Header Ads

Η μαγεία της ετυμολογίας (Φ.1900)

 

 Η ΜΑΓΕΙΑ ΤΗΣ ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑΣ

«Ετυμολογικές προσεγγίσεις»

Γνωστά και καθημερινά –105
 

 

     Γράφει ο Χρήστος Βλαχογιάννης*

 

 

 

Θα έχετε φαντάζομαι ακούσει για τον Διογένη τον Κυνικό, τον ανατρεπτικό αρχαίο φιλόσοφο, σημαντικό εκπρόσωπο της κυνικής φιλοσοφίας, που με το φανάρι του γυρνούσε και μέρα και νύχτα και έψαχνε «να βρει άνθρωπο», κατά πως έλεγε ο ίδιος. Πιστεύω πως σας είναι επίσης γνωστή και η ιστορία με την Κορίνθια εταίρα, Λαΐδα, της οποίας τα κάλλη ο Διογένης ηχηρώς και φανερώς απαξίωνε να γευτεί. Όταν αυτή το έμαθε, θέλησε να τον εκδικηθεί και του έταξε μια νύχτα δωρεάν στον οντά της. Ο Διογένης, μη έχοντας να χάσει κάτι, δέχτηκε. Η Λαΐς τον υποδέχτηκε σε ένα σκοτεινό δωμάτιο αλλά στην θέση της είχε βάλει μια άσχημη υπηρέτρια, αλλαγή την οποίαν δεν αντελήφθη ο Διογένης. Το πρωί, η εταίρα είχε φροντίσει να μάθει όλη η Κόρινθος το πάθημα του φιλοσόφου αλλά αυτός απτόητος είπε την περίφημη φράση, πως «Λυχνίας σβεσθείσης, πάσα γυνή Λαΐς»!

Όλην αυτήν την εισαγωγή, αγαπητοί μου αναγνώστες, την έκανα για να φτάσω στην ετυμολογία του λύχνου, της λυχνίας.

 

Ο λύχνος ετυμολογείται εκ των λύκη+νέω (=μεταφέρω), με κ>χ, και σημαίνει το φως που μπορεί να μεταφερθεί. Η λύκη όμως εκ του λάμπω, που κι αυτό είναι σύνθετο εκ του επιτατ. λα + άπτω. Λάπ- > λύπ- (α>υ) >λύκ- (π>κ) >λύκη, αλλά και ο λύκος, που ονομάστηκε έτσι γιατί λαμβάνει (τρώει, σκοτώνει) ζώα εκ της αγέλης.

Εκ της λύκης προέρχεται και ο λευκός, με υ>ευ, όπως πυνθάνομαι >πεύσις.

 

Εάν ο Διογένης ζούσε στην σύγχρονη εποχή, κατά πάσα πιθανότητα οι «έξυπνοι» θα τον έλεγαν βλάκα ή ακόμα πιο λαϊκά, μάπα. Η λέξη είναι ο μαψ ή μάπας, εκ του μη+άψις (=ψαύση, εκ του άψω, μέλλοντος του άπτω. Άψη φρενών=διατάραξη, παραφροσύνη), που σημαίνει ματαίως, ανώφελα, στα χαμένα, ανοήτως, απερίσκεπτα.

 

Κι ας πούμε πως όλοι αυτοί οι πρωταγωνιστές ζούσαν στην σημερινή εποχή. Τι λέτε, θα μπορούσε η Λαΐς να βρει ένα γαμπρό με …λεπτά αισθήματα, που να έχει από πριν γευτεί τα κάλλη της και να έχει θελήσει να την βάλει …κορώνα (ή κέρατο, ίσως) στο κεφάλι του; Αμέ, λέω εγώ. Η πρώτη ή η τελευταία θα ήταν; Πόσω μάλιστα που θα γλύτωνε και την προίκα, τον βραχνά κάθε γονιού, που έπρεπε να καταβάλει για να παντρέψει την κόρη του.

 

Η προίξ (τῆς προικός, τῇ προικί, τήν προῖκα, ὦ προίξ) είναι η μοναδική λέξη τής ελληνικής με κατάληξη -οιξ, της οποίας σήμερα χρησιμοποιούμε την αιτιατική ως ονομαστική. Ετυμολογείται εκ του προ+ἴκω (=φθάνω), ακριβώς διότι η καταβολή της προηγείται του γάμου: «ἀπὸ τοῦ προϊκνείσθαι τοῦ γάμου». Δηλαδή, κυριολεκτικώς η προίκα προ-φθάνει της νύφης. Πρώτα πέφτει η προίκα και μετά έρχεται η νύφη.

 

Η προίκα συνοδεύονταν από την φερνή (εκ του φέρω) ή παράφερνα (εκ του παρά+φερνή) και πρόκειται για ό,τι φέρνει η νύφη μαζί της, εκτός τής προίκας, όταν εγκαταλείπει την πατρική οικία. Τα παράφερνα λέγονται και παραφερνάλια, με την κατάληξη -αλια (-αλιον), που ετυμολογείται εκ της ἅλς/ἁλός, όπως το πηδάλιον, το κοράλιον. Άλιος είναι ο θαλασσινός και τούτο διότι ο πλούτος για τους Έλληνες συνήθως ερχόταν από την θάλασσα, μέσα σ' αυτόν και πολλά δώρα τής νύφης.

 

Υπάρχει όμως μία ειδοποιός, μια σημαντική διαφορά μεταξύ προικός και φερνής, όπως  φαίνεται εκ της ετυμολογίας τους. Παληά την πατρική περιουσία την κληρονομούσαν οι γιοί. Οι θυγατέρες δικαιούνταν μία εφ’ άπαξ αποζημίωση κι αυτή ήταν η προίκα. Ό,τι κι αν ήταν αυτή η αποζημίωση (ποσό, αξία, ακίνητο) καθοριζόταν πριν τον γάμο, προ-έφθανε, δηλαδή, στα χέρια τού γαμπρού. Όλες αυτές οι προ του γάμου διαδικασίες ήταν γνωστές ως προικοσυμβόλαια. Η φερνή, όπως είπαμε, ετυμολογείται μεν εκ του φέρω, έχει όμως κατάληξη -νή (=ναι), που αποτελεί βεβαιωτικό και συσσωρεύσεως σημαντικό μόριο και δηλώνει όσα η νύφη φέρει μαζί της. Η φερνή λέγεται και φέρνιξ (φέρειν ὄνησιν =ωφέλεια), ενώ στην αιολική διάλεκτο λέγεται φέρενα. Από κει έχει προκύψει και η έκφραση «πολύφερνος νύφη». Παληά υπήρχε το έθιμο να «παρελάζουν» αυτά πού έφερνε η νύφη μαζί της όταν μετακόμιζε. Υφαντά, δηλαδή, σκεύη, διάφορα δώρα κλπ. Κάποια στιγμή όμως επήλθε σύγχυση και τελικώς κατέληξε να βγαίνουν σε «παρέλαση» τα προικιά τής νύφης, ενώ κανονικά το πιο σωστό θα ήταν να λέμε πως βγαίνουν τα παράφερνα ή τα παραφερνάλια. Αυτός είναι και ο λόγος που αρκετές φορές υπήρξε ταύτιση των δύο. Ακόμα και σήμερα όμως τυχόν ακίνητο ή μεγάλο χρηματικό ποσό εκ μέρους τής νύφης θεωρείται «προίκα», έστω κι αν δεν το πολυλέμε, μιας και θεωρείται παρωχημένο να μιλάς για ...προίκα. Πάντως, σε περίπτωση διάλυσης του γάμου, ο γαμπρός ήταν υποχρεωμένος να επιστρέψει στο ακέραιο την προίκα. Μετέπειτα αυτό άλλαξε μορφή και όνομα και καλείται πλέον διατροφή, μάλλον για τον λόγο πως ο γαμπρός είχε πάρει προίκα κατά τον γάμο και έπρεπε κατά κάποιον τρόπο να την ...επιστρέψει, έστω και σέ δόσεις.

 

Εδώ ας σημειωθεί πως σε πολύ παληά προικοσυμβόλαια (πριν το 1900) περιγράφονται, πλην των ακινήτων, και ...κινητά, σεντόνια, δηλαδή, μαξιλαροθήκες, υφαντά, κουζινικά κλπ. Μάλλον αυτός είναι ο λόγος που σήμερα λέμε τα σεντόνια, τα τραπεζομάντηλα κλπ. «είδη προικός», διότι περιγράφονταν μέσα στα προικοσυμβόλαια μαζί με τα ακίνητα, αν και ήταν κινητά.

 

Άιντε, οι ανύπαντροι με μια πολύφερνη νύφη!!

 

Ο Χρήστος Βλαχογιάννης είναι Καθηγητής Μουσικής & Διευθυντής Χορωδιών

vlaxojohnmes@gmail.com   

 

Δεν υπάρχουν σχόλια