Header Ads

ΙΟΥΛΙΟΣ 2000 (Φ. 1911)





(Αγαπητοί αναγνώστες Ζητώ συγνώμη για το ετεροχρονισμένο τούτο δημοσίευμα αλλά υπέκυψα στην πίεση κάποιου φίλου να ανασύρω από το παλιό μου ημερολόγιο αυτό το κείμενο, που ανήκε στις προσωπικές μου σκέψεις χωρίς διάθεση κοινοποίησής του. Με έπεισε η επιμονή του, γιατί όπως μου είπε πως για την πρόσφατη τραγωδία -με την προσθήκη των 2 νεκρών- στην γειτονική περιοχή του Ξυλοκάστρου θα μπορούσε να γραφεί τώρα αυτό το κείμενο, γιατί η ιστορία δυστυχώς επαναλαμβάνεται).




Τούτη η μέρα έμοιαζε πιότερο μαύρη κι απ’ τη Μεγάλη Παρασκευή . Ο ήλιος κούρνιασε καταμεσήμερα στου καπνού τη μαυρίλα για να μη δούμε το δάκρυ του. Τα πουλιά βούτηξαν κατά τη θάλασσα για ν’ ανασάνουν ή να πεθάνουν, ποιος …ξέρει; Κάτι λαγόπουλα κυνηγημένα απ’ τη φωτιά και τον καπνό, παρακαλούσαν για έναν κυνηγό κι ένα βόλι. Η απελπισιά πέρασε γρήγορα από τα ζώα στα πουλιά κι από κει στα έντομα για να καταλήξει γρήγορα στους ανθρώπους του φλεγόμενου τόπου.

Η Κορινθία στις φλόγες.!!! Το Ξυλόκαστρο στης φωτιάς τη μάνιτα!!!Πρώτα το δάσος, έπειτα οι καλλιέργειες, λίγο αργότερα τα σπίτια και τώρα οι ελπίδες και τα όνειρα, οι κόποι μιας ζωής, παραδομένα στον πύρινο εισβολέα. Δεν έμεινε πράσινο πια, δεν έμεινε δάσος και περβόλι, ούτε ουρανός για να κοιτάξεις δεν έμεινε, στέρεψε και το δάκρυ ακόμη. Μονάχα μαυρίλα και στάχτη, ορυμαγδός κι απελπισιά κι απόκοντα μια ανυπόφορη μπόχα καμένου, που δεν μύριζε ξύλο ή χώμα, σάρκα ή πλαστικό, ή όλα τούτα μαζί. ΄Ηταν οσμή που αργότερα προσδιόρισα πως ανάδινε το παραδομένο στις φλόγες αύριο τούτου του τόπου, οι καμμένες προσδοκίες για το μέλλον , η ντροπή που πλανιόταν στον ορίζοντα ανακατεμένη με τον καπνό. Αυτά μύριζαν έτσι απαίσια σ’ όποιον πλησίαζε τούτο το νεκροταφείο της φύσης, τούτο το κατάμαυρο κοιμητήρι, που θα μπορούσε να ονομασθεί «κοιμητήρι της αισχύνης». Γιατί εκεί μέσα , η δολοφονική αδιαφορία , η προχειρότητα και ο φαρισαϊσμός της πολιτείας, ΄συμπληρωμένα με την ανικανότητα και την έλλειψη συντονισμού, έθαψαν μες τ’ αποκαΐδια και τη στάχτη το χθες του μακροχρόνιου μόχθου, το γκρίζο σήμερα της καθημερινότητας, μα προπαντός το αύριο που έμεινε δίχως ανατολή και όραμα, δίχως προοπτική και μέλλον, δίχως φτερά για καινούργιο πέταγμα. Το «κοιμητήρι της αισχύνης», για να προσδιορίζει το μέγεθος της ευθύνης όσων εμπλέκονται σε τούτο το ειδεχθές έγκλημα, σ’ ετούτο το ανοσιούργημα σε βάρος του πιο όμορφου κομματιού της Κορινθίας.

Αλήθεια…. τι θα μπορούσαν να πουν σε κείνο το στεγνό από δάκρυα, σκαμμένο από το μόχθο, τον ήλιο και τα’ αγριοκαίρι πρόσωπο του γεροντάκου, πού’κρυψε τον πόνο του



στην κατεβασμένη τραγιάσκα για να μη βλέπει αυτός την καταστροφή και οι άλλοι τα θολά, κατακόκκινα μάτια του;



Δεν ήθελε να τα δουν κλαμένα γιατί στα παιδικά του χρόνια του ’μαθαν πως οι άντρες δεν κλαίνε… κι αυτός άντεξε πίκρες και βάσανα, κακουχίες , πολέμους και θανάτους ακόμα χωρίς να κλάψει. Γιατί είχε μπροστά του τη ζωή κι άλλες ζωές να φροντίσει, γιατί ήλπιζε πως είχε το χρόνο να χτίσει ξανά, με σύμμαχο το σφρίγος και τη νιότη, είχε την πίστη για αγώνα και ζωή γιατί είχε τα περιθώρια τότε. Όμως τώρα… δυο δρασκελιές από τον φυσικό θάνατο, ήρθε τούτο το ύπουλο χτύπημα της κακοτυχιάς, ήρθε το θανατερό βόλι της καταστροφής που ίσως να τ’ άντεχε κι αυτό, αν δεν ήταν ποτισμένο με το φαρμάκι της αδιαφορίας του κράτους, της εγκατάλειψης και του εμπαιγμού, που στόχευσε ολόκεντρα την καρδιά του. Τούτο το βόλι τον βρήκε απροετοίμαστο και του ’φερε πόνο αβάσταχτο και δάκρυα που δεν κρατιούνταν πια.



Κατέβασε κι άλλο την τραγιάσκα του μα έκρυψε μόνο τα μάτια, γιατί τα δάκρυα μούσκεψαν το σκαμμένο πρόσωπο και κύλησαν στον αδύναμο και ρυτιδιασμένο λαιμό κι από κει σταγόνα-σταγόνα στο μαυρισμένο σταχτόχωμα και χάθηκαν.

Κι όπως χάνονταν τα δάκρυα, χάνονταν μαζί τα λιγοστά όνειρα κι οι ελπίδες, μαζί με το καμμένο του βιος, τα δένδρα και τα πουλιά, που τον συντρόφευαν χρόνια τώρα, μαζί με τη ζωή που λιγόστευε ώρα την ώρα, στιγμή σε στιγμή. Γιατί τώρα πιότερο απ’ όλες τις φορές ανάμεσα στα μαυρισμένα απομεινάρια της φύσης, κρύβεται ομόχρωμος μ’ αυτά κι ο θάνατος, που πλησιάζει σούρνοντας, τρέχοντας ή πηδώντας από κουφάρι σε κουφάρι, από ρεματιά σε ρεματιά, από βράχο σε βράχο. Κι ο γεράκος τον διακρίνει πια καθαρά κάτω από την κατεβασμένη τραγιάσκα, πίσω από τα στεγνωμένα βλέφαρα και την άδεια ψυχή του, μέσα από το τίποτα που του έμεινε να τον συντροφεύει.



Περικλής Καπνιστής

 


Δεν υπάρχουν σχόλια