Η μαγεία της ετυμολογίας (Φ.1895)
Η ΜΑΓΕΙΑ ΤΗΣ ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑΣ
Γράφει ο Χρήστος Βλαχογιάννης*
Φτάσαμε αισίως την κατοστάρα και στα «Γνωστά και καθημερινά»! Όρεξη να ’χουμε να τα κάνουμε 200 και πάει λέγοντας.
Σήμερα, που λέτε, μου ήρθε μια ιδέα για ετυμολόγηση κάποιων λέξεων, αφορμή λαβών εκ της «αφρικανικής σκόνης», που εδώ και κάποια χρόνια ’γκαινιαστήκαμε και τείνει να γίνει δεύτερη φύση μας, να μην μπορούμε, δηλαδή, να ζήσουμε χωρίς αυτήν, χωρίς το ρομαντικό της κιτρινόχρυσο χρώμα, τις πιτσιλιές στα αυτοκίνητά μας, την πνιγηρή ατμόσφαιρα, τον φιλτραρισμένο (ήγουν πεντακάθαρο) αέρα και λοιπές ευεργεσίες της. Αλλά κι αυτή, δεν λέω, μας αγαπάει και μας προτιμάει! Όλο κατά δω έρχεται, κατά τα βόρεια. Μόνο κατά Ευρώπη μεριά. Δεν πάει καθόλου κατά κάτω την Αφρική, δεξιά κατά το Ισραήλ, που μάχεται για τα δικαιώματά του στην αυτοάμυνα εναντίον των καλοοργανωμένων και φιλοπόλεμων γυναικοπαίδων της Παλαιστίνης, ούτε και κατά τους πετρελαιάδες του Κόλπου (μόνο κάτι βροχές-πλημμύρες τους ρίχνει, για να μην ξεχνάνε πως δεν είναι ποτέ σίγουροι για τα μεγαλεία τους). Καλά, η Αμερική πέφτει μακρυά. Πού να διανύσει τόσες χιλιάδες χιλιόμετρα; Θα …ξεκιτρινίσει από την διαδρομή, οπότε δεν θα είναι …χρήσιμη!
Ας ξεκινήσω, λοιπόν, με την λέξη σκόνη ή κόνις, όπως είναι κανονικά η ονομασία της.
Η ρίζα της είναι το ρήμα σκέλλω (=ξηραίνω, στεγνώνω) κι αυτό εκ του κρατύνω ή καρτύνω (=σκληρύνω, ενισχύω, διοικώ, κυβερνώ, κατέχω, εξ ου και κράτος), με ρίζα καρ-. Καρ- >σκαρ- >σκερ-, με α>ε, >σκελ-, με ρ>λ, >σκέλλω. Από το σ-κέλ-λω παίρνουμε την ρίζα κελ- > κολ- (ε>ο) >κον- (λ>ν) >κόν-ις, που σημαίνει την σκόνη, την τέφρα, την στάχτη.
Ιδίας ρίζας είναι και η λέξη κονιορτός, με δεύτερο συνθετικό της το ρήμα όρνυμι (=σηκώνω, εξεγείρω, κινώ, παρορμώ), που σημαίνει την σκόνη που σηκώνεται. Η ίδια λέξη στην καθομιλουμένη είναι κουρνιαχτός, με ο>ου και μετάθεση γραμμάτων.
Θυμάμαι ένα λογοπαίγνιο που λέγαμε μικροί, στηριζόμενο στην ντοπιολαλιά μας, με χαρακτηριστικό της το να κόβουμε τα φωνήεντα. «Σ’κών’ σκόν’» [σηκώνει σκόνη]! Όταν το βλέπεις γραμμένο ενδεχομένως καταλαβαίνεις. Όταν τ’ ακούς όμως και δεν είσαι συνηθισμένος, είναι λίγο δύσκολο να καταλάβεις.
Δεν ξέρω αν θυμάστε, αλλά κάποια στιγμή είχα προσπαθήσει να ετυμολογήσω τα επώνυμα των πολιτικών μας. Βέβαια τότε δεν υπήρχε ο περίφημος αεράτος κομήτης ονόματι Κασσελάκης, που καμαρώνει για τις πρωκτικές του προτιμήσεις. Τώρα όμως υπάρχει και ιδού η πρόκληση! Ψάχνουμε την λέξη κασσέλα, που είναι εμφανές πως προέρχεται από την κάσσα, ένα αποθηκευτικό χώρο, δηλαδή.
Η ετυμολογία παραπέμπει στο ρήμα κάπτω (=εσθίω, τρώγω), από το οποίο προήλθε η λέξη κάμψα, κάψα (=θήκη, θέμα μέλλοντος κάψ-) και καμψίον (=δοχείο), εκεί δηλαδή που αποθηκεύουμε τα προς βρώσιν. Συναφές, εκ της ιδίας ρίζας, είναι και η κάψουλα, μια θήκη ουσιαστικά, όπου υπάρχει το φάρμακο που μας γιατρεύει; Θυμήθηκα την ποντιακή λέξη χαμψία, που σημαίνει το μικρό ψαράκι, τον γαύρο, που τον κάνουμε «μια χαψιά». Όπως παρατηρείτε, η ποντιακή αυτή λέξη διασώζει αυτούσια την ελληνική ρίζα, με μόνον την συνήθη τροπή τού –κ σε –χ. Είμαι δε σχεδόν σίγουρος πως η ζητούμενη λέξη κάσσα έχει την ίδια ρίζα, αφού σημαίνει έναν αποθηκευτικό χώρο. Κάσσα λέμε και το χρηματοκιβώτιο αλλά και το φέρετρο. Ακριβώς έτσι λέγεται και στα γαλλικά (caisse), στα ιταλικά (cassa), στα ισπανικά (caja), στα αγγλικά (cash) και στα γερμανικά (Kasse).
Τώρα, το αν, το τι και το πού αποθηκεύει ο Κασσελάκης, επαφίεται στην ευχέρεια του καθενός σας να ανακαλύψετε.
Όμως, κακά τα ψέμματα, μας εξιτάρει (όπως λέμε, χρησιμοποιώντας το γαλλικό αντιδάνειο exciter, που στην κυριολεξίας σημαίνει παρακινώ) να ψάξουμε να βρούμε λεπτομέρειες για την ζωή του, την αποστολή του, τις διαθέσεις του.
Το ρήμα, λοιπόν, από το οποίο προήλθε το αντίστοιχο γαλλικό είναι το κίω (=πορεύομαι, πηγαίνω, έρχομαι). Το κίω όμως έχει ρίζα το κιχάνω, με την ίδια σημασία και τα δύο με το πολύ σπουδαίο ομηρικό, ίημι, για το οποίο έχουμε μιλήσει και χρησιμοποιήσει πάμπολλες φορές. Το δε κίω μάλλον προέκυψε από αναγραμματισμό του ίκω (θέμα εκ του παρακειμένου του ίημι, ε-ίκα).
Στην λατινική το ρήμα είναι ex+cio (=εκκινώ), στην γαλλική, όπως είπαμε, exciter, στην ιταλική eccitare, στην ισπανική excitar, και στην αγγλική excite. Η σημερινή σημασία όλων αυτών στις ευρωπαϊκές γλώσσες δηλώνει ενθουσιασμό, ως απόρροια της παρακίνησης.
Να παρακινείτε συχνά τον εαυτό σας να ερευνά. Είναι πολύ ωραίο συναίσθημα και καύχημα να ανακαλύπτεις πράγματα μόνος σου και εν τέλει να μην τρως αμάσητα όσα σερβίρονται απ’ αυτούς που έχουν συμφέρον να το κάνουν, για να αποπροσανατολίσουν. Μέγα παράδειγμα ο Κασσελάκης, για τον οποίον ολίγιστοι είναι εκείνοι που στάθηκαν με καχυποψία στο ποιος πραγματικά είναι και τι ακριβώς επιδιώκει στην πολιτική ζωή τής χώρας μας.
Ο Χρήστος Βλαχογιάννης είναι Καθηγητής Μουσικής & Διευθυντής Χορωδιών
Αφήστε ένα σχόλιο