Header Ads

Η μαγεία της ετυμολογίας (Φ.1905)

 

 Η ΜΑΓΕΙΑ ΤΗΣ ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑΣ

«Ετυμολογικές προσεγγίσεις»

Γνωστά και καθημερινά –110
 

 

     Γράφει ο Χρήστος Βλαχογιάννης*

Μετά την καλοκαιρινή ανάπαυλα, η στήλη επανέρχεται δριμύτερη, να σχολιάσει -με τον δικό της τρόπο- και να καταγράψει ετυμολογίες λέξεων γνωστών και καθημερινών, που τις χρησιμοποιούμε μεν αλλά που ίσως ποτέ δεν έχουμε αναρωτηθεί για την καταγωγή τους.

Επίσης, για να ’μαστε και στην επικαιρότητα, θα είμαστε όπως πάντα αμείλικτοι με τα …εύκαμπτα τομάρια, τις καρικατούρες, που μας κυβερνούν και παίζουν με τις ζωές μας. Ανηλεείς απέναντί τους, αδυσώπητοι, ανάλγητοι, απηνείς, άτεγκτοι!! Η θαυμάσια ελληνική γλώσσα μας, δείτε πόσες λέξεις χρησιμοποιεί για να δηλώσει (σχεδόν) την ίδια έννοια. Έχουμε «πράμα που σαλεύει» σήμερα…

 

Ξεκινάμε από το δριμύς. Σχηματίζεται εκ του θέματος δραμ- του αορίστου του ρήματος τρέχω (τέρμα+άγω, με ερ>ρε και γ>χ), έ-δρα-μον, με α>ι, και έχει την σημασία του διαπεραστικού, του οξέως, του καυστικού, του αυστηρού, του αγρίου.

 

Ο αμείλικτος προέρχεται εκ του στερ. α και του ρήματος μειλίσσω, που με την σειρά του έχει δημιουργηθεί από το μείρομαι (=μοιράζω, διαιρώ, προσφέρω, συμμερίζομαι), με ρ>λ, + άγω και σημαίνει αυτόν που δεν «συμμερίζεται», δεν δείχνει έλεος, τον σκληρό. Εδώ έχουμε να κάνουμε με την σημασία του μείρομαι ως μοιράζω, διαιρώ, λαμβάνω μέρος, συμμετέχω, και προέρχεται εκ του μέρος, μέρω, μέρομαι και κατά πλεονασμό του ι, μείρομαι. Εάν είχε την έννοια του επιθυμώ, τότε θα προερχόταν εκ του ίμερος, ιμέρω και ιμείρω, το παθητικό ιμείρομαι και με αφαίρεση του ι, μείρομαι.

 

Μια ενδιαφέρουσα ετυμολογία υπάρχει για τον αδυσώπητο. Πρόκειται για τρισύνθετη λέξη, εκ του στερ. α, του επίσης με αρνητική σημασία δυσ- + ωψ (ωπός), εκ του αρχαίου παρακειμένου του ρήματος ορώ (ό-πω-πα) και σημαίνει αυτόν που δεν μπορούμε να τον κάνουμε να μεταβάλει την έκφραση-όψη του προσώπου του, να κοκκινίσει, ας πούμε, αυτόν που δεν δείχνει έλεος, λύπηση, τον αναίσχυντο. Ναι, δεν θα ντραπούμε, αν δεν τους λυπηθούμε!

 

Ο ανηλεής είναι επίθετο που κατάγεται εκ του θέματος ελ-, της μετοχής αορίστου του έρχομαι, ελθών, με την πρόταση των δύο αρνητικών, του α και του νη, και σημαίνει τον χωρίς οίκτο, χωρίς έλεος. Ναι, δεν θα δείξουμε έλεος σε κανένα από δαύτους, σαν έλθει η ώρα και εγερθούμε εκ του …καναπέως!!

 

Ο ανάλγητος είναι σύνθετη λέξη εκ του στερητ. α(ν) + άλγος. Το άλγος ετυμολογείται εκ του επιτ. α + λοιγός (παράγωγο του λείπω= αφήνω πίσω μου, εγκαταλείπω, δεν υπάρχω, με κ>γ και ει>οι), λέξη που σημαίνει καταστροφή, βλάβη. Ο ανάλγητος, συνοψίζοντας, σημαίνει τον σκληρό, αυτόν που δεν νοιώθει οίκτο, έλεος, λύπηση. Και τέτοιοι μπορούμε να γίνουμε!!

 

Ο απηνής είναι σύνθετη λέξη εκ της πρόθεσης, από, και του ρήματος, ανίημι  (=επιτρέπω, αφήνω, λύω, ανά+ίημι), και ειδικώς το τρίτο ενικό του παρατατικού, αν-ίη. Από+ανά+ιής >από-ενά-ιής > απ’+ενη-ής (α>ε και αι>η), απ’-εν’-ής >απηνής, με ε>η, που σημαίνει τον τραχύ, τον σκληρό, το ακριβώς αντίθετο του προσηνής, που σημαίνει τον γλυκό, τον ήρεμο, τον πράο, τον καταδεκτικό, με πρώτο συνθετικό του την πρόθεση, προς. 

Ο άτεγκτος είναι επίθετο και προέρχεται εκ του στερητ. α +τέγγω, ρήμα που σημαίνει βρέχω, υγραίνω, μαλακώνω, και σημαίνει αυτόν που όταν βραχεί δεν μαλακώνει και μεταφορικώς τον σκληρόκαρδο. Το ρήμα τέγγω προέρχεται εκ του τήκω (=στάζω, λειώνω, διαλύομαι, φθείρω), με η>ε και κ>γ + άγω.

 

Όλα αυτά, λοιπόν, τα ωραία, που είδαμε σήμερα, αποτελούν το «πράμα που σαλεύει». Εκείνο το σαλεύει όμως πόθεν; Μα εκ της ανεξάντλητης πηγής τής αλς/αλός, με το σ να είναι η δασεία. Η λέξη που έδωσε το ρήμα είναι ο σάλος, δια του οποίου δηλώνεται η ανοιχτή θάλασσα, κάθε ασταθής και παλμική κίνηση, η ταραχή, ο κλύδων, η τρικυμία, η ανησυχία.  

 

Να ξέρετε, πως, παρ’ ότι φαίνονται πανίσχυροι, δυνατοί, προκλητικοί και ανάλγητοι, τον φόβο μας τον έχουν, μην τυχόν και γίνει καμμιά στραβή και βρεθούν ανίσχυροι απέναντί μας.

Τότε…

 

Ο Χρήστος Βλαχογιάννης είναι Καθηγητής Μουσικής & Διευθυντής Χορωδιών

vlaxojohnmes@gmail.com   

Δεν υπάρχουν σχόλια