Η μαγεία της ετυμολογίας (Φ.1907)
Η ΜΑΓΕΙΑ ΤΗΣ ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑΣ
Γράφει ο Χρήστος Βλαχογιάννης*
Πριν παραθέσω τις προς ετυμολόγηση λέξεις, θα σχολιάσω τύπους της γλώσσα μας που τείνουν να χρησιμοποιούνται κατά κόρον, από το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού, κι ας είναι λάθος.
Ένας απ’ αυτούς τους τύπους είναι ο μέλλων κι ο αόριστος του πηδώ, τους οποίους τους έχουν …πηδήξει κανονικώς. Ή μήπως «πηδήσει»; Πήδηξε, λένε οι περιγράφοντες τα αθλήματα, τόσα μέτρα, αυτό το ύψος, είναι έτοιμος να πηδήξει κλπ. Το «ξ», αγαπητοί μου αναγνώστες, δεν προκύπτει από κάπου, δεν υπάρχει στο ρήμα πηδώ. Πηδήσω, ο μέλλων και επήδησα ή πήδησα -στην δημοτικιά- ο αόριστος. Κατ’ αναλογίαν και η υποτακτική (ψιλά γράμματα θα μου πείτε!) κάνει (να)πηδήσω, (να)πηδήσει…
Το ίδιο συμβαίνει και με το πρήζω. Μου έπρηξε, λέει, το συκώτι ή κάτι …άλλο, που δεν γράφεται εδώ. Μου έπρησε το συκώτι είναι το σωστό.
Μιας και αναφέραμε όμως δύο ωραία ρήματα, ας δούμε από πού προέρχονται.
Το πηδώ ετυμολογείται εκ του πηδός (=κουπί, το πλατύ μέρος του), που κι αυτό έχει προκύψει από το πέδον (=εκ του πάτος>βάδος, με α>ε, εκεί όπου κάποιος μπορεί να βαδίσει, να περπατήσει), που μας έδωσε το ρήμα πηδώ και το παράγωγο πήδησις κι όχι πήδηξις. Η λογική του πηδός ως κουπί είναι επειδή αυτό αναπηδάει συνεχώς στο νερό.
Το πρήζω αποτελεί τύπο της νεοελληνικής και έχει προέλθει από το ρήμα πρήθω, που συνενώνει δύο έννοιες, αυτές του φυσώ και του πυρός (καίω). Πυρ+άημι (=φυσώ). Πυρ+άησις (=φύσημα) >πυράησις >πρήσις >πρήθω, με σ>θ, που στην κυριολεξία σημαίνει φυσώ, φουσκώνω, πυρπολώ, καίω.
Όταν, λοιπόν, λέμε είτε την συγκεκριμένη φράση με το συκώτι ή την …άλλη εννοούμε πως αυτό/ά διογκώθηκε/αν, έχουν πάρει φωτιά.
Κοντά σ’ αυτά ας δούμε και την ετυμολογία του συκωτιού, που στην αρχαία λεγόταν ήπαρ. Ετυμολογείται εκ του η (=όπου) + πάθος, με θ>ρ, διότι του συκώτι αποτελεί την έδρα των παθών για τον ανθρώπινο οργανισμό, το βιολογικό του εργαστήρι. Η βλάβη του ήπατος (θ>τ) λέγεται ηπατίτις/δος.
Συκώτι ονόμασε ο λαός μας το ήπαρ επειδή έχει την σκουροκόκκινη όψη του σύκου. Το σύκο έχει προέλθει από το σχήμα του, που μοιάζει με σάκο, με α>υ, και συκωτός λέγεται αυτός που τρέφεται και παχαίνει με σύκα.
Μελέτη θέλουν τα πράγματα, αγαπητοί μου, και παρατήρηση. Άλλωστε ο Έλληνας δημιούργησε μια ακριβέστατη και πλουσιώτατη γλώσσα εκ της παρατήρησης. Ό,τι έβλεπε, το παρατηρούσε, το εξέταζε, το μελετούσε, το κατέγραφε, το συνέκρινε και προέβαινε σε συμπέρασμα, που αποτελούσε κομματάκι της συνολικής γνώσης. Για να διατηρηθεί όμως αυτή η γνώση και να διαγωνίζεται, χρειάζεται μελέτη, απ’ αυτούς που επιθυμούν να έρθουν σε επαφή μαζί της.
Η μελέτη έχει προκύψει εκ του ρήματος μείρομαι (=μοιράζω, διαιρώ), με παράγωγο το ρήμα μερμαίρω (εξ ου η μέριμνα), που με την σειρά του μας έδωσε το ρήμα μέλω (=είμαι αντικείμενο φροντίδας ή σκέψης, φροντίζω για κάποιον, ενδιαφέρομαι), με ρ>λ.
Ένεκα της μελέτης, και της γνώσης που απεκόμισε απ’ αυτήν, μπορεί ένας γλύπτης ή λιθοξόος να διαμορφώσει την πέτρα με την σμίλη του, το εργαλείο του. Εκ του ιδίου ρήματος μείρομαι και το παράγωγο μερίς, με ει>ι και ρ>λ δημιουργήθηκε η (σ)μίλη, το εργαλείο που τεμαχίζει, κλαδεύει, χαράσσει, με το οποίο χειρουργεί ο γιατρός, δουλεύει ο αμπελουργός, ο υποδηματοποιός κ.ά.
Μαζί λοιπόν με όλες τις φροντίδες του βίου σας, δεν είναι κακό να μάθετε να χρησιμοποιείτε σωστά και την μητρική σας γλώσσα. Ούτε ντροπή είναι να το καυχάστε…
Ο Χρήστος Βλαχογιάννης είναι Καθηγητής Μουσικής & Διευθυντής Χορωδιών. Παρατηρήσεις ή ερωτήσεις σας μπορείτε να στέλνετε στο vlaxojohnmes@gmail.com
Αφήστε ένα σχόλιο