Η μαγεία της ετυμολογίας (Φ.1931)
Η ΜΑΓΕΙΑ ΤΗΣ ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑΣ
Γράφει ο Χρήστος Βλαχογιάννης*
Μέγα θέμα, «νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων» η Τέχνη, οι εκφραστές της, οι κριτές της, οι οπαδοί της, οι εχθροί της.
Αφορμή για να γράψω το σημερινό μου κείμενο, και να θυμηθώ και την ψιλοξεχασμένη μου ενότητα, Λέξεις της επικαιρότητος, ήταν η οργισμένη αντίδραση Βουλευτή του Ελληνικού Κοινοβουλίου επί έκθεσης ζωγραφικής «καλλιτέχνη», θεωρώντας καθήκον του να αντιδράσει, όταν ο δεύτερος προσβάλλει το θρησκευτικό αίσθημα του ιδίου, των πολιτών που εκπροσωπεί αλλά και όσων θίγονται από τα συγκεκριμένα έργα.
Για να μη μακρύνω με αναλύσεις και παράθεση προσωπικών απόψεων, μη ζητούμενο αυτής τής στήλης, θα πω μόνο πως συντάσσομαι μ’ αυτό που ο λαός μας ευφυώς διατυπώνει με το «περί ορέξεως». Δηλ. το να μ’ αρέσει κάτι είναι αδιαπραγμάτευτο και μη κατακριτέο. Αν όμως αυτή μου η «όρεξη» δεν περιορίζεται μόνο σ’ εμένα αλλά ενοχλεί τρίτους, εκεί υπάρχει θέμα. Ένα απλό και κατανοητό παράδειγμα, σύνηθες φαινόμενο κυρίως των αιμοζεομένων νέων μας. Τους αρέσει, έχουν την όρεξη, να ακούνε μουσική στις 2 την νύχτα στην διαπασών. Δικαίωμά τους; Ναι, αρκεί να μην ενοχλούν εμένα, που θέλω να κοιμηθώ εκείνη την ώρα και προστατεύομαι από τον Νόμο περί κοινής ησυχίας. Τότε παύει το δικαίωμα της όρεξης.
Με την ίδια λογική, ο κάθε καλλιτέχνης έχει το δικαίωμα να εκφράζεται όπως του αρέσει, αρκεί να μην ενοχλεί τα δικαιώματα άλλων. Κι ο θιγόμενος δεν αντιδρά πάντα ψύχραιμα, ούτε προσφεύγει πάντα στον Νόμο, για να βρει το δίκιο του.
Το καθήκον είναι μια ωραία λέξη, ετυμολογούμενο εκ της πρόθ. κατά + ήκω (=υποχωρώ), είναι «τὸ ἀκόλουθον ἐν τῷ βίω». Επίσης, «ὅσα λόγος αἱρεῖ ποιεῖν», κατά τον Διογένη Λαέρτιο (Γ. 493), δηλ. όσα ο λογισμός εκλέγει, προτιμά, διαλέγει να πράξει.
Αντίθετο του καθήκοντος είναι το χρέος, κι ας φαίνονται ίδιες οι δύο λέξεις. Το χρέος ετυμολογείται εκ του χρή (=εκ του χράω και του μέσ. χρέομαι, που σημαίνει χορηγώ ό,τι είναι αναγκαίο, ό,τι πρέπει, έχω ανάγκη), αυτό δηλ. που χρειάζεται να πράξει κάποιος.
Η λεπτή μεν αλλά ουσιαστική διαφορά τους είναι πως το καθήκον το διαλέγεις εσύ, το προτιμάς, δεν είσαι υποχρεωμένος να το πράξεις, ενώ το χρέος είναι αναγκαίο να το πράξεις.
Δηλ. μπροστά στο καθήκον όλα τα άλλα υποχωρούν.
Και για τα δύο καλό είναι να δίνουμε τον αγώνα μας.
Ο αγών ετυμολογείται εκ του ηχομίμητου άγω (=οδηγώ, απαρχή της ρίζας του οποίου είναι η δυνατή φωνή ααα του βοσκού, όταν οδηγεί το κοπάδι του, που έδωσε το ρήμα άω και με παρεμβολή τού γ, άγω) + ών (=μτχ. του ειμί), δηλ. προχωρώ μονίμως, οδηγώ, ξεπερνώ τον εαυτό μου. Αυτή είναι και η έννοια που επικράτησε κατά την καθιέρωση των κάθε λογής αγώνων στην αρχαία εποχή, και που η σύγχρονη πάμφτωχη ευρωπαϊκή οπτική τα κατέταξε σε games (=παιχνίδια).
Το ρήμα ίημι (=ρίπτω, βάλλω) οι Λατίνοι το είπαν jacio (ab-jecto = απορρίπτω, εκ του από-ίημι), οι Γάλλοι jeter, οι Ιταλοί gettare, οι Ισπανοί echar, οι Άγγλοι jet (=εκπηδώ αλλά και η φωτοβολίδα) και οι Γερμανοί abjagen (=καταπονώ). Τους Αγώνες (Ολυμπιακούς) ή τα «παιχνίδια» οι Γάλλοι τα είπαν jeux, οι Ιταλοί giochi, οι Ισπανοί juegos, οι Άγγλοι games & plays, και οι Γερμανοί Spiele, οι δύο τελευταίοι εκ του πλήττω (=χτυπώ, ρίπτω), πάλλω (=κραδαίνω).
Σε σχέση δηλ. με την σημασία του ελληνικού ως «ξεπερνώ τον εαυτό μου», οι ξένοι «βολεύτηκαν» με την έννοια του ρίπτω (ακόντιο, δίσκο;;;).
Όσοι, λοιπόν, αισθάνονται χρέος αλλά και καθήκον να προστατέψουν την κοινωνία από τους «δικαιωματιστές», οφείλουν να διαφυλάξουν αυτά που την συγκροτούν και μέσα σ’ αυτά είναι τα ήθη, τα έθιμα και ό,τι οι λαοί έχουν αποδεχθεί ως άγραφους Νόμους, που ενισχύονται και συμβαδίζουν και με τους γραπτούς τοιούτους, γενόμενοι οι ίδιοι φύλακες αυτών, θεματοφύλακες.
Θα μπορούσαμε να παρομοιάσουμε την κοινωνία ως περίκλειστη σε ένα τείχος με πύλες. Η πύλη καθορίζει επακριβώς το άνοιγμα, την είσοδο και την έξοδο από και προς την πόλη. Το σχήμα του γράμματος Π δίνει την έννοια του χώρου και έξω απ’ αυτόν (από την πόλη δηλ.) εκτείνεται η ύλη, το δάσος. Π+ύλη = Πύλη.
Η πύλη λέγεται και θύρα, η οποία με εναλλαγή του θ>φ έδωσε την ρίζα στις λατινογενείς γλώσσες. Λατινικά fores (=θύρες), γαλλικά forêt (=δάσος), ιταλικά fuori (=έξω), ισπανικά afuera (=έξω), αγγλικά forest (=δάσος) αλλά και foreign (=εξωτερικό), και γερμανικά aus (=έξω).
Ο φρουρός (προ-ορός ή πρόουρος) τής πύλης ονομάζεται πυλωρός ή πύλαξ >φύλαξ, εκ των πύλη+άγω, με π>φ.
Θεματοφύλακες, λοιπόν, των ιερών και των οσίων τής κοινωνίας, των ηθών και των εθίμων αυτής, πρέπει να μπορούμε να είμαστε όλοι μας και να φυλάττουμε τις πύλες, απ’ όπου εισέρχονται οι κάθε λογής «καλλιτέχνες» ή αυτοί που τους προωθούν.
(Ἂς) ἔχουσι «γνῶσιν οἱ φύλακες... ὅτι αἱ ἡμέραι πονηραὶ εἰσί...»!!
Ο Χρήστος Βλαχογιάννης είναι Καθηγητής Μουσικής & Διευθυντής Χορωδιών. Παρατηρήσεις ή ερωτήσεις σας μπορείτε να στέλνετε στο vlaxojohnmes@gmail.com.
Αφήστε ένα σχόλιο