Header Ads

Η μαγεία της ετυμολογίας (Φ.1930)

 

Η ΜΑΓΕΙΑ ΤΗΣ ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑΣ

«Ετυμολογικές προσεγγίσεις»

Γνωστά και καθημερινά –135
 

 

     Γράφει ο Χρήστος Βλαχογιάννης*

Σαν να μου φαίνεται πως άρχισαν τα όργανα για τους προκλητικώτατους …αρίστους! Σαν να διακρίνω ένα άγχος, μια κατήφεια, μια μελαγχολία, μια αγωνία για την επόμενη ημέρα. Είναι την σήμερον ημέρα να χάνεις ξαφνικά το παχυλό χρήμα, που κέρδιζες επαξίως και ανεξόδως, με μόνον απλές και σίγουρες κυβιστήσεις, με μόνο την τυφλή υπακοή στο μεγάλο αφεντικό; Τι κι αν ο κόσμος καιγόταν δίπλα σου, τι κι αν χάνονταν ανθρώπινες ζωές, εξ αιτίας και των τυφλών δικών σου επιλογών; Μήπως ένοιωθες οίκτο γι’ αυτούς, μήπως σε κυνηγούσαν τίποτα τύψεις, ερινύες ή άλλα μπουρμπούτσαλα της αρχαιότητος; Μπα, εξόχως δύσκολο για αναίσθητους παρτάκηδες, για άφωνα μηδενικά, από τις πράξεις των οποίων εξαρτάται η ζωή μας, η ύπαρξή μας.

Τώρα όμως ήρθε η ώρα του λογαριασμού. Δύο τινά μπορεί να συμβούν. Ή θα πεταχτούν στον κάδο σκουπιδιών ως στυμμένες λεμονόκουπες (εκεί όπου πραγματικά είναι η θέση τους) ή θα συρθούν σε δίκη και πιθανόν να υποστούν και διώξεις. Το δεύτερο λίγο δύσκολο βεβαίως, καθ’ ότι κόρακας κοράκου όχι μόνον δεν βγάζει μάτι αλλά μάλλον τα βρίσκουν μεταξύ τους, όταν κατατρώγουν τις σάρκες (μας).   

 

Το άγχω είναι σύνθετο ρήμα εκ του άγω (=έχω από κοντά) + άχος (=πίεση, θλίψη) και σημαίνει στραγγαλίζω, πιέζω δυνατά, πιέζω από κοντά (άγχι ή αγχού), πνίγω με αγχόνη. Η αγχόνη, που είναι κι αυτή παράγωγο του εν λόγω ρήματος, θα ήταν μια πολύ πιθανή εξέλιξη-τιμωρία για προδότες, τα παληά τα χρόνια. Είμαστε πολιτισμένοι όμως τώρα και δεν τους κρεμάμε. Μόνο αυτοί μας κρεμάνε με τις πράξεις τους.

 

Η δίκη και η δίωξη, παρ’ ότι δείχνουν να έχουν την ίδια ρίζα, εν τούτοις αυτό δεν συμβαίνει.

 

Η δίκη ετυμολογείται εκ του ρήμ. δείκνυμι. Το θέμα του παρακειμένου, δέ-δεκ-το, με ει>ι, έδωσε το ρήμα δέκομαι ή δέχομαι, με κ>χ (=λαμβάνω, χαιρετίζω, κατέχω, διαδέχομαι), εκ του οποίου, με ε>ι, δημιουργήθηκε η δίκη ή δικαία (= το ορθό, η καλή συνήθεια, η τάξη, η αρμονία, ο νόμος, η κρίση, η γνώμη, η απόφαση, η ικανοποίηση, η ποινή).

 

Η δίωξη ετυμολογείται εκ των ρημ. δίεμαι (= φοβούμαι, φεύγω) + άγω (=φέρω, μεταφέρω). Το δίεμαι όμως έχει ρίζα του το δέος (= φόβος, τρόμος, υπόνοια κακού, σεβασμός) κι αυτό στο ρήμ. δείδω (= φοβούμαι μήπως, φοβούμαι να πράξω κάτι, φοβούμαι την τιμωρία για κάτι που δεν έγινε ή κακώς έγινε). Ο φόβος για την τιμωρία έδωσε το περιφραστικό ρήμα «τρέμει ο κ… μου»!!

 

Η κατήφεια είναι η εικόνα κάποιου που έχει τα μάτια του στραμμένα προς την γη, επειδή λυπάται, είναι σκεπτικός, δείχνει κάτι να τον βασανίζει, και ετυμολογείται εκ του επιρ. κάτω + θέα >θήα >φήα, με ε>η και θ>φ. Υπάρχει όμως περίπτωση το δεύτερο συνθετικό να είναι η λέξη φά-εα (=όμματα), με α>η.

 

Η μελαγχολία είναι κι αυτή σύνθετη λέξη εκ του μέλας, μέλαν, (=μελανό, σκουρόχρωμο) + χλόος >χόλος ή χολή, με ν>γ και λο>ολ (= κυριολεκτικώς η χολή, εκ του υποπράσινου χρώματός της, αλλά μεταφ. η πικρή διάθεση προς κάποιον, οργή, οργή με μίσος, άγριος θυμός, πικρία).

 

Η αγωνία (για το τομάρι μας) έρχεται ως παράγωγο του ρήμ. άγω, με τεράστια ποικιλία εννοιών, όλα καταγόμενα εκ της κραυγής του πρωτόγονου βοσκού, ααα, για να διευθύνει το κοπάδι του. Η κραυγή έδωσε το ρήμα ά-ω και για να μην υπάρχει χασμωδία παρενεβλήθη το γ, για να γίνει άγω (= επί εμψύχων, οδηγώ, μεταφέρω, αποκομίζω, ανατρέφω, παιδεύω, τηρώ, ηγούμαι, διέρχομαι κλπ.). Η παράγωγος λέξη αγών περικλείει όλες σχεδόν αυτές τις έννοιες και πάντως δηλώνει μια διαρκή νοητική και σωματική λειτουργία, για το αν τελικώς θα τα καταφέρεις.

 

Η τύψις έχει ρίζα της το ρήμ. τύπτω (=χτυπώ, πλήττω, επί οξείας θλίψης), που προήλθε εκ του ηχομίμητου θέματος ταF-, και εμφανίζει τύπους όπως ταπ-, τοπ-, τυπ- (α>ο>υ) κλπ. Οι τύψεις, λοιπόν, είναι το σφυροκόπημα του οργανισμού, εάν έχεις προβεί σε άσχημη πράξη, με εξ ίσου άσχημο αποτέλεσμα. Βασική προϋπόθεση όμως να έχεις ψυχή που να σε ελέγξει, να νοιώθει οίκτο για το αποτέλεσμα που προκάλεσε.

 

Μπα, και στα δύο!!

 

Ο οίκτος έχει ως πρώτο συνθετικό το σχετλιαστικό επιφώνημα (αυτό που εκφράζει παράπονο ή αγανάκτηση ή μεγάλη θλίψη, όπως ἰώ, ἰού, οὐαί, οἴμοι, φεῦ, βαβαί, παπαῖ) ο + έχω (=ανέχω, είμαι ανεκτός) και σημαίνει την λύπη, την συμπάθεια, τον θρήνο.

 

Πιθανολογώ και υποστηρίζεται ευρέως πως η τούρκικη φράση «άϊ σιχτίρ» είναι παραφθορά του ελληνικού «σε οικτίρω», σε λυπάμαι, δηλαδή.

Εγώ ούτε τους λυπάμαι κι ούτε έχω τύψεις γι’ αυτό.

«Άϊ σιχτίρ» και «στα τσακίδια», ελληνιστί!!    

 

Ο Χρήστος Βλαχογιάννης είναι Καθηγητής Μουσικής & Διευθυντής Χορωδιών. Παρατηρήσεις ή ερωτήσεις σας μπορείτε να στέλνετε στο vlaxojohnmes@gmail.com. 

 

Δεν υπάρχουν σχόλια