Η μαγεία της ετυμολογίας (Φ.1899)
Η ΜΑΓΕΙΑ ΤΗΣ ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑΣ
Γράφει ο Χρήστος Βλαχογιάννης*
Να σας πω, τώρα που σφίξανε για τα καλά οι ζέστες, χρειαζόμαστε πολλά υγρά, να αναπληρώνουμε αυτά που χάνει ο οργανισμός λόγω ιδρώτα. Και τι καλλίτερο από ένα δροσερό και φυσικό χυμό!!
Ο χυμός παράγεται εκ του ηχομιμητικού χέω, που ουσιαστικώς σημαίνει χύνω αλλά και σκορπίζω, ρίχνω χώμα και σχηματίζω λόφο ή σωρό, αφήνω να πέσει κάτι κάτω, τήκω, υγροποιούμαι… Υποστηρίζεται το ηχομιμητικό τού ρήματος διότι όταν εκχύνονται στερεά (σε μορφή κόκκων), άμμος, χώμα, σιτηρά.., ακούγεται ένα παρατεταμένο χχχ.
Εκ του παρακειμένου του ρήματος κέ-χυ-κα, κρατάμε το θέμα και σχηματίζουμε τον χυ-μό.
Προσέξτε όμως, γιατί μπορεί απ’ τους πολλούς χυμούς να έρθετε στην δυσάρεστη θέση να πάθετε ό,τι σοβαρό παθαίνει ένας μεγάλος σε ηλικία άνθρωπος, όπως ακριβώς το διατυπώνει η σοφή λαϊκή ρήση: «Ή από πέσιμο ή από χέσιμο». Ή να πέσει, δηλαδή, και να τραυματιστεί θανάσιμα ή να χεστεί και να απέλθει εις Κύριον (φαντάζομαι πως η δεύτερη προϋπόθεσις μάλλον χάριν γέλωτος έχει συμπεριληφθεί).
Σίγουρα θα αναρωτιέστε πώς μου ’ρθε κι «έχωσα» την λαϊκή ρήση στο χέω και στον χυμό. Έλα όμως που έχει άμεση σχέση, καθώς το απαρέμφατο του χέω είναι χεί-σθαι και εκ του θέματος χει-, με σ>ζ, δημιουργείται το χέζω, που σημαίνει πως εκχύνονται διάφορα περιττά εκ της μοναδικής οδού-εξόδου, που η φύσις έχει προβλέψει να γίνεται αυτό και μόνον αυτό. Τώρα, αν μερικοί χρησιμοποιούν την έξοδο αυτή και για …είσοδο, αυτό εμπίπτει στα «περί ορέξεως» και είναι αδιαπραγμάτευτο, όχι όμως μη σχολιάσιμο.
Στις ευρωπαϊκές γλώσσες τώρα για τον χυμό. Ξεκινάμε από τους Λατίνους, που τον λένε jus, εκ του ελληνικού ζωμός, ζύμη, ζουμί (ετυμολογούμενα εκ του ζέω). Οι Γάλλοι ακριβώς το ίδιο με τους Λατίνους (με την λέξη να έχει την διπλή έννοια του χυμού και του ζωμού), οι Ισπανοί jumo, jugo, quimo (zumoso=χυμώδης), οι Άγγλοι juice, και οι Γερμανοί Saft & Chymus (το πρώτο εκ του sapa κι αυτό εκ του οπός= ο γαλακτώδης χυμός των φυτών). Σχετικώς με την καταγωγή του ιταλικού succo, πιθανολογώ πως πρόκειται για το σύκο, του οποίου ο χυμός είναι γαλακτώδης, δηλαδή, οπός.
Ως γενική παρατήρηση θα έλεγα πως ο φυσικός χυμός των φρούτων αποτελεί ένα σίγουρο και αβλαβέστατο φάρμακο. Το φάρμακο όμως πόθεν; Άκρως ενδιαφέρουσες οι απόψεις περί της ετυμολογίας του.
Φάρω [εκ του φέρω, με ε>α, άφαρ =ευθύς, αμέσως (επιτ. α+φάρω)] + μαγ-μός (=κάθαρση, εκ του μάσσω, διότι για την δημιουργία του φαρμάκου απαιτείται κοπή και μάσημα βοτάνων).
Φάρω + άκος ή άκεσις (=ανακούφιση, εκ του ακέομαι =καταπραΰνω, θεραπεύω, διορθώνω, βρίσκω φάρμακο), όταν πρόκειται για θετική έκβαση του φαρμάκου στον ασθενή. Όταν πρόκειται για κακή τοιαύτη, προτείνεται το φάρω + άχος (=πόνος, λύπη, αθυμία, ηχομίμητη λέξη εκ του επιφωνήματος αχ, που εκβάλλεται επί πόνου, θλίψης κλπ.).
Ενδιαφέρον παρουσιάζει και η απόδοση του φαρμάκου στις ευρωπαϊκές γλώσσες, με την ελληνική του ρίζα να είναι το ρήμα μέδομαι, μήδομαι (=σκέφτομαι, πράττω κάτι με επιδεξιότητα. Μέδω σημαίνει φροντίζω και μήδος το επινόημα, η φροντίδα, το σχέδιο). Οι Λατίνοι είπαν medeor το θεραπεύω, ιώμαι και από κει πέρασε στην γαλλική ως médecine (=η ιατρική) και médecin (=ιατρός). Αντιστοίχως στην ιταλική medicina και mèdico, στην ισπανική medicina και médico, στην αγγλική medicine και medic (σπάνιο) και στην γερμανική Medizin και Mediziner.
Το πολύ συνηθισμένο doctor (=ιατρός) της αγγλικής έχει την ρίζα του στο ρήμα δάω, δάσκω (=διδάσκω). Σχετικό είναι επίσης το ρήμα δοκέω-ώ (=πιστεύω, σκέφτομαι, νομίζω). Η ρίζα δάνεισε την λατινική με το doceo (=διδάσκω) και το disco (=μαθαίνω). Στην γαλλική αυτός που διδάσκει λέγεται docteur, στην ιταλική dottore, στην ισπανική, αγγλική και γερμανική doctor κι από κει πέρασε και σ’ εμάς ως αντιδάνειο και τον αποκαλούμε το ίδιο.
Πιάστε, λοιπόν, κάνα ορεινό μέρος για δροσιά, όπως το πανέμορφο Πήλιο, όπου φύονται τα ¾ της παγκόσμιας ποικιλίας βοτάνων και δη θεραπευτικών και ξεχάστε τους γιατρούς, που είναι και κατά τι ακριβότεροι (μην το πάρετε τοις μετρητοίς, καθ’ ότι λέμε και καμμιά μ…, να περνάει η ώρα)!!
Το Πήλιο ετυμολογείται εκ του πάλλω (=τινάζομαι , πηδώ, αόρ. έ-πηλ-α. Από αυτό το θέμα τού αορ. και ο Πηλ-εύς, που υποδηλώνει την γρηγοράδα και την ορμητικότητά του ως πολεμιστού.
Ο Χρήστος Βλαχογιάννης είναι Καθηγητής Μουσικής & Διευθυντής Χορωδιών
Αφήστε ένα σχόλιο