» μας, που, ούτε λίγο ούτε πολύ, ζητούσαν για ενέχυρο κομμάτια ελεύθερης Ελληνικής γης.

Στις πολλές και διάφορες προτάσεις για συνθηκολόγηση που τους έκαναν οι Τούρκοι, απαντούσαν με τόσο παραστατικές και υπερήφανες εκ­φράσεις σαν αυτές εδώ:

«Τα κλειδιά τού Μεσολογγίου είναι κρεμασμένα στις μπούκες των κανονιών μας».

«Πεθαίνουμε, αλλά δεν προσκυνάμε».

«Ημείς υπογράψαμε ιδιοχείρως τον θάνατό μας∙ και τούτο πάντοτε προ οφθαλμών έχοντες, πάσα άλλη διαπραγμάτευσις εί­ναι μηδέν δι’ ημάς»

Τα «Ελληνικά Χρονικά», η εφημερίδα που λειτουργούσε στο Μεσολόγγι και που διηύθυναν ο Ελβετός γιατρός, Ιωάννης Ιάκωβος Μάγερ, και ο Έλληνας τυπογράφος, Δημήτρης Μεσθενεύς, στο φύλλο τους της 11 Ιουλίου 1825, γράφουν ότι οι προτάσεις αυτές για συνθηκολόγηση «ἀντίκεινται εἰς τὴν ἐθνικὴν τιμὴν καὶ δὲν εἶναι δεκταὶ νὰ καταχωρηθῶσιν εἰς ἑλληνικὴν ἐφημερίδα».

 

Ήταν άνοιξη, Απρίλης, η χαρά της φύσης. Κι όμως αυτήν την φύση δεν μπορούσαν να χαρούν οι «Ελεύθεροι Πολιορκημένοι». Αυτοί ζούσαν το δικό τους δράμα κι αντί για την χαρά της αναγέννησης, αυτοί έβλεπαν να έρχεται όλο και πιο κοντά τους ο θάνατος. Κι όμως, ούτε αυτή η ιδέα κατάφερε να τους αλλάξει τις συνήθειες και την ζωή τους.

 

Ο Νικόλας Σπηλιάδης γράφει για τα εχθρικά πολεμικά πλοία: «...φυλάττουν τον αποκλεισμόν με τόσην αυστηρότητα και προσοχήν, ώστε ουδέ το πτηνόν, το δη λεγόμενον, δεν ημπορεί να περάση εκείθεν δια το Μεσολόγγι».

Κι αφού ο κλοιός έγινε ασφυκτικός και κάθε ελπίδα εξέλιπε, κι αφού υπερέβησαν κάθε ανθρώπινη ικμάδα σθένους και ψυχικής δύναμης, οι Μεσολογγίτες συναποφασίζουν την ηρωική Έξοδο. Σκληρή απόφαση, χωρίς γυρισμό. Ή θα ζήσουμε ή θα πεθάνουμε. Σκλάβοι των Τούρκων δεν γινόμαστε.

Οι τελευταίες λεπτομέρειες προκαλούν ανατριχίλα. Η φρικιαστική σκέψη να θανατώσουν οι μανάδες τους τα μικρά παιδιά για να μην κλάψουν και προδώσουν το σχέδιο δεν πέρασε, μετά και την οργισμένη αντίδραση του επισκόπου, Ιωσήφ των Ρωγών. Επικρατεί η σκέψη τελικά, τα μικρά παιδιά όλα να τα ποτίσουν αφιόνι οι γονείς, άμα σκοτιδιάσει.  

Οι άρρωστοι, οι τραυματισμένοι και οι γερόντοι, μεταφέρον­ται αποβραδύς στα σπίτια, όπου ώρισαν οι καπεταναίοι, και τους προμηθεύουν πολεμοφόδια και νεράκι για να αμυνθούν μέχρι την τελευταία τους στιγμή.

Ο γέρο-Καψάλης, που το πρωί εκείνης της ημέρας έθαψε την γυναίκα του, αφού έδωσε κουράγιο στον απαρηγόρητο γιό του, τον αποχαιρέτησε ατάραχος μ’ όλη του την στοργή, κι ύστερα γυρνώντας κούτσα-κούτσα τις γειτονιές, ακουμπισμένος στη χον­τρή μαγκούρα του, προσκαλούσε όσους ήθελαν ν’ ακολουθήσουν την τύχη του να συναχτούνε στα Καψαλέικα σπίτια, όπου ήταν η πυριτιδαποθήκη. Κι έβαλε φωτιά…

Το Μεσολόγγι φαντάζει από μακρυά «σαν πυρωμένος φούρ­νος» — γράφει ό Κασομούλης — κι ύστερα... παραδίνεται στην Αθανασία.

Αυτό με λίγα λόγια έγινε τότε... Τότε, που η ψυχή είχε καταδαμάσει την ύλη... Και το πήραν οι ποιητές και το έκαμαν ωδές και τραγούδι. Και οι ζωγράφοι ατίμητους πίνακες. Και οι μουσουργοί παθητικές συμφωνίες. Και οι γλύπτες μνημεία τέχνης αθάνατα. Και ο λαός, ο ανώνυμος, παραμύθι και μοιρολόι. Και η αδέκαστη Ιστορία, το κατέγραψε με ανεξίτηλα γράμματα στις λαμπρότερές της σελίδες.

Κι από τότε, κάθε χρόνο, όσο θα ζει το Μεσολόγγι, κι’ όσο θα υπάρχει Ελληνισμός, Σάββατο τού Λαζάρου και Κυριακή τών Βαγιών, μέσα στο αέναο κύλισμα των καιρών, θα γίνεται πάντα, στον σεπτό χώρο του Κήπου των Ηρώων, μια νοερή αναπαράσταση αυτού του μεγάλου εθνικού μας δράματος, για να διατηρείται ακμαία και αδιάλειπτη η ιστο­ρική συνέχεια της φυλής.

 

«Νὰ ζῇ τὸ Μεσολόγγι…»

 

Ο Χρήστος Βλαχογιάννης είναι Καθηγητής Μουσικής & Διευθυντής Χορωδιών

vlaxojohnmes@gmail.com 

 

 

 

Δεν υπάρχουν σχόλια