Γιατί γιορτάζουμε τελικά τις Εθνικές Επετείους ; (Φ. 1913)
Του Αλεξάνδρου Π. Κωστάρα *
ΕΠΕΤΕΙΟΣ 28ης ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 1940
Γιορτάσαμε ακόμη μια φορά την Επέτειο της 28ης Οκτωβρίου 1940 με την συνοδεία της μόνιμης πια τα τελευταία χρόνια απορίας, που συνιστά τον τίτλο του άρθρου. Η πειστική απάντηση στο ερώτημα αυτό θα μάς δώσει εξήγηση και στο άλλο συναφές ερώτημα, πώς πρέπει δηλ. να εορτάζουμε αληθινά τις σχετικές Εθνικές μας Επετείους. Δεν νομίζω ότι αφίσταμαι της θέσης που παίρνει η συντριπτική πλειοψηψία του Ελληνικού Λαού στο προαναφερθέν βασικό ερώτημα, εάν πω εδώ ότι τις Εθνικές μας Επετείους τις εορτάζουμε για δύο λόγους: Αφ’ ενός μεν για να τιμήσουμε τους προπάτορές μας για όλους τους αγώνες που έδωσαν, με τους οποίους κράτησαν ψηλά την «δάδα» της ελυθερίας, της πίστης στην ορθοδοξία και της αγάπης στην πατρίδα, αφ’ ετέρου δε, για να αναβαπτισθούμε και εμείς στα ζείδωρα νάματα των αξιών που υπερασπίσθηκαν εκείνοι, ώστε να πορευθούμε επαξίως στον δρόμο που χάραξαν αυτοί. Ένα δρόμο που έγινε, όταν χρειάστηκε, δρόμος αυτοθυσίας. Πρώτοι άνοιξαν τον δρόμο αυτόν οι ήρωες της Εθνεγερσίας εμπνεόμενοι στον αγώνα τους από το γνωστό τρίπτυχο «Πατρίδα, Θρησκεία, Οικογένεια», το οποιο φώτισε διαχρονικά την πορεία του Ελληνισμού, ιδίως στις δύο τελευταίες χιλιετίες της διαδρομής του, που έρχεται από τα βάθη της ιστορίας. Ήταν αυτό που κράτησε μετά την Άλωση ζωντανό τον Ελληνισμό στην μακραίωνη δουλεία του στους Οθωμανούς. Ήξεραν πολύ καλά οι προπάτορές μας ότι χωρίς αγάπη για την σκλαβωμένη τους Πατρίδα δεν επρόκειτο να την ελευθερώσουν ποτέ, ώστε μαζί με αυτήν να ελευθερωθούν και οι ίδιοι. Ήξεραν επίσης ότι χωρίς την πίστη στην Ορθοδοξία, που συμπορεύθηκε αδιάσπαστα με τον Ελληνισμό από τότε που ο τελευταίος «αγκάλιασε» σφιχτά τον Χριστιανισμό, δεν θα μπορούσαν να βρουν ασφαλέστερο στήριγμα για την επιβίωσή τους. Η οικογένεια ήταν το τρίτο στοιχείο του παραδοσιακού τριπτύχου, χωρίς το οποίο έχαναν την δομική τους συνοχή τα άλλα δύο.
Οι
φωτογραφία από την παρέλαση της Κορίνθου, ενώπιον πρωτοφανούς παρουσίας
κοινού, που καταχειροκρότησε τη νέα γενιά της ελληνικής νεολαίας!...
Στον δρόμο της Εθνεγερσίας επορεύθηκε και η γενιά του 1940 βαδίζοντας στα «ίχνη» των ιδανικών που διακήρυξε εκείνη. Γι’ αυτό εμεγαλούργησε και αυτή γράφοντας επάνω στα βουνά της Ηπείρου το ανεπανάληπτο έπος της εποχής του Σαράντα. Το έπος αυτό είναι αποτέλεσμα της εθνικής ομοψυχίας που εξεδήλωσαν όλοι ανεξαιρέτως οι Έλληνες, οι οποίοι συνέθεσαν την συμπαγή και αξιοθαύμαστη από τους Συμμάχους μας Εθνική Αντίσταση. Αρχικά απέναντι στον ιταλικό φασισμό κατά την εισβολή των ιταλικών στρατευμάτων στην Ελλάδα και στη συνέχεια απέναντι στον πολύ σκληρότερο γερμανικό ναζισμό κατά την διάρκεια της πολυετούς κατοχής της Ελλάδος από τις άτεγκτες και ανελέητες χιτλερικές δυνάμεις. Η Ελληνική Εθνική Αντίσταση συνέβαλε αποτελεσματικά, όπως ομολογείται από όλους, στην τελική ήττα των δυνάμεων του Ιταλο-Γερμανο-Ιαπωνικού Άξονα από τις Συμμαχικές Δυνάμεις. Η Εθνική Αντίσταση έπαψε, όπως ήταν φυσικό, να υπάρχει μετά την αποχώρηση των γερμανικών δυνάμεων κατοχής από την Ελλάδα τον Οκτώβριο του 1944. Δεν έπρεπε όμως να εκλείψει μαζί της και η εθνική ομοψυχία, διότι είχαμε ακόμη ανοικτά πολλά μέτωπα, τα οποία έπρεπε να αντιμετωπίσουμε ενωμένοι. Δεν έγινε. Δυστυχώς, πρίν καλά φύγει η τελευταία γερμανική μπότα από την Ελλάδα, άρχισε στην πατρίδα μας τον Δεκέμβριο του 1944 ο πενταετής αδελφοκτόνος Εμφύλιος Πόλεμος, τον οποίο προκάλεσαν, ως μη ώφειλαν, τα όργανα του σταλινικού κομμουνισμού, που θεώρησαν ότι ήταν εύκαιρη η περίσταση να καταλάβουν την εξουσία στην αδύναμη από τα δεινά του Πολέμου Ελλάδα και να την μετατρέψουν σε Λαίκή Δημοκρατία, κατά το πρότυπο των άλλων χωρών-δορυφόρων της αλήστου Μνήμης Σοβιετικής Ένωσης. Τότε εδημιουργήθηκε μια άλλη μορφή «Εθνικής Αντίστασης», που την συνέθεταν οι δυνάμεις (ΕΑΜ, ΕΛΑΣ, ΚΚΕ), που επαναστάτησαν εναντίον του Αστικού Κράτους, του οποίου ο Εθνικός Στρατός ενίκησε – ευτυχώς – τελικά τους στασιαστές στην μάχη του Γράμμου τον Σεπτέμβριο του 1949 και έτσι έκλεισε η μακρά και ταραγμένη περίοδος της νεώτερης ιστορίας μας.
Από την δεκαετία του ΄50 άρχισε μια άλλη μακρά περίοδος, που δεν μπόρεσε, δυστυχώς, να ξεχωρίσει και να διαχειρισθεί σωστά, αφ’ ενός μεν τις «δάφνες» του Σαράντα και αφ’ ετέρου τις «πληγές» του Εμφυλίου. Αποτέλεσμα αυτής της θολής περιόδου ήταν η δημιουργία της πολιτικής αστάθειας στην Ελλάδα, που χαρακτηρίζεται από τα Βασιλικά Πραξικοπήματα του 1965 και την εν συνεχεία αυτών κατάληψη της εξουσίας από την Απριλιανή δικτατορία των Συνταγματαρχών το 1967, η οποια με την πτώση της το 1974 μάς έφερε την Μεταπολίτευση με την εκτεταμένη καλλιέργεια της αθεΐας και του εθνομηδενισμού καθ’ όλη την διάρκεια αυτής, η οποία στην ουσία διαρκεί μέχρι σήμερα. Υπό αυτές τις συνθήκες δεν υπάρχει σήμερα πρόσφορο έδαφος, για να ασχοληθούμε με τα ιδανικά της γενιάς του Σαράντα, που πάει να πει σε τελευταία ανάλυση με τα ιδανικά της Εθνεγερσίας, αφού, όπως ελέχθη, οι δύο αυτές Εθνικές μας Επέτειοι συνεπορεύθησαν διαχρονικά καθοδηγούμενες από τις ίδιες κοινές αξίες του Ελληνισμού. Μάλιστα το παραδοσιακό τρίπτυχο (Πατρίδα, Θρησκεία, Οικογένεια), επάνω στο οποίο είναι θεμελιωμένα τα σχετικά ιδανικά, δεν το αποκηρύξαμε απλώς εμείς σήμερα, αλλά τα χλευάζουμε κιόλας από πάνω, αν τύχει και δούμε κάποιον να εξακολουθεί να πιστεύει στα ιδανικά του! Πώς μπορούμε λοιπόν να γιορτάζουμε σήμερα σωστά τις Εθνικές μας Επετείους, όταν ούτε εκείνους που τις έγραψαν τούς θαυμάζουμε για τα ιδανικά τους, αφού τα απορρίπτουμε, ούτε όμως, κατά μείζονα λόγο, εκφράζουμε την ετοιμότητά μας να πορευθούμε στον δρόμο της δικής τους πορείας, αφού μάς έχει μεταμορφώσει η «Κίρκη» της αλλοτρίωσης; Ο δρόμος που έχει πάρει προ πολλού η σημερινή Ελλάδα οδηγεί με μαθηματική ακρίβεια στην εξαφάνισή της! Όχι μόνο, διότι δεν προστατεύει τον εαυτό της από τους σημερινούς άοπλους εισβολείς σε αυτήν δια της λαθρομετανάστευσης (εκεί καταλήγει μια χώρα, όταν «γκρεμίζει» από το παραδοσιακό της τρίπτυχο τον «πυλώνα» του πατριωτισμού, που την βοήθησε να γράψει και τις δύο Εθνικές της Επετείους). Ούτε, διότι είναι ανίκανη να αντιμετωπίσει την δημογραφική της καθίζηση (εκεί καταλήγει η «κατεδάφιση» του «πυλώνα» της οικογένειας από το παραδοσιακό τρίπτυχο). Ούτε ακόμη, διότι αδυνατεί να κατανοήσει και φυσικά να αντιμετωπίσει επιτυχώς τις πρωτόγνωρες εσωτερικές της μεταλλάξεις (βλ. π.χ. βίαιη συμεπεριφορά ανηλίκων), αφού «γκρέμισε» και τον τρίτο «πυλώνα του παραδοσιακού της τριπτύχου) απαξιώνοντας την πίστη στον Χριστό.
Όλα αυτά δείχνουν ότι η μεταπολεμική ελληνική κοινωνία έχει υποστεί ένα βαρύτατο «έμφραγμα». Και για να την συνεφέρει κάποιος σήμερα χρειάζεται ένα ισχυρό «απινιδωτή» (βρίσκεται μέσα στα σχολεία), από την κακή ή σωστή χρήση του οποίου εξαρτάται, εάν θα πεθάνει τελικά ή θα ξαναβρεί τον δρόμο που έχασε, για να επιζήσει.
* Αλεξάνδρος Π. Κωστάρας
Ομότιμος Καθηγητής Νομικής Σχολής Πανεπιστημίου Θράκης
Αφήστε ένα σχόλιο