Η μαγεία της ετυμολογίας (Φ.1897)
Η ΜΑΓΕΙΑ ΤΗΣ ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑΣ
Γράφει ο Χρήστος Βλαχογιάννης*
Το ’φερνα πολύν καιρό βόλτα να ετυμολογήσω αυτήν την (κατ’ εμέ και πολλούς άλλους) αδιανόητη «υπερηφάνεια», να δηλώνεις και να διαδηλώνεις με ποιον τρόπο σου αρέσει να «την βρίσκεις», λαϊκιστί.
Ούτως ή άλλως, θα μου πείτε, η κοινωνία βρίσκεται σε μια διαρκή παρακμή, με μόνιμη επωδό το «έτσι μ’ αρέσει» ή ακόμα χειρότερα «έχω δικαίωμα». Έχει εκπέσει το ήθος, αυτό που οι άνθρωποι δημιούργησαν και συναπεδέχθησαν να αποτελέσει τις βάσεις, τους αποδεκτούς κανόνες της μετέπειτα οργανωμένης κοινωνίας. Η κατάντια της πλήρους χαλάρωσης και της ανυπαρξίας ήθους είναι όσα απίστευτα «παρελάζουν» στους δέκτες μας, για να συνηθίζουμε στην ιδέα πως είναι φυσιολογικό (συμβαίνει, δηλαδή, τι μπορούμε να κάνουμε;) ένα κτήνος να ασελγεί σε ένα κοριτσάκι κι επειδή δεν του κάθεται να το σκοτώνει στην ψύχρα, ένας «φίρμας» να δέρνει αλύπητα την σύζυγό του και να κυκλοφορεί ελεύθερος μετά, άλλος να ωθεί και να ωθείται από ζώα, άλλος/η να καμαρώνει και να χάνει το μέτρημα με πόσους ερωτικούς συντρόφους έχει πάει, άλλοι να επιδεικνύουν τα κάλλη τους, ντυμένοι σαν καρικατούρες και πάει λέγοντας…
Ας με συγχωρήσετε για τον μακρύ μου πρόλογο, μα έχω απαυδήσει με την ανοχή τής …κενωνίας μας σε κάθε τι ακραίο και διεστραμμένο, υπό τον μανδύα του δήθεν φυσιολογικού.
Η υπερηφάνεια, λοιπόν, είναι σύνθετη λέξη εκ του υπέρ+φαίνομαι, υπερπροβάλλομαι, δηλαδή. Πόσο ακριβής είναι η λέξη και πόσο ταιριαστή με αυτό ακριβώς που κάνουν όσοι εξευτελίζουν εκουσίως τον εαυτό τους;
Οι ευρωπαϊκές γλώσσες έχουν για την υπερηφάνεια λέξεις διαφορετικής ρίζας. Οι Λατίνοι, επί παραδείγματι, λένε ferus το άγριο ζώο και γενικώς τον άγριο, με ελληνική προέλευση εκ του φηρ >θηρ (=θηρίο). Εκ της λατινικής πέρασε στην γαλλική ως fier και fierté η υπερηφάνεια, στην ιταλική fiero & fierezza αντιστοίχως, fiero & fiereza για τους Ισπανούς και fierce & fieriness για τους Άγγλους. Η σχέση τους με το θηρίο είναι προφανώς το ανυπότακτο του ζώου, που γέννησε τον αντίστοιχο χαρακτηρισμό για τον άνθρωπο.
Η αγγλική λέξη pride, που χρησιμοποιείται από τους «δικαιωματιστές» για να περιγράψουν την δική τους «υπερηφάνεια», θα μπορούσε να αποδοθεί στην ελληνική ως καμάρι, με την έννοια της τιμής, που απορρέει όμως από ένα γεγονός και που συνήθως δεν αφορά αμέσως τον υπερηφανευόμενο. Π.χ. είμαι υπερήφανος για ένα συγγενικό μου πρόσωπο, που κατόρθωσε κάτι σπουδαίο, για ένα φίλο μου κ.ο.κ. Δυστυχώς δεν μπόρεσα να βρω πειστική ετυμολογία. Οι Ιταλοί και οι Ισπανοί χρησιμοποιούν την λέξη orgoglio & orgoglioso και orgullo & orgulloso, για να περιγράψουν την υπερηφάνεια και τον υπερήφανο. Υποψιάζομαι πολύ σοβαρά πως η ετυμολογία των ανάγεται στο ελληνικώτατο όργιο (=πράξη, τελετή θυσίας), εκ του έρδω (=πράττω, εκτελώ έργα, θυσιάζω).
Όταν θέλουμε να περιγράψουμε όλα όσα συμβαίνουν στις μέρες μας, συνήθως εκφραζόμαστε με την λέξη μπάχαλο.
Για την λέξη υπάρχουν αρκετές προτεινόμενες ετυμολογίες. Ξεχώρισα και σας παρουσιάζω δύο απ’ αυτές, που κατά την άποψή μου είναι πιο κοντά στο νόημα που του αποδίδουμε σήμερα, αυτό της μεγάλης αναστάτωσης, της απουσίας πειθαρχίας, της μη διαχειριζόμενης κατάστασης.
Η πρώτη, που θεωρώ πως έχει επηρεάσει και την δεύτερη, έχει την ρίζα της στον Θεό Βάκχο ( ή Ίακχος, ιαχή= δυνατή φωνή), τον Διόνυσο, δηλαδή, και τα μ’ αυτόν συνδεόμενα. Οι ακόλουθες του Θεού ήταν οι Μαινάδες ή Βακχίδες, εκ του βάζω [=ομιλώ, φωνάζω δυνατά, ρίζα φα- >βα-, του φημί (=λέγω) + άγω]. Στην λατινική Bacchanalia είναι τα Βακχεία και bacca η δάφνη (ιερό φυτό και του Διονύσου). Στην γαλλική ο πάταγος (=μεγάλος θόρυβος) είναι bacchanal και η κραιπάλη bacchanale. Αντιστοίχως στην ιταλική baccano & baccanale, στην ισπανική bacanal (=ο πάταγος), στην αγγλική baccanals & bacchanal, και στην γερμανική Bacchantil (=ο πάταγος).
Είναι φανερή, λοιπόν, η σχέση των Βακχίδων, των Μαινάδων (σε κατάσταση έκστασης εξέβαλαν κραυγές, έκαναν πράγματα που απαιτούσαν τρομερή μυϊκή δύναμη και εμφάνιζαν βίαιη συμπεριφορά) με το σημερινό μπάχαλο, που απ’ έχει όλα αυτά.
Η δεύτερη άποψη έχει να κάνει με τους σωματοφύλακες της ρωμαϊκής εποχής, τους λεγόμενους λιγάτορες, που κρατούσαν μπαστούνια, στην λατινική baculum, αφ’ ενός για να απωθούν τον κόσμο, να ανοίγουν δρόμο και να προστατεύουν τον ευγενή πατρίκιο (το αφεντικό τους). Και πάλι η λέξη baculum για το μπαστούνι, ως εργαλείο συμπλοκής ή αναστάτωσης και τα όσα μπορεί αυτό να δημιουργήσει, νομίζω πως έλκει την καταγωγή της από την ίδια ελληνική ρίζα. Πολλές φορές, όταν θέλουμε να αναφερθούμε σε μια συμπλοκή, λέμε «έπεσε ξύλο» ή «χρειάζεται βούρδουλας», με το όργανο να δηλώνει το συμβάν ή την κατάσταση.
Πώς μας λέγανε παληά οι γονείς μας; «Άμα βρεις φαΐ, κάτσε, άμα βρεις ξύλο, τρέχα». Σοφή η προτροπή και πράξτε αναλόγως…
Ο Χρήστος Βλαχογιάννης είναι Καθηγητής Μουσικής & Διευθυντής Χορωδιών
Αφήστε ένα σχόλιο